Μια λέξη, το «Ναι», και μια λεπτή κλωστή κρατούν πλέον την Ελλάδα συνδεδεμένη με τη ζώνη του ευρώ.
Η λεπτή κλωστή είναι το αίτημα που υπέβαλε την Τρίτη 30 Ιουνίου η κυβέρνηση Τσίπρα για ένα τρίτο μνημόνιο, προκειμένου να κρατήσει τη γραμμή ζωής ανοιχτή, μετά τις δραματικές ώρες που ζούσε όλη η Ελλάδα στις ουρές μπροστά στις κλειστές τράπεζες.
Δυστυχώς όμως ήταν αργά για όλους, μετά τα εγκληματικά λάθη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, φέρνοντας στη μνήμη την προ διετίας τραγωδία των Κυπρίων.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες οι Ευρωπαίοι ξεκαθάρισαν σε όλους τους τόνους στον κ. Τσίπρα ότι συζητούν με την κυβέρνησή του τη «λύση της τελευταίας στιγμής» (last minute deal) υπό δύο προϋποθέσεις:
  • Να ακυρώσει το δημοψήφισμα.
  • Να προχωρήσει σε δομικό ανασχηματισμό (αποβάλλοντας τουλάχιστον τον μοιραίο Γιάνη Βαρουφάκη) που θα διασφαλίζει την είσοδο στην κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων που υποστηρίζουν το ευρώ.
Το Eurogroup ήταν σε ετοιμότητα, μέχρι την Τετάρτη το απόγευμα, όταν ο Πρωθυπουργός απέρριψε τις προτάσεις, υποστηρίζοντας το «Οχι» με το αίολο πλέον επιχείρημα ότι αυτό θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης.
Η αντίδραση ήταν άμεση, οι στιγμές τραγικές, καθώς όλοι όσοι συμμετείχαν στο παρασκήνιο του συμβιβασμού σοκαρίστηκαν.
Ολοι όμως κατάλαβαν ότι ο κ. Τσίπρας, αδύναμος, εγκλωβισμένος ανάμεσα στις συνιστώσες της δραχμής του ΣΥΡΙΖΑ και στις πιέσεις του κ. Καμμένου για το «Οχι», δεν έκανε τη ρήξη με το κόμμα του και βασικούς συνεργάτες και είχε επιλέξει την ηρωική έξοδο.
Κανείς δεν ήθελε να βρίσκεται στη θέση του… Είχε κατ’ ουσίαν καταρρεύσει.
Οπως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», η λύση της τελευταίας στιγμής θα επανέλθει στο τραπέζι και πάλι από τη Δευτέρα υπό την προϋπόθεση του «Nαι» αλλά και με τα νέα δεδομένα, δηλαδή την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την αλλαγή του βασικού μακροικονομικού σεναρίου για την οικονομία που αυξάνουν τον «λογαριασμό της διάσωσης».
Σε αυτό το σενάριο και εν αναμονή του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να απαιτούν τη στήριξη Τσίπρα στο πρόγραμμα που θα συμφωνηθεί. Και αυτό, με το δεδομένο ότι αν δεν συμμετέχει στη λύση εθνικής σωτηρίας, η χώρα θα πρέπει να οδηγηθεί σε εκλογές.
Το χρονικό
  • Τη Δευτέρα, με κλειστές τις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι η αντίστροφη μέτρηση για τη χώρα είχε αρχίσει.
  • Η Ελλάδα μέχρι τα μεσάνυχτα της Τρίτης (όταν τυπικά εξέπνεε το πρόγραμμα-μνημόνιο) είχε τη δυνατότητα με επιστολή της προς τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τον Γερούν Ντάισελμπλουμ και τον Κλάους Ρέγκλινγκ,επικεφαλής του ESM, να ζητήσει να μπει σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης των τραπεζών, τη ρύθμιση του χρέους, την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων και τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ.
Η κυβέρνηση ενημερώθηκε τι χρειάζεται για να ζητήσει πρόγραμμα από το ESM, όπως και έπραξε.
Η ιδέα ήταν ότι πλέον η Ελλάδα αφήνει πίσω το προηγούμενο πρόγραμμα του EFSF και αναζητεί ένα νέο πρόγραμμα (διετές, τριετές, όσο χρειαστεί) υπό τον ESM, όπου μπορούν να συζητηθούν τα πάντα.
Δεδομένου ότι υπήρχε μεγάλη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, μπορούσε να συμφωνηθεί κατ’ αρχάς η λίστα με τις προαπαιτούμενες δράσεις για τους επόμενους μήνες.
Πράγματι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης υπέδειξε στον Πρωθυπουργό να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση.
  • Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είχε ήδη επεξεργαστεί τη λύση για τη ρύθμιση του χρέους (που στηριζόταν σε επιμήκυνση των δανείων του EFSF, δεκαετή περίοδο χάριτος ως το 2026 κτλ.) συζητούσε παράλληλα με την Αθήνα, το Βερολίνο και το Παρίσι για την αποδοχή της λύσης στην περίπτωση που ο κ. Τσίπρας αποδεχόταν και τους πολιτικούς όρους.
Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ…
  • Το έδαφος για την ελάφρυνση του χρέους είχε προετοιμαστεί από την περασμένη Κυριακή. Ο Μαργαρίτης Σχοινάς εκ μέρους της Κομισιόν ενημερώνοντας για το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων ανακοίνωσε:
«Μια συνολική λύση για την Ελλάδα θα είχε συμπεριλάβει τα μέτρα προς κοινή συμφωνία, αλλά θα κάλυπτε και τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες και τη βιωσιμότητα του χρέους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