Η συμφωνία της περασμένης Παρασκευής στο Eurogroup των Βρυξελλών υπήρξε μία μάχη δύσκολη, με πολλές κρυμμένες πτυχές – οι περισσότερες εκ των οποίων δεν θα αποκαλυφθούν σύντομα. Ωστόσο, οι έμπειροι παρατηρητές των κοινοτικών διαδικασιών σημείωναν τις τελευταίες ώρες ότι αυτό που βασικά επιβεβαιώθηκε είναι ότι το μοντέλο διαχείρισης κρίσεων που διαμορφώθηκε από το 2010 και μετά παρέμεινε απαράλλαχτο.

Τα κράτη – μέλη και οι κυβερνήσεις τους λαμβάνουν τις αποφάσεις όπως εκείνα κρίνουν ενώ οι θεσμοί λειτουργούν υποβοηθητικά. Αυτό είναι η απάντηση σε όσους – και εντός της κυβέρνησης – πίστευαν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να μεταβάλει τις ισορροπίες προς όφελος της Αθήνας, μία αυταπάτη στην οποία είχε πέσει και η κυβέρνηση Σαμαρά. Οι μάχες δίνονται και κερδίζονται ή χάνονται σε διακυβερνητικό επίπεδο. Πρόκειται για μία σκληρή αλήθεια που προς το παρόν είναι αδιαμφσβήτητη «και δύσκολα θα αλλάξει στο προσεχές μέλλον» λέει κοινοτική πηγή.

Ο Σόιμπλε, η Μέρκελ και ο ρόλος του Παρισιού

Αναμφίβολα, το σημείο που κυριαρχεί σε όλες τις αναλύσεις είναι η αντιπαράθεση της Αθήνας με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο γηραιός γερμανός υπουργός Οικονομικών εμφανίστηκε για άλλη μία φορά πολύ σκληρός απέναντι σε μία ελληνική κυβέρνηση. Η στάση είχε πολιτικά όσο και προσωπικά χαρακτηριστικά τονίζει ενημερωμένη πηγή. Εξαρχής άλλωστε η χημεία του με τον έλληνα ομόλογό του δεν ήταν η καλύτερη. Άνθρωπος που επί πολλούς μήνες λειτούργησε ως δίαυλος Βερολίνου – ΣΥ.ΡΙΖ.Α είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον Γιάνη Βαρουφάκη (σσ. η επιλογή του οποίου ήταν έκπληξη για τους Γερμανούς), τρώγοντας μαζί του το βράδυ πριν τη συνάντηση Σόιμπλε – Βαρουφάκη στη γερμανική πρωτεύουσα. Οι συμβουλές δεν εισακούστηκαν. Και προφανώς, τα όσα έγιναν στα Eurogroup που ακολούθησαν, δεν βοήθησαν…

Σύμφωνα με μία γραμμή πληροφόρησης, ο 73χρονος Σόιμπλε ήθελε να πιέσει την κατάσταση στα άκρα ώστε από την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου να επιβληθούν έλεγχοι κεφαλαίων στην Ελλάδα και αυτή να υποκύψει αμαχητί. Το ζήτημα εδώ, σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές, είναι ότι το ζήτημα του ελέγχου κεφαλαίων είχε τεθεί επί τάπητος εκ των πραγμάτων και βρισκόταν στους υπολογισμούς όλων των θεσμικών παραγόντων που εμπλέκονταν στο ελληνικό πρόβλημα, ακόμη και του ΔΝΤ ή της ΕΚΤ (παρά τη φυσιολογική διάψευση από τη Φραγκφούρτη των σχετικών πληροφοριών που είδαν το φως της δημοσιότητας). «Οι εκροές από τις τράπεζες ήταν απλά πολύ μεγάλες» σημειώνει πηγή από τη Φραγκφούρτη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι στο Βερολίνο υπήρχε στοίχιση πίσω από την πολύ σκληρή γραμμή Σόιμπλε. Έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών είχαν φτάσει στα όριά τους με την Ελλάδα και ότι τα σενάρια περί της εξόδου από την ευρωζώνη είχαν βγει από τα συρτάρια για πρώτη φορά από το 2012. Η στάση Σόιμπλε εξόργισε όμως τους συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες. «Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ “κάπνιζαν από τα αυτιά” μετά την άμεση απόρριψη του ελληνικού αιτήματος παράτασης από τον Σόιμπλε» τόνιζε την Κυριακή στο «Βήμα» πηγή από το Βερολίνο που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις.

