Συμφωνία ακούμε, αλλά συμφωνία δεν βλέπουμε. Πάμπολλες μέχρι τώρα οι προαναγγελίες μιας επερχόμενης συμφωνίας, αλλά όλες έχουν διαψευστεί.

Πριν από το Πάσχα ακόμη κεντρικοί υπουργοί προέβλεπαν μετά βεβαιότητας ότι η συμφωνία επίκειται.
Το Πάσχα εορτάσθηκε, ο Μάης μέσιασε και η συμφωνία δεν λέει να έλθει.
Χωρίς αυτή όμως η Ελλάδα βιώνει εδώ και τέσσερις μήνες, στο όνομα της υποτιθέμενης υπερήφανης διαπραγμάτευσης, το δράμα μιας παρατεταμένης αναστολής και αναβολής, η οποία δεν σβήνει απλά τα προσδοκώμενα οφέλη, αλλά καθίσταται απόλυτα ζημιογόνος καθώς ανεβάζει τον λογαριασμό της διεκδικούμενης σταθεροποίησης.
Το χειρότερο είναι ότι κάθε ανακηρυσσόμενος «σταθμός»της διαπραγμάτευσης δέχεται τις αμφισβητήσεις στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, του υπουργού Οικονομικών προεξάρχοντος.
Την Πέμπτη, ο κ. Γ. Βαρουφάκης συνόδευσε την απόφαση του κυβερνητικού συμβουλίου να επιταχυνθούν οι συνομιλίες στις Βρυξέλλες με μπαράζ αμφιλεγόμενων δηλώσεων, που μόνο την επίτευξη συμφωνίας δεν υπηρετούσαν.
Ακούγοντάς τον οι περισσότεροι ένοιωθαν ότι για κάποιο λόγο, άγνωστο στους περισσότερους, σχεδόν υπονομεύει τη συμφωνία.
Και ευλόγως τίθεται το ερώτημα τι νόημα έχουν οι πρωθυπουργικές οδηγίες προς τον ειδικό διαπραγματευτή καθηγητή κ. Γ. Χουλιαράκη να καταβάλει τις μεγαλύτερες δυνατές προσπάθειες για την επίτευξη της συμφωνίας, όταν ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών στην καλύτερη περίπτωση δεν συμπαραστέκεται σε αυτές.
Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις διαπραγματεύσεις γνωρίζουν ότι μέχρι την αντικατάσταση της διαπραγματευτικής ομάδας η πρόοδος ήταν περιορισμένη και κάλυπτε μόλις το 10% της συμφωνίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο υπουργός Οικονομικών έμεινε στο περιθώριο και η διαπραγμάτευση ανατέθηκε σε άλλα πρόσωπα.
Η ευθεία εμπλοκή των κ. Τσακαλώτου και Χουλιαράκη επέτρεψε την ενεργοποίηση των τεχνικών κλιμακίων στη διαπραγμάτευση και την κάλυψη του μισού δρόμου για τη συμφωνία.
Εν τω μεταξύ, χάθηκε πολύτιμος χρόνος και η επιλογή της λεγόμενης ενδιάμεσης συμφωνίας. Τώρα χρειάζεται συμφωνία πακέτο και απομένουν μόλις τρεις εβδομάδες για την επίτευξή της.
Στο διάστημα αυτό είναι απαραίτητο να κλείσει η αξιολόγηση του προηγούμενου προγράμματος, να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό του 2015 και μαζί του το χρηματοδοτικό κενό της διετίας, δηλαδή μέχρι και το 2016.
Και αυτό όταν οι εταίροι και οι δανειστές απαιτούν καθαρά δημοσιονομικά μέτρα καθώς εργάζονται επί σεναρίων ύφεσης για το 2015, αμφισβητούν την επίτευξη εσόδων από τη φοροδιαφυγή και δεν εμπιστεύονται τις κυβερνητικές προβλέψεις για έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, επειδή το κλίμα στην κυβέρνηση είναι αντίθετο προς αυτές.
Βάσει των παραπάνω ο καθείς μπορεί να αντιληφθεί γιατί ακόμη μια φορά η προαγγελλόμενη συμφωνία παραμένει δύσκολη και εν πολλοίς επισφαλής.
Το δυστύχημα είναι πως αν παρέλθει άκαρπη η προθεσμία των τριών εβδομάδων η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός προγράμματος με ότι αυτό συνεπάγεται.
Έχει ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι, σε αυτές τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, ορισμένοι εκ των ευρωπαίων εταίρων αρχίζουν να φλερτάρουν με την ιδέα ενός πραγματικού οικονομικού αδιεξόδου για την ελληνική πλευρά.

Οι πιο σκληροί δεν κρύβουν ότι μόνο ένα σοκ, αντίστοιχου εκείνου που έζησαν οι Κύπριοι, θα επέτρεπε την πλήρη συνειδητοποίηση της θέσης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας.

Ωστόσο, παρά τις πολλές αντιξοότητες και το πλήθος των εσωτερικών εμποδίων, η βασική ομάδα περί τον πρωθυπουργό, όπως όλοι βεβαιώνουν, κινείται προς την κατεύθυνση της συμφωνίας.

Αρκεί βεβαίως να μην προδοθεί ακόμη μια φορά εκ των έσω και από την «ώρα ΣΥΡΙΖΑ», αυτή την ιδιότυπη σχέση με το χρόνο, που έχει η νέα αριστερά, η οποία μας κυβερνά εδώ και τέσσερις μήνες.