Η ελληνική κυβέρνηση και ο Αλ. Τσίπρας βρίσκονται πλέον με την πλάτη στον τοίχο. Παρά την παρότρυνση της Ανγκελα Μέρκελ «να αποφευχθεί με κάθε τρόπο το ενδεχόμενο να μείνει η Ελλάδα χωρίς ρευστότητα», οι ελπίδες που καλλιεργήθηκαν για μια «ενδιάμεση συμφωνία» και μερική χρηματοδότηση της χώρας εξανεμίστηκαν στο Eurogroup της Παρασκευής. Εκεί για μία ακόμη φορά απουσίασε η εκ μέρους του Ι. Βαρουφάκη κατάθεση ενός συνολικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, συμβατού με τους όρους παράτασης της δανειακής σύμβασης, και ο υπουργός Οικονομικών δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις.
Κατόπιν αυτών, ο κ. Τσίπρας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις κρισιμότερες αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει σε διάστημα ελάχιστων ημερών.
«Σκληρό ροκ» στο Eurogroup


Πληροφορίες από το κυβερνητικό περιβάλλον και από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρουν ότι ο Πρωθυπουργός ετοιμάζεται για μια δημόσια παρέμβαση τις αμέσως επόμενες ημέρες προκειμένου να περιγράψει τις προθέσεις του.
Κυρίαρχη είναι η εκτίμηση ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει αντιληφθεί πως τα περιθώρια εξαντλούνται και το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης κατασπαταλάται. Παρά ταύτα ουδείς είναι σε θέση να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο θα επιβάλει μια πιθανολογούμενη απόφασή του για συμφωνία στο σύνολο της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να γίνουν σε διάστημα μερικών ημερών όλα όσα δεν έγιναν το προηγούμενο τρίμηνο.
Κυβερνητικά στελέχη κάνουν λόγο για παρεμβάσεις ακόμη και στο κυβερνητικό σχήμα και στο πλαίσιο αυτό αναμένουν εξελίξεις στον απόηχο των επιθέσεων που δέχθηκε ο Ι. Βαρουφάκης στη Ρίγα, όπου σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία κατηγορήθηκε ότι «σπαταλά χρόνο» και ότι είναι «ερασιτέχνης και τζογαδόρος».
Επειτα από το «ναυάγιο» αυτό για πολλούς είναι σαφές ότι ο κ. Βαρουφάκης δεν μπορεί πλέον να συνομιλήσει με τους ομολόγους του. Υπό αυτήν την έννοια κοινοβουλευτικές πηγές του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν θέμα ημερών την απομάκρυνσή του, εκτιμώντας ότι η «θυσία» του θα ήταν μια ένδειξη για τη διάθεση της κυβέρνησης να ξεμπλοκάρει τη διαπραγμάτευση.
Στο πλαίσιο αυτό κάποιοι επισήμαναν τις πρόσφατες παρεμβάσεις του αναπληρωτή υπουργού Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Ευκλείδη Τσακαλώτου οι οποίες κινούνται με σαφήνεια εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και σε μια λογική «συμφωνία ή χάος».
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι έχουν πλήρη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, στο εξής «κάθε μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει».
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, η καταφυγή σε μέτρα ύστατης ανάγκης όπως η δέσμευση των διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης αποτελεί το τελευταίο βήμα πριν από την εκδήλωση εξαιρετικά δυσμενών εξελίξεων στο πεδίο της ρευστότητας αν δεν αποφευχθεί το αδιέξοδο.
Οι επιδιώξεις Βερολίνου και Βρυξελλών


Την ίδια στιγμή, και έπειτα από μια εβδομάδα που έκλεισε με τους δραματικούς τόνους του Eurogroup της Παρασκευής, διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα επιχειρούν μια ερμηνεία και αποσαφήνιση των μηνυμάτων που έχουν σταλεί προς την ελληνική κυβέρνηση.
Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες δεν επιθυμούν κάποια εξέλιξη που θα έχει επιπτώσεις στο συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Με βάση αυτές τις επισημάνσεις η έξοδος της χώρας από το ευρώ ή ακόμη και ένα Grexident κατά πάσα βεβαιότητα θα επιχειρηθεί να αποτραπούν με συντονισμένες παρεμβάσεις. Πλην όμως, διπλωματικές πηγές προσθέτουν ότι αυτά τα μηνύματα αναλύονται με λανθασμένο τρόπο από την ελληνική κυβέρνηση. «Οσο πιστεύουν ότι θα γίνει αποδεκτός ένας de facto εκβιασμός της Αθήνας βρίσκονται σε λάθος μονοπάτι» σημειώνουν.
Η απόφαση της κυβέρνησης να δεσμεύσει τις τελευταίες σταγόνες ρευστότητας του δημόσιου τομέα σχολιάζονται ως κίνηση απελπισίας στις ίδιες συζητήσεις. Και όπως αφήνεται να εννοηθεί, οι ξένες κυβερνήσεις δεν πρόκειται να συγκινηθούν και να κινητοποιηθούν αν η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία στερέψει και η κατάσταση πλησιάσει στο σημείο όπου η κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να υλοποιήσει ούτε καν τη θεμελιώδη δέσμευσή της: την καταβολή μισθών και συντάξεων αντί των δανειακών υποχρεώσεων.
Το παιχνίδι του καταλογισμού ευθυνών