Ωστόσο, το τηλεφώνημα της Άνγκελα Μέρκελ στον Αλέξη Τσίπρα επέτρεψε να μην κοπούν οι γέφυρες. «Ήταν μία συζήτηση σε ήρεμο κλίμα και πλήρως αποϊδεολογικοποιημένη» ήταν η φράση που χρησιμοποίησε πηγή με γνώση του περιεχομένου της για συνομιλίας να περιγράψει τα όσα ειπώθηκαν. Η γερμανίδα καγκελάριος ξεκαθάρισε στον έλληνα Πρωθυπουργό ότι η συμφωνία με τους εταίρους θα πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένη, σε τεχνικό επίπεδο, ώστε να μπορέσουν οι δύο πλευρές να περάσουν στην επόμενη φάση, κάτι που ήταν «τόσο αναγκαίο όσο και εφικτό». Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι η Μέρκελ «κρεμούσε» τον Σόιμπλε, καθώς δημοσίως τον είχε πλήρως καλύψει ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Η έμφαση της Μέρκελ στην αναζήτηση των κρίσιμων τεχνικών λεπτομερειών που θα επέτρεπαν στη Γερμανία να δεχθεί μία συμφωνία είχε να κάνει, κυρίως, με το γεγονός ότι οι παρουσιάσεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη στα Eurogroup της 11ης και της 16ης Φεβρουαρίου είχαν κριθεί ανεπαρκείς και υπερβολικά γενικόλογες. Γερμανοί αλλά και γάλλοι αξιωματούχοι τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι με τη μορφή αυτή δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο στους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, για τη στάση των οποίων έχει γίνει πολύς λόγος. Ειδικά για τους Ισπανούς, μοιάζει δύσκολο μία χώρα της οποίας ο υπουργός Οικονομικών έχει επιλεγεί ως ο επόμενος πρόεδρος του Eurogroup να ακολουθήσει ήπια στάση…

Ακόμη και η Γαλλία είχε τους λόγους της να είναι επιφυλακτική, εξ’ ου και παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση αναφέρεται στην υποστήριξη που φέρεται να έλαβε ο κ. Τσίπρας από τον Φρανσουά Ολάντ κατά τις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν, ο Μισέλ Σαπέν απέφυγε να εκτεθεί δημοσίως ως υποστηρικτής των ελληνικών θέσεων. Αναμφίβολα, το Παρίσι θέλει να υπάρξει μία μεταβολή πολιτικής με λιγότερη λιτότητα – ακόμη όμως δεν έχει στα χέρια του τα χαρτιά εκείνα που θα του επιτρέψουν να ρισκάρει στην ευρωπαϊκή παρτίδα.

Οι λόγοι της γαλλικής επιφυλακτικότητος δεν είναι αμελητέοι. Κατ’ αρχήν, η κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς πέρασε δύσκολες στιγμές για την έγκριση του «Νόμου Μακρόν» για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί χαλαρή στο Eurogroup. Δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί λοιπόν υπερβολικά χαλαρή. Δεύτερον, πολλοί στο Παρίσι είχαν ενοχληθεί από την κίνηση του κ. Βαρουφάκη να αναφερθεί, μετά το ναυάγιο του Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, στις παρασκηνιακές κινήσεις και το «έγγραφο Μοσκοβισί» χωρίς μάλιστα να έχει ενημερώσει τον γάλλο επίτροπο – κάτι που προκάλεσε αρκετά προβλήματα. Και, τρίτον, το Παρίσι θέλει να τηρήσει ισορροπίες ενόψει Μαρτίου όταν ο γαλλικός προϋπολογισμός θα τεθεί και πάλι υπό το μικροσκόπιο της Κομισιόν και ίσως χρειαστεί πάλι η γερμανική συνδρομή έναντι πιθανών κυρώσεων.

Οι ισορροπίες του Eurogroup

Οι ισορροπίες πάντως στο Eurogroup αποδεικνύονται πάντα δύσκολες. Ο ολλανδός υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ήξερε ότι δεν άντεχε μία τρίτη συνάντηση σε 10 ημέρες χωρίς λύση για αυτό και πίεσε για αυτή. Για τον σκοπό αυτό παρέκαμψε τον κ. Βαρουφάκη και μίλησε απευθείας με τον Αλέξη Τσίπρα, ώστε να αποφευχθεί μία επανάληψη αυτού που συνέβη στις 16 Φεβρουαρίου.

