Με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς πραγματοποιείται στο Μέγαρο μαξίμου η «επίσημη πρώτη» του Αλέξη Τσίπρα στις επαφές με κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας και ενόσω όλα τα βλέμματα παραμένουν καρφωμένα στην Ελλάδα.

Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου θα συναντηθεί επίσης με τον πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά (στις 16:30 στα κεντρικά γραφεία του κόμματος) και τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ Ευάγγελο Βενιζέλο (στις 19:00 στα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

Την επομένη της συνάντησης με τη νέα ελληνική ηγεσία ο Μάρτιν Σουλτς θα κατευθυνθεί στο Στρασβούργο για προγραμματισμένη συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, ενώ στην Αθήνα θα βρίσκεται την ίδια ημέρα ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ.

Ο Μάρτιν Σουλτς επισήμανε στο πρώτο του σχόλιο μετά την εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα ότι θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να βοηθήσει σε μια «αμοιβαία αποδεκτή βιώσιμη λύση».

Όσον αφορά τον Αλέξη Τσίπρα έχει δηλώσει ότι «είναι πραγματιστής», επισημαίνοντας πως «ξέρει καλά ότι πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και με τους εταίρους στην ευρωζώνη και στην ΕΕ».

Σύμφωνα με εκτιμήσεις πηγών του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Σουλτς θέλει να διαμορφώσει ιδίαν αντίληψη για τις θέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης και να τις μεταφέρει στο Βερολίνο.

Κείμενο του Σουλτς στο twιτter

«Όχι ελληνικό δράμα, όχι ελληνική δραχμή» έχει τίτλο το κείμενο που ανάρτησε την Τετάρτη στον προσωπικό λογαριασμό του στο Twitter και στο Linkedin o Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, μια μέρα πριν την επίσκεψή του στην Αθήνα, όπου θα συναντηθεί με τον Αλέξη Τσίπρα.

To πλήρες κείμενο έχει ως εξής:

«Τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών της περασμένης Κυριακής είχαν εκπλήξεις. Κάποιοι ίσως δεν περίμεναν αυτήν την ηχηρή νίκη του Αλέξη Τσίπρα. Επίσης έκπληξη προκάλεσαν κάποιες αντιδράσεις που ακολούθησαν τα νέα της νίκης. Ακόμα και άνθρωποι που είναι διαμετρικά αντίθετοι με το ΣΥΡΙΖΑ, όπως η γαλλική ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν και το κόμμα Ανεξαρτησίας του Η.Β., του Νάιτζελ Φάρατζ, ήταν έτοιμοι να πηδήξουν στο τρένο του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι ένα σημάδι του αναπόφευκτου τέλους της ΕΕ όπως την ξέρουμε.

Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές και τον ταχύ σχηματισμό της κυβέρνησης, σχόλια και ενθουσιασμοί πρέπει να κάνουν χώρο στη νηφαλιότητα και το ρεαλισμό. Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν: η διακυβέρνηση της χώρας και η ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών, προσεγγίζοντας παράλληλα τους Ευρωπαίους και τους διεθνείς εταίρους της Ελλάδας.
Τα προβλήματα της Ελλάδας δεν τελείωσαν την Κυριακή των εκλογών. Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει 1,7 φορές μεγαλύτερο από την οικονομία της χώρας. Η δημοσιονομική πίεση συνεχίζει να βαραίνει δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα των πολιτών και πολλές νομοταγείς και σκληρά εργαζόμενες οικογένειες υποφέρουν, ενώ ένας αριθμός σούπερ-πλουσίων έχει τη δυνατότητα να αψηφά τους κανόνες μέσω της φοροαπάτης και της φοροδιαφυγής.

Μεγάλο μέρος του διοικητικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος αγκομαχά, λόγω των πελατειακών σχέσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει τώρα να προτάξει την ευθύνη και την ηγεσία. Ένα μέρος της εκλογικής του επιτυχίας οφείλεται στο ότι ήταν άθικτος από την εξουσία και τις ευθύνες. Αυτό έκανε, την απλοϊκή, κάποιες φορές, ρητορική κατά της λιτότητας, του κατεστημένου και της τρόικας, τόσο πιστευτή και αποτελεσματική.

Όμως παρά τα «αντί» , ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κατά τη γνώμη μου ένα αντιευρωπαϊκό κόμμα. Γνωρίζω καλά τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Είναι ειλικρινής και χαρισματικός και πιστεύω ότι είναι ένας πραγματιστής πολιτικός.
Τον έχω συναντήσει στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα και έχουμε αναμετρηθεί ως υποψήφιοι για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εγώ ως υποψήφιος για τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και αυτός ως υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ένας αντιευρωπαϊστής δεν θα δεχόταν να διαγωνιστεί για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο απίθανη και αν ήταν η εκλογή του.

Την Κυριακή δεν υπήρξε ευρωπαϊκό δράμα για την Ελλάδα. Ο Τσίπρας δεν θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης και η ευρωζώνη δεν θα εξαναγκάσει την Ελλάδα να βγει έξω. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον κανενός. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Τσίπρας πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι για να επιτύχει πρέπει να βρει ένα συμβιβασμό τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας.

