O Αλέξης Τσίπρας, λένε όσοι τον γνωρίζουν, έχει «κρύο αίμα». Αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από την πρώτη συνάντηση μαζί του, καθώς η ευγένεια και μια κάποια κρυψίνοια καλύπτουν τις βαθύτερες σκέψεις του. Στον έναν μήνα που κυβερνά, η γλώσσα του σώματος δείχνει πολύ περισσότερα για το αποτέλεσμα της επαφής του με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και με το βάθος των δεσμεύσεων προς τους εταίρους από όσα ενδεχομένως θα ήθελε ο ίδιος να αποκαλύψει. Η άνεση των προεκλογικών εξαγγελιών, ο αέρας της εκλογικής νίκης, ο ενθουσιασμός της κοινωνίας κατάντησαν βαρίδια –το μαρτυρούν η αμήχανη στάση του και τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του. Κι αν τα μαλλιά του δεν άρχισαν να γκριζάρουν, όπως λέγεται ότι τον προειδοποίησε ο Μπαράκ Ομπάμα στο συγχαρητήριο τηλεφώνημά του, αυτό ενδεχομένως να φανερώνει ότι κατά βάθος δεν έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα που τον καταδιώκει απηνώς. Υστερα από έναν μήνα στο Μέγαρο Μαξίμου ο κ. Τσίπρας είναι αφόρητα πιεσμένος και εκνευρισμένος, με τη χώρα να αναζητεί χρήματα και με το κόμμα του ρηγματωμένο.
Η «παγίδα θανάτου» και η συμφωνία

Ο Πρωθυπουργός δέχθηκε μια συμφωνία με τους εταίρους που του έδωσε χρόνο για να ελιχθεί –«αποφύγαμε την παγίδα θανάτου που είχαν στήσει οι διεθνείς και εγχώριες δυνάμεις της ακραίας λιτότητας», υποστηρίζουν στο Μέγαρο Μαξίμου –αλλά δεν είναι βέβαιο ότι έκανε και την κωλοτούμπα, για την οποία τον κατηγορεί η αντιπολίτευση. Οι ασάφειες της συμφωνίας –τις οποίες δεν είναι βέβαιο ότι τις ήθελαν οι Ευρωπαίοι προκειμένου να περάσει η συμφωνία από τα Κοινοβούλιά τους, όπως δήλωσε ο Γιάνης Βαρουφάκης, καθώς η μοναδική κυβέρνηση που αναζητεί τρόπους να μην κυρώσει τη συμφωνία στη Βουλή είναι η ελληνική –αναμένεται να εξελιχθούν σε πεδίο μάχης το προσεχές διάστημα, όταν θα εξειδικευθούν .
Η απειλή των εκλογών που άφησε να εννοηθεί ο κ. Τσίπρας στη συνομιλία του με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ τις δραματικές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου, προτού υπάρξει κοινό ανακοινωθέν στο Eurogroup, όταν ζήτησε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά σε περίπτωση ναυαγίου, λέγεται ότι παραμένει στο τραπέζι. Το διάστημα ως τον Ιούνιο αναμένεται κολασμένο για την κυβέρνηση, η οποία θα χρειαστεί να κινείται σε συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας, με διαρκή διλήμματα για τις επιλογές της και με εσωτερική αμφισβήτηση.
Καχυποψία και παρεξηγήσεις

Η Ευρώπη αντιμετώπισε τη νέα κυβέρνηση με καχυποψία, την οποία τροφοδοτούσαν οι προεκλογικές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν δεσμεύεται από τις συμφωνίες της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ολίγον Μνημόνιο, κάποιος ή συμφωνεί ή δεν συμφωνεί με το Μνημόνιο», ότι «το Grexit είναι ξαναζεσταμένο φαγητό», ότι θα ζητηθεί «η μέγιστη διαγραφή του χρέους». Η σπουδή του Γερούν Ντάισελμπλουμ να συναντήσει τον Πρωθυπουργό προκειμένου να διερευνήσει τις προσθέσεις του εξελήφθη ως άνοιγμα για διάλογο από την πλευρά της Ευρώπης. Ηταν η αρχή μιας αλυσίδας παρεξηγήσεων και λανθασμένων εκτιμήσεων.
