Ο Νίκος Κοτζιάς, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, είναι μια προσωπικότητα που δεν περνάει απαρατήρητη. Αναμφισβήτητα χαρισματικός, κατά ορισμένους εμμονικός ή αλαζονικός, αλλά σίγουρα άνθρωπος που μάχεται (ή και στρατεύεται) μέχρι τέλους για αυτό που πιστεύει, ο νέος ένοικος του νεοκλασικού κτιρίου της Βασιλίσσης Σοφίας έχει φανατικούς φίλους και ορκισμένους εχθρούς. Τούτο δεν είναι φαινόμενο τωρινό. Υπάρχει από την εποχή που ο 65χρονος σήμερα κ. Κοτζιάς διατελούσε παντοδύναμο στέλεχος του ΚΚΕ –προτού αποφασίσει ο ίδιος να ακολουθήσει άλλες προσωπικές και επαγγελματικές διαδρομές.
Η τοποθέτηση Κοτζιά στη θέση του επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας ίσως να περνούσε χαμηλά στους τίτλους των μέσων ενημέρωσης αν δεν μεσολαβούσαν όσα συνέβησαν εν όψει του εκτάκτου Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η μη συναίνεση της κυβέρνησης στη Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων για την κρίση Ρωσίας – Ουκρανίας και η τοποθέτηση του νέου υπουργού κατά την παράδοση – παραλαβή με τον Ευάγγελο Βενιζέλο ανέβασαν τους τόνους, με τον κ. Κοτζιά να τονίζει: «Οποιος νομίζει ότι στο όνομα του χρέους η Ελλάδα θα παραιτηθεί από την κυριαρχία της και από την ενεργητική, δραστήρια συμβολή της στην ευρωπαϊκή πολιτική κάνει λάθος».
Η τοποθέτησή του ερμηνεύθηκε από διάφορες πλευρές ως ξεκάθαρη στροφή της νέας κυβέρνησης προς μια φιλικότερη στάση προς τη Μόσχα. Οι θετικές αναφορές στον ρωσικό Τύπο ενίσχυσαν αυτή την άποψη, ενώ αγγλοσαξονικά μέσα ενημέρωσης όπως οι «Financial Times» και η «Wall Street Journal» τον παρουσίασαν ως ρωσόφιλο που είναι έτοιμος να παίξει το παιχνίδι της Μόσχας εντός ΕΕ –υποχρεώνοντας το υπουργείο Εξωτερικών να βγάλει και δήλωση διάψευσης.
Η ΚΝΕ και το «βρώμικο ’89»


Στο μυαλό των περισσοτέρων ο νέος υπουργός Εξωτερικών έχει ταυτιστεί, καλώς ή κακώς, με δύο πράγματα. Κατ’ αρχάς, με τη θητεία του ως επικεφαλής της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΚΕ, όταν στην ηγεσία του κόμματος βρισκόταν ο Χαρίλαος Φλωράκης. Και κατά δεύτερον, με την παρουσία στο υπουργείο Εξωτερικών υπό την ιδιότητα του στενού συμβούλου του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ο μετέπειτα πρόεδρος του ΠαΣοΚ και πρωθυπουργός ηγήθηκε του υπουργείου την περίοδο 1999-2003.
Απόφοιτος της Σχολής Μωραΐτη, ο κ. Κοτζιάς υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ΚΝΕ. Κατά τη διάρκεια της χούντας καταδικάστηκε δύο φορές από στρατοδικείο αλλά τελικά κατάφερε να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Γκίσεν Οικονομικές Επιστήμες, Πολιτική, Φιλοσοφία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.
Η άνοδός του στο κομματικό στερέωμα του ΚΚΕ ξεκίνησε μετά την πτώση της δικτατορίας. Αρχικά στην ΚΝΕ και μετά στο κόμμα ο Κοτζιάς θα πρωτοστατήσει το 1977 στη μεγάλη απεργία της ΛΑΡΚΟ, γραμματέας της οργάνωσης περιοχής Στερεάς Ελλάδος – Εύβοιας.
