Ο Αλ. Τσίπρας ήταν δύσθυμος. Η κακή του διάθεση ήταν εμφανής όταν προσήλθε, λίγη ώρα πριν το τέλος της διήμερης συνεδρίασης της ΚΕ το απόγευμα της Κυριακής στους χώρους του Κάραβελ. Μπήκε στην αίθουσα της συνεδρίασης για λίγη ώρα, άκουσε κάποιους ομιλητές και κινήθηκε προς τα ασανσέρ για να αποσυρθεί σε άλλο χώρο του ξενοδοχείου σε μία σύσκεψη με τους στενούς του συνεργάτες.

Προς τους δημοσιογράφους που κινήθηκαν προς εκείνον με διάθεση για συζήτηση, έκανε ένα αποτρεπτικό νεύμα, σαφές και ξεκάθαρο: «καμία συζήτηση, καμία δήλωση».

Είχε προηγηθεί μία μακρά συνεδρίαση, η οποία πάντως χαρακτηρίστηκε όσο ποτέ από αμηχανία. Κανείς δεν ήξερε ποια ακριβώς ήταν η αφορμή της συζήτησης, καθώς δεδομένα δεν υπήρχαν.

Αρχής γενομένης από την ομιλία του ιδίου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης το μεσημέρι του Σαββάτου, κανείς δεν ήταν βέβαιος για ποιον ακριβώς λόγο συνεδρίασε το κεντρικό όργανο του κόμματος.

Ο κ. Τσίπρας ελάχιστα ανέφερε για την διαπραγμάτευση με τους δανειστές, υπερασπίστηκε τις γνωστές κόκκινες γραμμές του κόμματος, επιτέθηκε σε εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς» (ΜΜΕ, διαπλοκή και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) και μίλησε παρουσιάζοντας περίπου ως δεδομένη μία συμφωνία με την Ευρώπη, έστω κι αν τόνισε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί «παράλογες απαιτήσεις στον ΦΠΑ, το ασφαλιστικό και τα εργασιακά».

Μία ομιλία που ερμηνεύθηκε από κάποιους ως «προσεκτική», από άλλους ως «αμήχανη», ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που μίλησαν για νευρικότητα, εστιάζοντας στην απόπειρα του κ. Τσίπρα να κατασκευάσει ή να αναδείξει «εσωτερικούς εχθρούς» επιστρατεύοντας και πάλι την θεωρία της διαπλοκής.

Ακολούθησε η δεύτερη ημέρα της συνεδρίασης, όπου όλοι ανέμεναν τις τοποθετήσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.

Η Αριστερή Πλατφόρμα κατέθεσε ένα σύντομο κείμενο ως προσθήκη στο σχέδιο απόφασης, από το οποίο απουσίαζε η λέξη και η έννοια «ρήξη».

Η μοναδική αναφορά που τηρούσε τα προσχήματα του ρόλου της εσωκομματικής αντιπολίτευσης ήταν η εξής: «Κάθε εναλλακτική λύση για μία αντιμνημονιακή προοδευτική πορεία και πρώτα από όλα η διακοπή της πληρωμής του χρέους, όσες δυσκολίες και αν έχει, είναι πολύ προτιμότερη για τη χώρα, γιατί κυρίως προσφέρει ελπίδα και προοπτική στον λαό».

Καθώς και ότι: «Η κυβέρνηση, εφόσον οι θεσμοί συνεχίσουν τις επόμενες μέρες την ίδια εκβιαστική τακτική, οφείλει να δηλώσει από τώρα και ευθέως ότι δεν θα «πνίξει» τον ελληνικό λαό, αποστραγγίζοντας τις οικονομίες του, δεν θα πληρώσει την επόμενη δανειακή δόση του ΔΝΤ και ότι σχεδιάζει σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο εναλλακτικές απαντήσεις για την πορεία της χώρας, οι οποίες θα διασφαλίζουν την εφαρμογή του προγράμματός της».

Το κείμενο αυτό της Πλατφόρμας, με τα πολλά «αν και εφόσον», τέθηκε σε ψηφοφορία και συγκέντρωσε την μεγαλύτερη αποδοχή από όλα τα προηγούμενα έως σήμερα. Εβδομήντα πέντε υπέρ και 95 κατά. Οι αριθμοί έχουν την σημασία τους, καθώς με βάση αυτές τις εσωκομματικές ψηφοφορίες επί των κειμένων της, η δύναμη της Αριστερής Πλατφόρμας στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη ενίσχυση.

Παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις στα χαρτιά, στην ομιλία του από βήματος, ο Π. Λαφαζάνης υποστήριξε με περισσότερο σθένος από ποτέ ακόμη και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ενώ τάχθηκε ανοιχτά κατά των ιδιωτικοποιήσεων και αμφισβήτησε το κατά πόσον η κυβέρνηση βρίσκεται κοντά σε συμφωνία.

Πηγές προσκείμενες στην Αριστερή Πλατφόρμα πάντως, διακίνησαν «επίσημες» πληροφορίες για την ομιλία του κ. Λαφαζάνη πολύ πιο «στρογγυλεμένες» – κάτι που ερμηνεύθηκε ως μία απόπειρα να μην υπάρξει δημόσια δέσμευση καταψήφισης ενός ενδεχόμενου συμβιβασμού.

Το σχέδιο ψηφίσματος που κατατέθηκε και τελικά εγκρίθηκε ήταν λίγο πολύ μία επανάληψη της εναρκτήριας ομιλίας του Αλ. Τσίπρα, με έμφαση στις προσπάθειες της κυβέρνησης για επίτευξη συμφωνίας, έμμεσες επιθέσεις κατά των «φανατικών της λιτότητας» και πάντως απόρριψη της απόπειρας «ταπείνωσης» της Ελλάδας.

Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο κατόπιν όλων αυτών ήταν οι «διαρροές» από την πλευρά της Πλατφόρμας, σύμφωνα με τις οποίες, η απόφαση του εγκρίθηκε δεν ήταν απορριπτέα και θα μπορούσε να είναι μία βάση συζήτησης.

Η γενική αίσθηση που προέκυψε από την πολύωρη διαδικασία του Σαββατοκύριακου και τις τοποθετήσεις
στην ΚΕ ήταν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει την συμφωνία με τους δανειστές. Όπως άλλωστε ανέφερε και ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς, «η συμφωνία ήδη γράφεται».

Δεύτερον, ότι η ρήξη είναι μία πολύ σύνθετη υπόθεση. Το τόνισε ο Αλ. Μητρόπουλος, ο οποίος σημείωσε ότι δεν υπάρχει κόμμα, μηχανισμός και κοινωνική δυναμική για να την υποστηρίξει.

Τρίτον, ότι ο Π. Λαφαζάνης εμφανίστηκε ενισχυμένος και καταχειροκροτούμενος από το ακροατήριο, κάτι που δεν συνέβη με τους «προεδρικούς».

Τέταρτον ότι με τα κείμενα που κατατέθηκαν, σχεδόν όλες οι εσωκομματικές τάσεις άφηναν πολλά περιθώρια ερμηνειών και απέφυγαν διατυπώσεις που θα τους δεσμεύουν προ μίας ενδεχόμενης συμφωνίας.

Στο παρασκήνιο πάντως, οι πληροφορίες που διακινήθηκαν έδειξαν ότι θα πρέπει να αναμένεται πως τουλάχιστον επτά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (όσοι πρόσκεινται στις συνιστώσες ΔΕΑ και ΚΟΕ) δύσκολα θα υπερψηφίσουν μία συμφωνία.

Κατόπιν όλων αυτών, το ενδιαφέρον μεταφέρεται στο Κοινοβούλιο και στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αναμένεται να συνεδριάσει τις επόμενες ημέρες.

Κομματικοί παράγοντες επιμένουν ότι ο κ. Τσίπρας έχει λάβει τις αποφάσεις του και κινείται προς την υπογραφή μίας συμφωνίας, αρκεί να μην υπάρχουν σε αυτήν στοιχεία «ταπείνωσης» της κυβέρνησης.

Πλην όμως, οι περισσότεροι εκτιμούν ότι η συμφωνία που ενδεχομένως θα αντικαταστήσει το μνημόνιο θα είναι και η θρυαλλίδα κατακλυσμιαίων εξελίξεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, οι οποίες προφανώς θα συμπεριλάβουν και τον ΣΥΡΙΖΑ.