Ο κ. Τσίπρας πίστευε ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν είχε δικαίωμα να κλείσει τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), έπειτα από την ιστορική νίκη της Αριστεράς. Επέμενε ότι οι τραπεζίτες καλλιεργούν τον φόβο επειδή φοβούνται οι ίδιοι πως θα χάσουν τις τράπεζές τους. Ο έλληνας υπουργός Οικονομικών όμως έδωσε πατήματα στον πρόεδρο της ΕΚΤ δηλώνοντας ότι το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο. Ακόμη και την Πέμπτη ο κ. Βαρουφάκης έλεγε στο Bloomberg ότι δυσκολεύεται να πιστέψει πως ΕΚΤ και το ΔΝΤ θα μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε για ένα σχετικά μικρό ταμειακό πρόβλημα.
Επιπλέον ο κ. Τσίπρας πίστευε ότι υπήρχε μια συμμαχία του Νότου την οποία θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τουλάχιστον για τον τερματισμό της λιτότητας. Οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν έπειτα από τις συναντήσεις του με τον Ματέο Ρέντσι και τον Φρανσουά Ολάντ, όταν διαπίστωσε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει κοινό σημείο με τους Σοσιαλδημοκράτες της Γαλλίας και της Ιταλίας αλλά και ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να διαταράξουν τη σχέση τους με τη Γερμανία.
Το «σύνδρομο» της Φινλανδίας

Την Κυριακή 25 Ιανουαρίου, όταν έγινε καθαρό ποιο κόμμα θα κέρδιζε τις εκλογές, στο κινητό του Γιάννη Δραγασάκη καταχωρήθηκε ένα μήνυμα. Αποστολέας ο Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος προειδοποιούσε ότι η νέα κυβέρνηση έπρεπε τη Δευτέρα 26 Ιανουαρίου να αποφασίσει τι θα κάνει με τη συμφωνία, επειδή, αν καθυστερούσε, η Φινλανδία δεν θα προλάβαινε να την επικυρώσει ως τις 28 Φεβρουαρίου που έληγε η δίμηνη παράταση. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο οποίος δεν είχε αναλάβει ακόμη καθήκοντα, θεώρησε υπερβολικό το μήνυμα και δεν έδωσε προτεραιότητα στο θέμα.
Ο επόμενος που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την απειλή της σκανδιναβικής χώρας ήταν ο Γιάνης Βαρουφάκης, όταν στο έκτακτο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου ο Γερούν Ντάισελμπλουμ είπε στον έλληνα υπουργό ότι έπρεπε να αποδεχθεί τη συνέχιση του προηγούμενου προγράμματος ως την Παρασκευή επειδή η Φινλανδία είχε εκλογές.
Εκλογές στη Φινλανδία έχουν προκηρυχθεί για τις 19 Απριλίου και το Κοινοβούλιό της θα διαλυθεί στις 13 Μαρτίου, άρα η κατάσταση ήταν πιεστική αλλά όχι κατεπείγουσα. Η ελληνική πλευρά εξέλαβε αυτή την πίεση ως προσπάθεια παγίδευσής της για να αποδεχθεί το πρόγραμμα που είχε συμφωνηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση.
Η δυσπιστία για την ετοιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης ξεκίνησε στο Euroworking Group της 5ης Φεβρουαρίου, όπου ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης εμφανίστηκε χωρίς συγκεκριμένη πρόταση για την παράταση του προγράμματος. Την προηγούμενη ημέρα ο Πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος τον έπιασε πατρικά από το χέρι και τον οδήγησε στο γραφείο του. Ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι οι συζητήσεις κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και η ελληνική πλευρά εκτίμησε πως «είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι όλοι οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης δέχονται να συνομιλήσουν μαζί μας και συνειδητοποιούν ότι χρειάζεται χρόνος για διαβούλευση, χωρίς να βάζουν τελεσίγραφα».
Στη συνάντηση ο πρόεδρος της Κομισιόν τού εξήγησε ακριβώς τι να περιμένει στο Eurogroup –λέγεται ότι τον προέτρεψε να πληροφορηθεί τις θέσεις των Ισπανών, των Πορτογάλων και των Ιρλανδών –και του κατέστησε σαφές ότι αν η Ελλάδα βρεθεί χωρίς πρόγραμμα μετά την 28η Φεβρουαρίου διακινδυνεύει μια πορεία που θα την οδηγήσει εκτός ευρώ. Να σημειωθεί ότι αυτές οι χώρες κράτησαν την πιο σκληρή στάση στη Σύνοδο Κορυφής στις 22 Φεβρουαρίου όπου σημειώθηκε θερμό επεισόδιο ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και στον Μαριάνο Ραχόι.