Ο πυρήνας των «σκληρών» με επίκεντρο τη Γερμανία και την Ολλανδία, αλλά επίσης τη Φιλανδία και την Αυστρία, μαζί με τις Ισπανία, Πορτογαλία και (λιγότερο) την Ιρλανδία, όπως και τις βαλτικές χώρες (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) υπήρξε το βασικό εμπόδιο για μία συμφωνία. Η Γαλλία και η Ιταλία στάθηκαν διακριτικά στο πλευρό της Αθήνας, όπως επίσης η Κύπρος, είναι όμως σαφές ότι μέτωπο του Νότου δεν υπήρξε. Οι Ιταλοί θα μπορούσαν να είναι ίσως πιο υποστηρικτικοί, αλλά η δήλωση περί του ιταλικού χρέους δεν ήταν η καλύτερη γέφυρα συνεννόησης. Σε γενικές γραμμές πάντως γίνεται παραδεκτό ότι τα βασικά σημεία των γερμανικών στόχων υιοθετήθηκαν.

Ήταν οι συνθήκες που ευνόησαν μία συμφωνία και όχι τόσο μία ξεκάθαρη απομόνωση Σόιμπλε. Ουδείς ήθελε στην παρούσα συγκυρία να ανοίξει πάλι ζήτημα Grexit , καθώς έχει επικρατήσει σχετική ηρεμία στις αγορές, ενώ παράλληλα, οι αμερικανικές πιέσεις για λύση υπήρξαν ισχυρές. Αλλά και οι γεωπολιτικές ανησυχίες λόγω της μαινόμενης ρωσοουκρανικής κρίσης λειτούργησαν αποτρεπτικά ώστε «να χυθεί αίμα», καθώς η Άνγκελα Μέρκελ αλλά και ο Φρανσουά Ολάντ προσπαθούν να βρουν τρόπους διαχείρισης της συμπεριφοράς του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Τα επόμενα βήματα

Το κρίσιμο ερώτημα είναι φυσικά τι θα γίνει από εδώ και στο εξής. Μία σειρά ζητημάτων είναι ασαφή, σκοπίμως ή όχι θα αποδειχθεί με τον καιρό. Αν όλα πάνε ομαλά και ο ελληνικός κατάλογος μεταρρυθμίσεων εγκριθεί χωρίς δυσκολίες μέσω τηλεδιάσκεψης την Τρίτη – χωρίς δηλαδή να χρειαστεί νέα σύγκληση του Eurogroup – τότε το επόμενο βήμα θα είναι η έγκριση της συμφωνίας της 20ης φεβρουαρίου από τα κοινοβούλια της Γερμανίας, της Φιλανδίας, της Ολλανδίας και της Εσθονίας, χώρες στις οποίες η σχετική διαδικασία είναι υποχρεωτική.

Μείζον θέμα αποτελεί βέβαια τι θα συμβεί από σήμερα μέχρι και τα τέλη Απριλίου που είναι το απώτατο όριο για την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος είναι μήνες εντός των οποίων πρέπει να καταβληθούν χρήματα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και να καταβληθούν κι άλλα χρέη, ενώ παράλληλα θα τρέχουν οι υποχρεώσεις του κρατικού προϋπολογισμού.

Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου δεν περιλαμβάνει καμία λεπτομέρεια για το πως θα καλυφθούν πιθανά χρηματοδοτικά προβλήματα, από τη στιγμή μάλιστα που τόσο τα χρήματα της τρέχουσας αξιολόγησης όσο και η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα έχουν συνδεθεί με την ολολήρωση της αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξειδικεύσει το ταχύτερο τη λίστα μεταρρυθμίσεων πολύ πριν από τα τέλη Απριλίου, ώστε να επισπευστεί η επιστροφή των θεσμών (σσ. τρόικας) και να κερδηθεί χρόνος.

Τέλος, είναι ξεκάθαρο ότι η τετράμηνη παράταση έχει σαφή πολιτική διάσταση. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο υπάρχουν μεγάλες λήξεις ομολόγων της ΕΚΤ, άρα και ο μοχλός πίεσης θα είναι μεγαλύτερος, ίσως και ισχυρότερος. Πολλά ξένα funds έχουν ήδη στρέψει τα μάτια τους σε εκείνες τις ημερομηνίες, προετοιμαζόμενα για όλα τα δυνατά – και αδύνατα – σενάρια… Το ορόσημο του Ιουνίου μπορεί να κρύβει παγίδες απρόβλεπτες. Από ορισμένες πλευρές μάλιστα επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα βρεθεί τότε αντιμέτωπη μόνο με το ελληνικό πρόβλημα, αλλά και με το βρετανικό (σσ. θα έχουν προηγηθεί οι εκλογές του Μαϊου στη «γηραιά αλβιώνα»). Ίσως τότε η ΕΕ να πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο ξανά το φάσμα ενός Grexit, αν η κατάσταση δεν βελτιωθεί, αλλά και ενός Brexit – με επιπτώσεις ανυπολόγιστες…