Η τοποθέτησή του στην Ιδεολογική Επιτροπή τού έδωσε το προσωνύμιο «ο θεωρητικός του ΚΚΕ». Σε ιδιωτικές συνομιλίες τους παλαιά στελέχη του κόμματος παραδέχονται ακόμη και σήμερα ότι η θεωρητική του κατάρτιση στον μαρξισμό – λενινισμό ήταν μοναδική. Οι αντίπαλοί του τού προσάπτουν ότι στο πλαίσιο της συμμόρφωσης στη «σκληρή γραμμή» δεν δίστασε να υπερασπιστεί ακόμη και τον στρατιωτικό νόμο του στρατηγού Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία το 1981 στο βιβλίο του με τίτλο Η Πολωνία και εμείς: Διαπιστώσεις και προοπτικές.
Ο μεγάλος του αντίπαλος μέσα στο ΚΚΕ, ιδιαίτερα από το 1985 και μετά, υπήρξε ο Μίμης Ανδρουλάκης. Ο Κοτζιάς, ως επικεφαλής της «αριστερής πτέρυγας», συγκρούστηκε σφοδρά με τον επικεφαλής της ανανεωτικής πτέρυγας Ανδρουλάκη καθώς η εισαγωγή της περεστρόικα από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ενωση έδειχνε ότι άρχιζε να φυσά άλλος αέρας στο Ανατολικό Μπλοκ.
Η μείζων σύγκρουση συντελέστηκε μετά το κοινό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ το οποίο άνοιξε τον δρόμο όχι μόνο για τη γεφύρωση του ιστορικού χάσματος ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά και για τη δημιουργία του Συνασπισμού. Η συνεργασία του Συνασπισμού με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην κυβέρνηση Τζαννετάκη οδήγησε τον Κοτζιά (που μιλούσε για «δεξιά παρέκκλιση») στην έξοδο μαζί με άλλα στελέχη της «αριστερής πτέρυγας», όπως η σημερινή αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη.
Από την είσοδο στο ΥΠΕΞ στο αντι-μνημόνιο


Το 1992 ο κ. Κοτζιάς δίνει εξετάσεις και προσλαμβάνεται στο υπουργείο Εξωτερικών ως εμπειρογνώμονας. Θα παραμείνει εκεί ως και το 2008, όταν αποχώρησε με τον βαθμό του πρεσβευτή. Το 1996 θα βρεθεί για πρώτη φορά στο πλευρό του Γ. Παπανδρέου που έχει αναλάβει αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Σημίτη. Το 1999 ο κ. Παπανδρέου θα αναβαθμιστεί σε υπουργό και ο Κοτζιάς θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή.
Ο Παπανδρέου εκτίμησε πολύ τις ικανότητες του Κοτζιά. Για τον λόγο αυτόν ο τελευταίος διαδραμάτισε καίριο ρόλο σε όλες τις μεγάλες διαπραγματεύσεις της περιόδου εκείνης, κυρίως σε αυτές που οδήγησαν στη Συμφωνία του Ελσίνκι το 2002, που άνοιξε την πόρτα ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Παράλληλα ο Κοτζιάς θεωρείται από πολλούς ο θεωρητικός αρχιτέκτονας της ελληνοτουρκικής «βήμα προς βήμα» προσέγγισης που βασίστηκε ιδιαίτερα στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ορισμένοι δεν αποκλείουν μάλιστα αυτή η τακτική να επιστρέψει μαζί με την επιστροφή Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών.
Σημείο καμπής στις σχέσεις Κοτζιά – Παπανδρέου υπήρξε η εσωκομματική μάχη για την ηγεσία του ΠαΣοΚ το 2007. Τότε ο Κοτζιάς ανέλαβε να ενορχηστρώσει τη στρατηγική αντιμετώπισης του Ευάγγελου Βενιζέλου. Επρόκειτο για ειρωνεία της Ιστορίας καθώς ο Κοτζιάς είχε ως θεωρητικός του ΚΚΕ συγγράψει βιβλίο με τίτλο Ο τρίτος δρόμος του ΠαΣοΚ κατακρίνοντας τα θεωρητικά σχήματα που είχε χρησιμοποιήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η μάχη υπήρξε αδυσώπητη, όπως και η σύγκρουση του Κοτζιά με τον Βενιζέλο, τον οποίο ο πρώτος εξίσωνε συστηματικά με τη «διαπλοκή».