Πιέσεις, ανησυχίες, απειλές και ρεαλισμός

Ακολούθησε η συζήτηση στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης και η συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του Αλέξη Τσίπρα, που μπορεί να συγκίνησαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκνεύρισαν όμως τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η κυβερνητική αποστολή που πέταξε στις Βρυξέλλες για το έκτακτο Eurogroup στις 11 Φεβρουαρίου και τη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη ημέρα είχε μεγάλη αγωνία για το τι την περίμενε. Την ώρα που ο κ. Βαρουφάκης δοκίμαζε τις δυνάμεις του και τις αντοχές των ομολόγων του ο Πρωθυπουργός και οι συνεργάτες παρακολουθούσαν τις διαδηλώσεις στην Αθήνα και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. «Το συναίσθημα να σε στηρίζει τόσος κόσμος ήταν πολύ δυνατό» ομολογεί συνεργάτης του κ. Τσίπρα. Οταν κοντά στα μεσάνυχτα του τηλεφώνησε ο υπουργός Οικονομικών από την αίθουσα όπου συνεδρίαζε το Eurogroup –τέσσερις υπουργοί, μεταξύ τους και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είχαν φύγει από τη συνεδρίαση θεωρώντας ότι υπήρχε συμφωνία –προκειμένου να τον ενημερώσει για τη διατύπωση «extend, amend and successfully conclude the current program», του απάντησε αρνητικά. «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να απογοητεύσουμε όλον αυτόν τον κόσμο που έχει βγει στον δρόμο και μας στηρίζει» του είπε.
Στη συνεδρίαση αυτή ο κ. Βαρουφάκης έκανε μια ημίωρη οικονομικοπολιτική ομιλία η οποία οδήγησε στα άκρα τους ομολόγους του. Ο κ. Δραγασάκης που ήταν παρών μίλησε ελάχιστα, γιατί ο σκοπός της παρουσίας του δεν ήταν να υποκαταστήσει τον υπουργό Οικονομικών, και μάλιστα σε ένα ευρωπαϊκό όργανο στο οποίο συμμετέχουν υπουργοί Οικονομικών, αλλά να στηρίξει τη διαπραγμάτευση. «Δεν το υπογράφουμε γιατί δεν μας εκφράζει» είπε ο κ. Βαρουφάκης στον κ. Ντάισελμπλουμ μετά τη συνομιλία με τον Πρωθυπουργό. «You just run out of money» («μόλις ξεμείνατε από χρήματα») του απάντησε ο επικεφαλής του Eurogroup. «Money can’t buy me love» («Τα χρήματα δεν μπορούν να μου αγοράσουν αγάπη») συνέχισε ο υπουργός Οικονομικών επιστρατεύοντας τον γνωστό στίχο των Beatles. «Εμείς δεν χάνουμε άλλον χρόνο για συνεννοήσεις. Θα τα πούμε κατευθείαν στο τακτικό Eurogroup» ήταν ο ψυχρός επίλογος του κ. Ντάισελμπλουμ.
To έκτακτο Eurogroup ναυάγησε, «έγιναν όλα λάθος, η ελληνική κυβέρνηση δεν άκουσε καμία συμβουλή» σημειώνει κοινοτική πηγή. Την επόμενη ημέρα ο κ. Τσίπρας είχε επίσημη συνάντηση με τον βέλγο πρωθυπουργό Σαρλ Μισέλ. Κατά τη διάρκειά της πληροφορείται ότι τον αναζητεί επίμονα ο κ. Ντάισελμπλουμ προκειμένου να συναντηθούν. Εκείνος δέχθηκε το αίτημα προτείνοντας μια ιδιωτικού χαρακτήρα συνάντηση στο ξενοδοχείο όπου έμενε στις Βρυξέλλες. Αργότερα η ελληνική πλευρά έμαθε ότι είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα της Ανγκελα Μέρκελ στον επικεφαλής του Eurogroup. Η καγκελάριος λέγεται ότι εξέφρασε την απορία της πώς δεν μπόρεσε να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή διατύπωση ανάμεσα στην Αθήνα και στα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές ο κ. Ντάισελμπλουμ εμφάνισε στη συνάντηση αυτή μια τροποποιημένη εκδοχή ανακοινωθέντος. Ο κ. Τσίπρας δεν τη δέχθηκε. Ο κ. Ντάισελμπλουμ του είπε ότι σε αυτή την περίπτωση «επιστρέφουμε στο αρχικό κείμενο». Ο κ. Τσίπρας φυσικά το απέρριψε. Μισή ώρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής, Τσίπρας και Ντάισελμπλουμ συναντώνται ξανά και εκεί συμφωνούν στο πλαίσιο του κοινού ανακοινωθέντος που ακολούθησε, το οποίο περιείχε την καταλυτική διατύπωση «to find a common ground», να βρεθεί ένας κοινός τόπος.
