Στη σκιά της έντασης που προκλήθηκε με αφορμή το θέμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναγνωριστική συνάντηση του Πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα με ευρωπαίο αξιωματούχο, τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς.
Το ότι υπήρξαν στιγμές έντασης κατά τη διάρκεια της δίωρης συνάντησης μεταξύ των δύο στο Μέγαρο Μαξίμου, δεν έμεινε κρυφό, καθώς αναφέρθηκε σε αυτές και ο ίδιος ο κ. Σουλτς στις δημόσιες δηλώσεις του, χαρακτηρίζοντας την συζήτηση «κουραστική».
Στο πλαίσιο αυτό χαρακτηριστικές ήταν οι επισημάνσεις του: «Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι σε ανοικτές, δημόσιες συζητήσεις στην Ευρώπη, υπάρχει κάποιος φόβος ότι «ο Τσίπρας θα ακολουθήσει μόνος του το δικό του δρόμο». Εγώ, σήμερα, διαπίστωσα ότι αυτό δεν ισχύει. Η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα προτίθεται να καταθέσει προτάσεις και να γίνουν συζητήσεις επί των προτάσεων αυτών», τόνισε ο κ. Σουλτς και συμπλήρωσε λίγη ώρα αργότερα: «ελπίζω η υπέροχη χώρα σας να παραμείνει στην ευρωπαϊκή πορεία που ήταν ανέκαθεν».
Η ελληνική θέση στο θέμα των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας επέδρασε πάντως καταλυτικά στην συνάντηση, αν και μετά το πέρας της ο κ. Σουλτς δήλωσε εμμέσως ικανοποιημένος για τις διευκρινίσεις που δόθηκαν. «Σας είμαι ευγνώμων για το ότι μου παρουσιάσατε τη δική σας άποψη. Και όσον αφορά αυτό το θέμα, η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να δρομολογήσει διάλογο με τους εταίρους της», ανέφερε σχετικά ο κ. Σουλτς.
Σε ό,τι αφορά τα καυτά ζητήματα της διαπραγμάτευσης που επιδιώκει η κυβέρνηση, οι δύο πλευρές – αν και ο κ. Σουλτς δεν έχει αρμοδιότητα για το ζήτημα – βρήκαν σημείο τομής στο θέμα της πάταξης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς.
Και αξιοσημείωτη σε αυτό το πεδίο ήταν η αίσθηση που μετέφεραν πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, λέγοντας: «υπήρξε συμφωνία στο ότι απαιτείται χρόνος για να γίνει η διαβούλευση».
Σαφές είναι ότι το σημείο το οποίο προτάσσει η κυβέρνηση και ακούν με ενδιαφέρον οι διεθνείς συνομιλητές της, είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς.
Παραμένει ωστόσο να διαφανεί στις συναντήσεις που θα έχουν την Παρασκευή ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης με τον επικεφαλής του eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, κατά πόσον τέτοιου είδους προτάσεις είναι επαρκείς ως βάση διαπραγμάτευσης, όπως την επιθυμεί η κυβέρνηση.
Στο βαθμό που η συζήτηση μεταξύ του Πρωθυπουργού και του Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου κινήθηκε εντός ενός μέρους του ελληνικού σχεδίου διαπραγμάτευσης (όσα δηλαδή εμφανίζεται να διεκδικεί η ελληνική πλευρά), τα ζητήματα που τέθηκαν ήταν:
– η πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και η θέσπιση ενός φορολογικού συστήματος με βάση το περιουσιολόγιο
– η βούληση της Αθήνας να καταρτίσει πρωτογενώς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ζητώντας όμως την αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2020
– η χρηματοδότηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης μέσω ενός επενδυτικού new deal, συμπλρωματικού προς το «πακέτο Γιούνκερ», του αναπροσανατολισμού των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και η εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από τον στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Λίγες ώρες μετά την συνάντησή του με τον Αλ. Τσίπρα ο Μ. Σούλτς έκανε λόγο για «αρκετές διαφωνίες και πολλά ερωτήματα» σε συνέντευξη που παραχώρησε στην τηλεόραση του Σκάι.