Μετά την επικράτηση Παπανδρέου ο Κοτζιάς ανέλαβε την ηγεσία του ΙΣΤΑΜΕ. Το 2009 όμως συγκρούστηκε με τον Παπανδρέου, όταν ο τότε πρωθυπουργός προτίμησε τον Δημήτρη Δρούτσα για το υπουργείο Εξωτερικών και πρότεινε στον Κοτζιά να είναι αναπληρωτής –κάτι που ο τελευταίος θεώρησε μειωτικό. Ο Κοτζιάς διαφώνησε σφόδρα με το Μνημόνιο, το οποίο κατήγγειλε σε σειρά άρθρων του. Ορισμένοι μάλιστα του προσάπτουν φιλικά σχόλια για τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, με τον οποίο είναι φίλοι από παιδιά. Ο κ. Κοτζιάς απορρίπτει κατηγορηματικά τα συνωμοσιολογικά σενάρια ότι υπήρξε και σύμβουλος του κ. Σαμαρά, ενώ οι «εχθροί» του επανέρχονται προβάλλοντας σχόλια στενών φίλων του προέδρου της ΝΔ όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος πολύ πρόσφατα σχολίασε πολύ θετικά την επιλογή Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ παλαιότερα τον είχε υπερασπιστεί και ως δικηγόρος.
Το 2013 ο κ. Κοτζιάς εξέδωσε το βιβλίο Αποικία χρέους: Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και γερμανική πρωτοκαθεδρία. Σε αυτό εξέτασε τη σχέση εξάρτησης της χώρας από τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες με όχημα το χρέος. Σε πρόσφατη μάλιστα συζήτηση στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» επικαλέστηκε τις συμβουλές του Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα για το πώς πρέπει ένας ηγέτης να χειριστεί μια χώρα που θέλει να κατακτήσει. Ο Μακιαβέλι λέει ότι η καταστροφή της χώρας ή η διοίκησή της από έναν ξένο ηγεμόνα είναι ασύμφορες επιλογές και η μόνη «ορθή» επιλογή είναι «να βάλεις κάποιους να κυβερνούν και να τους λες τι να κάνουν» –κάτι που σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα.
Ο Νίκος Κοτζιάς, ιδρυτής της κίνησης «Πράττω» που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ, φέρεται να είναι σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ήδη πριν από τις διπλές εκλογές του 2012. Μάλιστα ο κ. Τσίπρας φέρεται να του είχε πει ότι, αν κέρδιζε τον Ιούνιο του 2012, θα του προσέφερε από τότε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό δεν έγινε και ο Κοτζιάς έμεινε στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, όπου διδάσκει Διεθνείς Θεωρίες και δίνει έμφαση στις χώρες BRICs. Αυτό φυσικά δεν τον εμπόδισε να συνοδεύσει τον κ. Τσίπρα στο ταξίδι που ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε πραγματοποιήσει στη Μόσχα.
Από διάφορες πλευρές του ασκείται κριτική ότι είναι πολύ ρωσόφιλος και ότι διατηρεί σχέσεις με τον στενό σύμβουλο και θεωρητικό του Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Αλεξάντρ Ντούγκιν, έναν άνθρωπο ο οποίος είχε ανοίξει και δίαυλο επικοινωνίας με τη Χρυσή Αυγή. Ο Ντούγκιν, οπαδός της θεωρίας του «ευρασιατισμού» και θεωρούμενος στη Δύση ως εμφορούμενος από ακροδεξιές και αυταρχικές απόψεις, βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο Πειραιά για διάλεξη τον Απρίλιο του 2013, παρουσία του κ. Κοτζιά. Ωστόσο, ο υπουργός Εξωτερικών εξέδωσε σκληρή διάψευση εναντίον ξένων μέσων ενημέρωσης που έγραψαν ότι ήταν αυτός που προσκάλεσε τον κ. Ντούγκιν στην Ελλάδα.

Τα πρώτα κυβερνητικά δείγματα
Αλλαγή σελίδας και στις σχέσεις με τη Ρωσία

Τα τελευταία χρόνια οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν διάγουν την καλύτερη περίοδό τους. Μετά την «άνοιξη» των διμερών σχέσεων επί Κώστα Καραμανλή, όταν Αθήνα και Μόσχα αποφάσισαν να προωθήσουν κοινά σχέδια, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, επήλθε ένα «πάγωμα». Αυτό αποδόθηκε αρχικά στην «ατλαντική» αντίληψη για την εξωτερική πολιτική που είχε η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου και φυσικά στην απορρόφηση των ελληνικών ηγεσιών αυτής της περιόδου από την οικονομική κρίση, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια μονοδιάστατη ίσως στροφή προς την ΕΕ και τη Γερμανία.
Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι επιδιώκει να ακολουθήσει μια πιο ισορροπημένη πολιτική. Αυτό κατέστη σαφές ήδη από τα πρώτα κυβερνητικά δείγματα. Αυτά εκφράστηκαν κατά μείζονα λόγο από τη στάση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξήχθη σε κοινοτικό επίπεδο για τα επόμενα βήματα (κυρώσεις ή μη) έναντι της Ρωσίας με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο πρώτος ξένος πρέσβης που συναντήθηκε με τον Αλέξη Τσίπρα ήταν ο ρώσος πρεσβευτής Αντρέι Μασλόφ.
Είχε προηγηθεί η ενόχληση της Αθήνας για τον τρόπο χειρισμού της Δήλωσης των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων για την ουκρανική κρίση. Στον διεθνή Τύπο οι αντιδράσεις υπήρξαν έντονες, ιδιαίτερα για την πιθανότητα ενός ελληνικού βέτο επί νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας. Οικονομικές κυρώσεις όμως δεν αποφασίστηκαν και από την άποψη αυτή ο κ. Κοτζιάς πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος.
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών φαίνεται ότι έχει διαμορφωμένη άποψη για την πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων. Συμμετείχε άλλωστε στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα πριν από μερικούς μήνες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Κοτζιάς εντάσσει τις ελληνορωσικές σχέσεις στην ευρύτερη αντίληψη που έχει για το άνοιγμα που οφείλει η Αθήνα να κάνει προς τις χώρες BRICs και για να μπορεί να συνδιαμορφώνει την κοινοτική πολιτική.
Διπλωματικοί κύκλοι τονίζουν ότι η Αθήνα προσπαθούσε μεν να τηρήσει ίσες αποστάσεις έναντι της Ρωσίας με αφορμή την ουκρανική κρίση, αλλά δεν φρόντισε να καλλιεργήσει επαρκώς τις επαφές με τη Μόσχα. Οι ίδιοι κύκλοι επιμένουν ότι με την Ελλάδα να ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2014 θα μπορούσαν να αναληφθούν γεφυρωτικές πρωτοβουλίες, κάτι που δεν έγινε.
Η πραγματικότητα είναι βέβαια ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν υπήρξαν ποτέ προβλέψιμες. Και τούτο για μια σειρά λόγους. Η Αθήνα σχεδόν πάντα επεδίωκε, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, να διατηρεί μια σχέση ισορροπίας με τη Μόσχα. Η Ελλάδα είναι ένα από τα ελάχιστα κράτη-μέλη της Συμμαχίας που διατηρούν ρωσικά οπλικά συστήματα (όπως οι S-300 και οι Tor M-1).
Από την άλλη πλευρά, το Κρεμλίνο επιθυμεί να έχει στενή επαφή με ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ελλάδα ώστε είτε να πωλεί οπλικά συστήματα είτε να διατηρεί προνομιακές εμπορικές σχέσεις. Το «φιάσκο» πάντως με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, όπου κατόπιν ασφυκτικών ευρωπαϊκών και αμερικανικών πιέσεων δεν προχώρησε η εξαγορά της από τη ρωσική Gazprom, έριξε «αλάτι» στις πληγές.
Η Ρωσία θα ήθελε να συμμετάσχει σε πιθανές ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα και έχει καταστήσει σαφές το ενδιαφέρον της για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Ωστόσο, πριν από όλα απαιτείται μια πολιτική επανεκκίνηση των σχέσεων. Αυτή θα μπορούσε να γίνει εφόσον ο κ. Κοτζιάς επισκεφθεί τη Μόσχα, καθώς ο ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Λαβρόφ είχε απευθύνει σχετική πρόσκληση προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο για τα τέλη Ιανουαρίου –επίσκεψη που δεν έγινε λόγω εκλογών. Ωστόσο, ευρωπαίοι διπλωμάτες τόνιζαν ότι θα ήταν αυταπάτη να πιστεύει η Αθήνα ότι θα μπορούσε να παίξει το «ρωσικό χαρτί» για να εκβιάσει παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