Η τριμερής συνάντηση Μέρκελ – Ολάντ – Γιούνκερ στο Βερολίνο, η οποία αργά το βράδυ της Δευτέρας μετεξελίχθηκε σε πενταμερή, με τη συμμετοχή της Κριστίν Λαγκάρντ και του Μάριο Ντράγκι, φαίνεται πως είναι το καθοριστικό βήμα για την διευθέτηση προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση του ελληνικού δράμματος.

Στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας η Αθήνα καλείται να δείξει αν θα είναι συνεπής στο ραντεβού… με την χρεοκοπία, ή αν θα κατορθώσει να το αναβάλλει, καθώς στις 5 του μηνός πρέπει να αποπληρώσει μία από τις δόσεις της συνολικής οφειλής του 1,4 δισ. που τον Ιούνιο πρέπει να καταβληθούν στο ΔΝΤ.

Υπό αυτήν την πίεση και ασχέτως του αν η κυβέρνηση έχει δυνατότητα, έστω και αποστραγγίζοντας τις τελευταίες σταγόνες από τα διαθέσιμά της, να αντεπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις, το μήνυμα που αναμενόταν από το Βερολίνο ήταν ένα οριστικό τελεσίγραφο για μία συμφωνία, ένα take it or leave it προς τον Αλ. Τσίπρα και την κυβέρνησή του, από την διαχείρισή του οποίου θα κριθούν τα πάντα.

Στην πορεία προς την συνάντηση του Βερολίνου, η οποία πραγματοποιήθηκε ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, τα μηνύματα ήταν πολλαπλώς αντιφατικά.

Την Κυριακή το βράδυ ο κ. Τσίπρας συνομίλησε τηλεφωνικώς με την κυρία Μέρκελ και τον κ. Ολάντ επί περίπου μισή ώρα. Σε «θετικό κλίμα» και με συμφωνία ότι «οι διαδικασίες πρέπει να επισπευσθούν».

Ακολούθησε η δημοσίευση του άρθρου του Αλ. Τσίπρα στην Le Monde, όπου ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε πάλι στην αναγκαιότητα εξεύρεσης πολιτικής λύσης και απέρριπτε πιέσεις και πολιτικές λιτότητας, στην γνωστή γραμμή.
Το κείμενο αυτό φέρεται να προκάλεσε αρνητική αντίδραση από την πλευρά του κ. Ολάντ, όμως λίγη ώρα πριν την έναρξη της συνάντησης του Βερολίνου φάνηκε πως το παιχνίδι που παίζεται είναι πολύ μεγαλύτερο, από δύο κυρίως στοιχεία:

Ο επικεφαλής του επιτελείου του Προέδρου της Επιτροπής, Μάρτιν Σέλμαϊρ, μιλώντας στο πρακτορείο Reuters ανέφερε πως «βρισκόμαστε προ μίας αναθεώρησης του προγράμματος του ΔΝΤ για την Ελλάδα, καθώς σε πολλά σημεία του αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και κοινωνικά άνισο». Η παρέμβαση αυτή συνιστά σαφή ένδειξη της προσπάθειας εκ μέρους της Επιτροπής και ειδικότερα του κ. Γιούνκερ να αναβαθμίσει τον ρόλο του στο γενικότερο παιχνίδι ισορροπιών στην Ευρώπη, με αιχμή το ελληνικό θέμα. Το μόνο ερωτηματικό ως προς αυτό αφορά το αν η συζήτηση για την Ελλάδα σε αυτή τη φάση θα περιλάβει κάποιες αποφάσεις για το χρέος έστω και σε βραχυπόθεσμη βάση, καθώς η παράμετρος αυτή συνιστά και το βασικό σημείο στο οποίο στηρίζονται οι ενστάσεις του ΔΝΤ και οι πιέσεις για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό κλπ.

Συνδυάστηκε όμως η παρέμβαση αυτή και με πληροφορίες που ήθελαν την τριμερή να καταλήγει σε ένα τελεσίγραφο προς την Αθήνα, στη βάση του οποίου θα βρισκόταν η ενίσχυση της πίεσης για αποδοχή των όρων μίας συμφωνίας με βασικό αντάλλαγμα την αποκατάσταση ρευστότητας.

Κάτι τέτοιο εκτιμάται από κομματικά και κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα τοποθετήσει την κλεψύδρα στο τραπέζι, ώστε ο κ. Τσίπρας να αναγκαστεί να λάβει αποφάσεις, να τις διαχειριστεί στο εσωκομματικό πεδίο και να τοποθετηθεί υπέρ ή κατά μίας συμφωνίας με τους δανειστές, έπειτα από ένα τετράμηνο επεισοδιακών διαπραγματεύσεων και συζητήσεων.