Η Ελλάδα είναι πολύ πιο σταθερή από ότι ήταν πριν από πέντε χρόνια. Η ωρίμανση του χρέους της έχει επιμηκυνθεί, οι πιστωτές είναι κυρίως θεσμικοί, η οικονομία προβλέπεται να μεγεθυνθεί κατά 2,9% το 2015 και 3,7% το 2016. Η ανεργία έχει πτωτική πορεία, το ίδιο και το χρέος. Ο πρωθυπουργός Τσίπρας πρέπει να επιταχύνει αυτές τις δυναμικές.

Αν η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ γίνει μια κυβέρνηση του «όχι σε όλα», τότε η ορμή του Τσίπρα θα είναι βραχύβια. Εάν όμως δεσμευθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα για να κάνει τη χώρα του δικαιότερη, εάν κάνει αξιόπιστες δεσμεύσεις και αν προχωρήσει στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων για να κάνει δυνατότερη την Ελλάδα και την ΕΕ, τότε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είναι με το μέρος του».


«Δεν μπορείς από τη μια πλευρά να απαιτείς από την Ευρώπη να δείξει ενότητα όταν πρόκειται για τη χώρα σου, όπως κάνει ο κ. Τσίπρας και μετά, ως πρώτη επίσημη ενέργεια, να σπας την κοινή ευρωπαϊκή γραμμή. Αυτό κατά την άποψή μου μακροπρόθεσμα δεν θα λειτουργήσει», δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, αναφερόμενος στην διαφοροποίηση της κυβέρνησης από την ανακοίνωση της ΕΕ για την Ρωσία.

Σουλτς: Είδα με φρίκη ότι η Ελλάδα εγκατέλειψε την κοινή γραμμή της ΕΕ για την Ρωσία

«Θέλω να το πω ανοιχτά, είδα με φρίκη ότι η Ελλάδα εγκατέλειψε σήμερα την κοινή θέση της ΕΕ για την Ρωσία. Πραγματικά εξεπλάγην», δήλωσε ο κ. Σουλτς στο δεύτερο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF και, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το τι θα συμβεί εάν η Ελλάδα μποϋκοτάρει στο Συμβούλιο τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας δήλωσε: «Πιστεύω ότι αυτό δεν γίνεται. Θα πρέπει να μιλήσουμε με τον κ. Τσίπρα και αυτό θα κάνω αύριο και πιστεύω ότι θα το κάνουν και άλλοι τις επόμενες μέρες. Η κυβέρνηση έχει αναλάβει εδώ και δύο μέρες, δεν πιστεύω ότι αυτή η κυβέρνηση είναι ακόμη ‘στις ράγες’, αλλά ακόμη ψάχνεται. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ταξιδεύω εκεί. Θέλω να μιλήσω με τον Αλέξη Τσίπρα και για το τι περιμένει εκείνος από την ΕΕ. Αλλά θα του πω επίσης τι περιμένουμε και εμείς από εκείνον. Και θα του πω αύριο ότι μοναχικοί δρόμοι στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν θα είναι αυτό που θα τον βοηθήσει».

Σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σημείωσε ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν ψήφισαν τον κ. Τσίπρα για να μποϋκοτάρει τις κυρώσεις. «Αυτό το θέμα δεν έπαιξε κανέναν ρόλο κατά την προεκλογική περίοδο. Οι Έλληνες έχουν εντελώς διαφορετικές έννοιες. Έννοιες για την καθημερινότητά τους, έννοιες για την παιδεία των παιδιών τους, για θέσεις εργασίας για τους νέους – υπάρχουν περιοχές όπου 50% των νέων είναι άνεργοι – , έχουν έννοιες για το εισόδημά τους, για τις συντάξεις τους.

Αυτά είναι τα θέματα για τα οποία θα έπρεπε να συζητήσουμε μαζί του», τόνισε και χαρακτήρισε την συζήτηση για το κούρεμα χρέους «τελείως περιττή» και «στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή πολύ πρόωρη». «Πολύ σημαντικότερο είναι το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να αποκτήσει περισσότερη οικονομική ανάπτυξη και για να αποκτήσουν εργασία οι νέοι. Για αυτά θέλω να συζητήσω αύριο μαζί του. Δεν έχω καμία όρεξη να μπω σε ιδεολογική αντιπαράθεση με μια κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία μόλις δύο μέρες. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ρεαλιστικές λύσεις. Αυτό θα του προτείνω», ανέφερε.

Κληθείς να σχολιάσει τον κυβερνητικό συνασπισμό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, ο κ. Σουλτς δήλωσε: «Πρέπει να πω ότι δεν εξεπλάγην απλώς, αλλά σοκαρίστηκα. Ο συνασπισμός ο οποίος σχηματίζεται στην Αθήνα θα ήταν σαν να συνασπιζόταν στην Γερμανία η Αριστερά (Die Linke) με την «Εναλλακτική για την Γερμανία»(AfD). Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι καλό για τη χώρα. Αν κοιτάξω προσεκτικά, πιστεύω ότι ο κοινός παρονομαστής των δύο κομμάτων, τα οποία κανονικά είναι ιδεολογικοί εχθροί, είναι η απόρριψη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Έχω την εντύπωση ότι αυτό θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σίγουρα σε εντάσεις εσωπολιτικά και μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Σίγουρα όμως δεν αποτελεί αποκλιμάκωση στις σχέσεις με τους εταίρους και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».