Τα πολλά τεχνικά στοιχεία και τα κρίσιμα ερωτήματα – κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης – που έμειναν αναπάντητα, χαρακτήρισαν την μακρά συζήτηση που είχε νωρίτερα την Πέμπτη αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον Αλ. Τσίπρα και με τη συμμετοχή των Ι. Δραγασάκη, Ευκλ. Τσακαλώτου και Π. Λαφαζάνη, με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ι. Στουρνάρα και συνεργάτες του.
Ισως πάντως το σημαντικότερο στοιχείο της συνάντησης να ήταν το κλίμα που επικράτησε (η διάρκειά της – μιάμιση ώρα – συνηγορεί υπέρ της εκτίμησης ότι το κλίμα ήταν καλό).
Η εξέλιξη αυτή πιθανώς να αποδειχθεί σημαντική στο μέλλον, καθώς μία αρμονική θεσμική σχέση μεταξύ αντιπολίτευσης και διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος, μακριά από τους υψηλούς τόνους και τις προσωπικές επιθέσεις που κυριάρχησαν όσο ο κ. Στουρνάρας ήταν υπουργός Οικονομικών, να αποτελέσει καθοριστικής σημασίας παράμετρο εν όψει της πολιτικής αντιπαράθεσης του προσεχούς τετράμηνου.
Παράγοντες που δεν συμμετείχαν στην συνάντηση εκτιμούν σε αυτό το πλαίσιο ότι με την συζήτηση της Πέμπτης, πιθανώς να κλείνει με θετικό τρόπο η εκκρεμότητα που είχε δημιουργηθεί με την επιφύλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά την παραμονή του κ. Στουρνάρα στην θέση του διοικητή, σε περίπτωση εκλογικής νίκης της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η κουβέντα εξελίχθηκε σύμφωνα με πληροφορίες σε εφ’ όλης της ύλης συζήτηση, με αναφορές σε πρόσφατους χειρισμούς της κυβέρνησης («έξοδος από το μνημόνιο» κλπ.), για τις οποίες τοποθετήθηκαν οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης, αλλά απέφυγε να μιλήσει ο κ. Στουρνάρας. Κυρίως συζητήθηκαν οι διαφορετικές εκδοχές για τους χειρισμούς και τις ενέργειες που απαιτούνται εφεξής, έπειτα και από την ολοκλήρωση των τεστ αντοχής των τραπεζών.
Το θέμα της διαχείρισης των κόκκινων δανείων και συνεπώς του τρόπου με τον οποίο θα αξιοποιηθούν τα 11,4 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τέθηκε εμφατικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέμειναν στην γνωστή άποψη, ότι τα χρήματα αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Υπό την έννοια αυτή, ο Αλ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του τάχθηκαν σαφώς κατά της εκδοχής που θέλει το ποσό να αξιοποιείται για διαγραφή μέρους του χρέους, ειδικώς δε από τη στιγμή που κάτι τέτοιο θα συνοδεύεται από μία νέα συμφωνία εποπτείας, έστω κι αν δεν ονομάζεται «μνημόνιο». Η λογική τους είναι ότι το ποσό αυτό ούτως ή άλλως έχει ήδη αποτελέσει βάση για την υπογραφή ενός μνημονίου και συνεπώς θα είναι από πολιτικής, ηθικής και οικονομικής άποψης τουλάχιστον παράδοξο να συμβεί το ίδιο στην παρούσα φάση.
Μοναδικό σημείο στο οποίο οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι υπήρξε μία συναντίληψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με την αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν η στενή διασύνδεση ύφεσης-ανεργίας-κόκκινων δανείων και πιο συγκεκριμένα: ότι όσο παρατείνεται η ύφεση και τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν υψηλά, τόσο αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια και παρατείνεται το πρόβλημα για τις τράπεζες και την οικονομία.