Παράλληλα πάντως η ελληνική κυβέρνηση σε πολλά επίπεδα εμφανίζεται έτοιμη να αποδυθεί σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι καταλογισμού ευθυνών (blame game). Κάτι τέτοιο διαφάνηκε από τη συζήτηση του κ. Τσίπρα με δημοσιογράφους εν πτήσει προς τις Βρυξέλλες, όπου είπε ότι η κυβέρνηση έχει πράξει το 70% που της αναλογεί και πλέον η Ευρώπη οφείλει να πράξει το υπόλοιπο 30%.
Επιπλέον ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος σημείωνε εμφατικά την προηγούμενη εβδομάδα: «Αν τα πράγματα εξελιχθούν άσχημα, δεν θα φταίμε εμείς, θα φταίνε οι άλλοι».
Με αυτό το σκεπτικό να κυριαρχεί στους κυβερνητικούς κύκλους, τα στελέχη που βάζουν στο τραπέζι το σενάριο των εκλογών ή του δημοψηφίσματος πληθαίνουν. Παρά ταύτα πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν μια τέτοια πρόθεση και εκτιμούν ότι πρόκειται για μια απειλή ή και μπλόφα εσωτερικής και εσωκομματικής κατανάλωσης, προκειμένου η κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμφωνία με τους δανειστές· ένα ενδεχόμενο που σύμφωνα με συνομιλητές του κ. Τσίπρα θα επιδράσει λυτρωτικά και εν τέλει θα είναι και πολιτικά επωφελές για την κυβέρνηση, αν και εφόσον συνδυαστεί με τους αναγκαίους χειρισμούς και κινήσεις.

Το «ελληνικό δράμα»
Οι γερμανοί βουλευτές χάνουν την υπομονή τους

Η δεύτερη συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ την προηγούμενη Πέμπτη στις Βρυξέλλες θεωρείται μία από τις καταλυτικές εξελίξεις του «ελληνικού δράματος». Σύμφωνα με εκτιμήσεις πολιτικών παραγόντων και από τις δύο πλευρές, το γεγονός πως υπάρχει απευθείας επικοινωνία και –απ’ ό,τι φαίνεται –πεδίο πολιτικής συνεννόησης μεταξύ του Πρωθυπουργού και της καγκελαρίου επιτρέπει να αποφορτίζεται το κλίμα όποτε διαφαίνεται αδιέξοδο.
Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο πλησιάζει η ελληνική κυβέρνηση και απ’ ό,τι φαίνεται (σ.σ.: Μέρκελ και Τσίπρας τήρησαν μέχρι κεραίας τη συμφωνία τους για απόλυτη εχεμύθεια μετά τη συνάντηση) ο Πρωθυπουργός παρουσίασε στην καγκελάριο μια αρκετά ρεαλιστική εικόνα για το ποια είναι η κατάσταση στην Αθήνα.
Αυτό που πάντως επισημαίνεται από πηγές που έχουν γνώση των συσχετισμών και του πολιτικού κλίματος που επικρατεί στο Βερολίνο είναι ότι η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί το πώς επενεργούν όλα όσα συμβαίνουν και στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό.
Οι πηγές αυτές υπογραμμίζουν ότι όσο περνά ο χρόνος η κοινοβουλευτική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών θα μοιάζει με καζάνι που βράζει. Οπως επισημαίνουν, «αν ως το τέλος Ιουνίου δεν πάει κάτι στραβά και φθάσει η ώρα υπογραφής μιας νέας συμφωνίας η οποία θα συνοδεύεται από διψήφιο νούμερο κάποιων δισεκατομμυρίων ευρώ, οι βουλευτές που θα είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν κάτι τέτοιο θα είναι μειοψηφία. Στην Αθήνα θα έπρεπε αυτό να έχει γίνει αντιληπτό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