Ταχείες εξελίξεις προς την επίτευξη συμφωνίας της Αθήνας με τους δανειστές και με χρονοδιάγραμμα που υπολογίζεται ότι φθάνει έως τις αρχές Ιουνίου δρομολογούνται μία μόλις ημέρα έπειτα από την δημοσιοποίηση του σημειώματος του Μεγάρου Μαξίμου, σύμφωνα με το οποίο οι «κόκκινες γραμμές» των δανειστών προκαλούν εμπόδια στις διαπραγματεύσεις και κίνδυνο αδιεξόδου.

Λίγες ώρες έπειτα από την δραματοποίηση της κατάστασης από το Μέγαρο Μαξίμου, αλλεπάλληλες εξελίξεις ανέτρεψαν τα δεδομένα και πάντως φάνηκε ότι εν τέλει οι προϋποθέσεις και η βάση ενός συμβιβασμού υπάρχουν.
Από την μία πλευρά, σε δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου και συγκεκριμένα της εφημερίδας Die Welt, αναφερόταν ότι τα διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου επαρκούν έως τον Ιούνιο. Από το δημοσίευμα αυτό, το οποίο δεν σχολιάστηκε από το Μέγαρο Μαξίμου, ούτε και διαψεύστηκε από το υπουργείο Οικονομικών, διαμορφώθηκε η εκτίμηση ότι επαναπροσδιορίζεται ο χρόνος για την επίτευξη της τελικής συμφωνίας ελληνικής κυβέρνηση και δανειστών, με απώτατο όριο την αποπληρωμή των ομολόγων του Ιουλίου και του Αυγούστου, συνολικού ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτά τα 2 δισ. των εντόκων γραμματίων που θα πρέπει να ανανεωθούν τον Ιούνιο.
Οι εξελίξεις αυτές ακολούθησαν την συνάντηση του Ι. Δραγασάκη και του Ευκλ. Τσκαλώτου με τον Μάριο Ντράγκι το απόγευμα της Τρίτης στην Φρανκφούρτης, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την σκιά του σημειώματος που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα από το Μέγαρο Μαξίμου και περιέγραφε ένα πιθανό αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και διαστάσεις απόψεων μεταξύ των δανειστών.
Κάτι τέτοιο όμως δεν προέκυψε από την συνάντηση των εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης με τον επικεφαλής της ΕΚΤ.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση δημοσιοποίησε το απόγευμα της Τετάρτης το περιεχόμενο της συνομιλίας που είχε ο Αλ. Τσίπρας με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η οποία παρουσιάστηκε ως «κοινή δήλωση», οι κκ. Ζ. Κ. Γιουνκέρ και Αλ. Τσίπρας κατέγραψαν «την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες ημέρες στις συνομιλίες μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων της πάνω στο ζήτημα της αναλυτικής δέσμης μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση». Η επιλογή της ορολογίας είναι χαρακτηριστική, καθώς για πρώτη φορά η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται και χρησιμοποιεί τον όρο «αξιολόγηση».
Επιπλέον, το περιεχόμενο της συνομιλίας εξειδικεύθηκε περαιτέρω, ως προς τα εξής:
– την «σημασία των μεταρρυθμίσεων για εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος, ούτως ώστε να καταστεί δίκαιο, δημοσιονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό στην κατεύθυνση αποφυγής της φτώχειας της τρίτης ηλικίας».
– την ανάγκη οι μισθολογικές εξελίξεις και οι θεσμοί της αγοράς εργασίας να διαδραματίσουν ένα υποστηρικτικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή. Όπως δε επισημάνθηκε «σε αυτό το πλαίσιο υπήρξε σύγκλιση απόψεων γύρω από τον ρόλο ενός μοντέρνου και αποτελεσματικού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί μέσω ευρείας διαβούλευσης και να πληροί τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα». Με βάση αυτά, οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης προς το εσωτερικό παραπέμπονται σε διαβούλευση και πάντως σε προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Πέραν αυτών, οι καταιγιστικές εξελίξεις της Τετάρτης αναίρεσαν στην ουσία την προσπάθεια της κυβέρνησης να δραματοποιήσει την διαδικασία μία ημέρα νωρίτερα, όταν το Μέγαρο Μαξίμου μιλούσε ούτε λίγο ούτε πολύ για ένα διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις –κάτι που από μετριοπαθή στελέχη της κυβέρνησης ερμηνεύθηκε ως μία κλασικού Τύπου απόπειρα εσωτερικής διαχείρισης και τίποτε περισσότερο.
Χαρακτηριστικό σε αυτό το πλαίσιο είναι το γεγονός ότι το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου παρέπεμψε την Τετάρτη στην κοινή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ στην οποία αναφερόταν:
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ έχουν την κοινή αποστολή να βοηθήσουν την Ελλάδα να επιτύχει την δημοσιονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη. Οι θεσμοί συνεχίζουν να συνεργάζονται στενά προς την επίτευξη αυτού του στόχου. Και οι τρεις θεσμοί εργάζονται σκληρά ώστε να επιτευχθεί πρόοδος στις 11 Μαΐου».
Κατόπιν όλων αυτών, καθίσταται σαφές ότι πρόθεση της ελληνική κυβέρνησης είναι η επίτευξη συμφωνίας και η αποφυγή κάθε είδους δραματικών εξελίξεων ή ρήξης με τους δανειστές.
Παρά ταύτα, την ίδια στιγμή γενική είναι η εκτίμηση στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το ζήτημα αποκτά πλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κρισιμότητα ως προς τις εξελίξεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του πολιτικού σκηνικού εν γένει. Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται ότι θα στραφούν οι πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργιού στο αμέσως προσεχές διάστημα και πάντως παράλληλα με την εξέλιξη της συζήτησης στις στο πλαίσιο του Brussels Group.