Οταν συνάντησε ξανά ο κ. Βαρουφάκης τον κ. Ντάισελμπλουμ, δεν κρατήθηκε να μην του ανταποδώσει την μπηχτή για τον χαμένο χρόνο. «Είδες ότι τελικά υπήρχε χρόνος; Δεν ήταν τόσο πιεστικά τα πράγματα» του είπε. Η σχέση τους μετά τη δραματική συνέντευξη Τύπου στις 30 Ιανουαρίου δεν εξομαλύνθηκε. «Οι Ελληνες δεν ήξεραν ακριβώς πόσο άσχημα είναι τα οικονομικά τους. Δεν υπήρχαν χρήματα στο ταμείο τους, έλεγαν ότι δεν ήθελαν πλέον δάνεια, δεν γνώριζαν πόσο είχε εξομαλυνθεί το… βουνό του χρέους» δήλωσε σε ολλανδικό κανάλι ο κ. Ντάισελμπλουμ.
«It is too political»

Η συνεννόηση στο Eurogroup ήταν καταδικασμένη να αποτύχει: «Θέλουμε μεταρρυθμίσεις με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης» έλεγε η ελληνική αντιπροσωπεία. «Η διατύπωση δεν γίνεται αποδεκτή. It is too political» απαντούσαν οι συνομιλητές της. Το ίδιο συνέβη και με τις λέξεις «ανθρωπιστική κρίση» –και αυτές πολιτικοποιούσαν τη συζήτηση. «Οι επιλογές μας ήταν τρεις: συνέχιση της υποταγής, ανεξέλεγκτη ρήξη, αναγνώριση της ισοτιμίας και της ανεξαρτησίας μας μέσα από μια νέα συμφωνία» σημειώνει ανώτατη κυβερνητική πηγή.
Οι περισσότεροι πολιτικοί και οι τεχνοκράτες της Ευρώπης είδαν μια «κυβέρνηση ερασιτεχνών», η οποία πήγε να διαπραγματευθεί απροετοίμαστη και αδιάβαστη ακόμη και στα βασικά στοιχεία του Μνημονίου που ο υπουργός Οικονομικών αποδεχόταν σε ποσοστό 70%. Η συνεργασία των τεχνικών κλιμακίων στις Βρυξέλλες, όπου είχαν παραμείνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο πρόεδρος του ΣΟΕ Γιώργος Χουλιαράκης, είχε βαλτώσει και αυξάνονταν οι υποψίες μήπως αυτή η προσπάθεια δεν ήταν ειλικρινής αλλά ένα παρελκυστικό κόλπο. Το γεωπολιτικό χαρτί, το οποίο τραβά διπλωματικά άκομψα ο κ. Τσίπρας, δεν προκαλεί ανησυχία αλλά εκλαμβάνεται ως κίνηση πανικού από τους Ευρωπαίους, παρότι είναι γνωστή η θέση των ΗΠΑ πως η Ελλάδα δεν θα πρέπει να αποσταθεροποιηθεί.
Βιτριολικά σχόλια
Η Ευρώπη «πυροβολεί» τον Γιάνη Βαρουφάκη
Το κακό κλίμα μετά το Eurogroup δεν άργησε να αποτυπωθεί και στα ξένα μέσα ενημέρωσης. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης μετατράπηκε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από εκκεντρικός οικονομολόγος, στην αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης, τροφοδοτώντας ο ίδιος την εναντίον του κριτική. «Νάρκισσος και αλαζόνας», «έχει καταφέρει να τους ενώσει όλους εναντίον του, πρόκειται για κατόρθωμα», «κομμουνιστής με Burberry», «οι λαϊκιστές καταφεύγουν σε περιθωριακούς οικονομολόγους που αποκαλούνται «εναλλακτικοί». Αλλά οι περισσότεροι είναι άσχετοι και νομίζουν ότι ξέρουν. Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι ένας από αυτούς». Η κριτική άγγιζε τον διασυρμό –λέγεται ότι υπουργός της ευρωζώνης διερωτάτο: «Γιατί να κάνουμε Eurogroup; Για να ακούσουμε τον Βαρουφάκη να μας εξηγεί πώς λειτουργεί ο κόσμος;». Το Μέγαρο Μαξίμου αναγκάστηκε να στηρίξει τον υπουργό την παραμονή της μετάβασής του στο Eurogroup (16 Φεβρουαρίου). «Δημοσιεύματα επιχειρούν να υπονομεύσουν το κύρος του έλληνα υπουργού Οικονομικών. Κατανοητό, αφού για πρώτη φορά συναντούν έναν υπουργό που τους φέρεται ισότιμα. Μάλλον δεν έχουν καταλάβει κάποιοι ότι δεν έχουν, πλέον, να κάνουν με κυβέρνηση εντολοδόχων» έλεγε η ανακοίνωση.
Μικρό το όφελος. Στις 17 Φεβρουαρίου, ο κ. Σόιμπλε επιφύλαξε το πιο βιτριολικό σχόλιο για τον ομόλογό του. «Γιατί ο Γιάνης Βαρουφάκης να μην έχει διαφορετική άποψη; Είναι διάσημος οικονομολόγος και ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να υπάρχουν πιο σημαντικές επιτυχίες στην Ευρώπη. Φαίνεται ότι στο Eurogroup και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχουμε τόσο καλούς οικονομολόγους. Ο,τι μπορέσαμε κάναμε» είπε.
Ακολούθησαν χιουμοριστικά κείμενα και βίντεο τα οποία, σε συνδυασμό με δηλώσεις του τύπου «οι Ελληνες δεν χρειάζονται χρήματα και δουλειές αλλά αξιοπρέπεια», «δεν βλέπω καν την εικόνα μου στην τηλεόραση για να εγκλωβιστώ σε αυτήν. Εχω πει στη σύζυγό μου αν ξεφύγω να με βγάλει από την πρίζα», έχουν υπονομεύσει το κύρος του. Το ερώτημα που διατυπώνεται από όλο και περισσότερους είναι πόσο καιρό ακόμα θα παραμείνει στη θέση του, μετά και την προειδοποίηση του Πρωθυπουργού για «λιγότερα συνθήματα και πιο πολύ δουλειά».


Διαπραγμάτευση
Η στήριξη του Γιούνκερ και η «βοήθεια» της Μέρκελ

Στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους εταίρους δύο πολιτικοί έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος πήρε πάνω του το παιχνίδι όταν ναυάγησε και το δεύτερο Eurogroup, συνομιλώντας συνεχώς, απευθείας με τον κ. Τσίπρα προκειμένου να υπάρξει ένα αποδεκτό αίτημα παράτασης, αλλά και με όλους τους σημαντικούς παράγοντες της ευρωζώνης.
Η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία στις 19 Φεβρουαρίου, λίγο πριν κλείσει η συμφωνία, είχε συνομιλία 50 λεπτών με τον κ. Τσίπρα. «Δεν έχετε πολύ χρόνο στη διάθεσή σας και η Γερμανία δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει κάτι για αυτό» μετέδωσε το Βloomberg ότι είπε η γερμανίδα καγκελάριος. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, η κυρία Μέρκελ δεν ήθελε να τρομοκρατήσει τον συνομιλητή της. Αντιθέτως, του εξήγησε ποια είναι τα προβλήματα που έχει η δική της κυβέρνηση με την Αθήνα (μονομερείς ενέργειες, ιδιωτικοποιήσεις, κλειστά επαγγέλματα κ.ά.) και του δήλωσε ότι στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της διαπλοκής θα έχει τη στήριξή της σε πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο. Επίσης, του ζήτησε να συνεργαστεί η ελληνική πλευρά με τους θεσμούς και να καταρτίσουν αιτιολογημένους πίνακες βάσει του προηγούμενου προγράμματος, με όσα δέχεται, με όσα απορρίπτει και με όσα δεν έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει. Αυτό ενδεχομένως να βοηθήσει τον κ. Τσίπρα στην προσπάθειά του να ηρεμήσει το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της ΚΟ του.

«Η συμφωνία που έγινε είναι μακριά από αυτό που θα θέλαμε και θα μας άρεσε. Πρέπει όμως να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση για τις συνθήκες που αντιμετωπίσαμε, κάποιοι μας ήθελαν γονατισμένους και καταφέραμε να γίνουμε συνδιαμορφωτές ενός ελληνικού προγράμματος – γέφυρα»
σημειώνει υπουργός που μετείχε στη διαπραγμάτευση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