Την Τετάρτη το βράδυ, έπειτα από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, μεταδόθηκαν καθησυχαστικά μηνύματα και από τις δύο πλευρές. Είχε προηγηθεί η τρικυμία των spreads που προκάλεσε ζάλη στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. Η εικόνα της ηρεμίας ωστόσο κρύβει μια σκληρή διαπραγμάτευση με την τρόικα και την αγωνία της κυβέρνησης να βγει στο ξέφωτο, διασχίζοντας επτά κολασμένες εβδομάδες.
«Τίποτα δεν έχει κλείσει ακόμη»


Ο Πρωθυπουργός έθεσε ως ορόσημο για την ολοκλήρωση της προσπάθειας το τέλος Δεκεμβρίου. Από τις Βρυξέλλες όπου βρέθηκε για τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ δήλωσε: «Τίποτα δεν έχει κλείσει ακόμη. Συζητάμε με τους εταίρους μας την έξοδο από το Μνημόνιο με ασφάλεια και σύνεση. Το φως είναι ξεκάθαρο, αλλά θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε σε κάποιον βαθμό η ελάχιστη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος ταυτίζονται στην εκτίμηση ότι τον Φεβρουάριο, πριν από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα έχουν στα χέρια τους τελικό σχέδιο συμφωνίας για το χρέος με τους εταίρους. Φυσικά η συμφωνία δεν θα έχει κλείσει, καθώς η κυβέρνηση θέλει να έχει ανοιχτά διλήμματα για το ενδεχόμενο εκλογών και οι εταίροι έναν μοχλό πίεσης προς την επόμενη κυβέρνηση, ειδικά αν σχηματιστεί με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Βενιζέλος στις δηλώσεις του δεν απέκλεισε την πιθανότητα η τελική συμφωνία με τους εταίρους να τεθεί στην κρίση των πολιτών, οι οποίοι θα κληθούν να απαντήσουν στο δίλημμα «εάν αποδέχονται και στηρίζουν την ολοκληρωμένη, συμφωνημένη και ασφαλή λύση ή εάν θα αποδεχθούν μια περιπέτεια και μια πορεία στο άγνωστο».
Αυτό που πέρασε ασχολίαστο ήταν η αναφορά του ότι «ξέρουμε τι διαπραγμάτευση πρέπει να γίνει, ώστε η περίοδος μετά το πρόγραμμα να είναι χωρίς Μνημόνιο και χωρίς τρόικα, αλλά με την ασφάλεια που προσφέρει η συμμετοχή μας στους υφιστάμενους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς». Δύο ημέρες μετά ο κ. Σαμαράς δημοσιοποίησε την εν εξελίξει διαπραγμάτευση με τους θεσμικούς πιστωτές για την προληπτική γραμμή στήριξης.
Είναι η προληπτική γραμμή στήριξης δίχτυ ασφαλείας για τη χώρα ή ένδειξη αδυναμίας της κυβέρνησης; Οι πολιτικοί θα διαλέξουν την πρώτη απάντηση και οι οικονομολόγοι τη δεύτερη. Παράγοντες με γνώση των οικονομικών ισορροπιών σε διεθνές επίπεδο επισημαίνουν πως η στρατηγική της κυβέρνησης για απεμπλοκή από το ΔΝΤ είναι σωστή, υπό την έννοια ότι θα αυξήσει τις πιθανότητες να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης, μειώνοντας το κόστος δανεισμού.
Το συμπέρασμα από το πρόσφατο «δάγκωμα» των αγορών είναι ότι ο πολιτικός κίνδυνος στην Ελλάδα δεν αρκεί από μόνος του για να εξηγήσει το μέγεθος της αντίδρασής τους. Σίγουρα όμως ευθύνεται για το ότι δεν δημιουργούνται καλύτερες προοπτικές για την ελληνική οικονομία, αντίστοιχες της δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών.
Η πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο προσπαθεί να επιπλεύσει η κυβέρνηση γίνεται κατανοητή αν επιμετρήσει κανείς όλους τους παράγοντες που συνέβαλαν στην κρίση της περασμένης εβδομάδας: ροή επενδύσεων προς τα αμερικανικά ομόλογα, αβεβαιότητα για τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης εξαιτίας της πεισματικής επιμονής των Γερμανών στη λιτότητα που αποτέλεσε το κεντρικό θέμα συζήτησης προχθές στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, πολιτικός κίνδυνος στην Ελλάδα, ο οποίος πυροδοτήθηκε από τις δηλώσεις της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και ευρωπαίων αξιωματούχων, και, τέλος, έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. Το κρίσιμο στοίχημα ασφαλώς αφορά τη συμφωνία για το χρέος.
Υπό αυτό το πρίσμα εξηγούνται οι καθησυχαστικοί τόνοι που χρησιμοποιούν οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος και η επίμονη αναφορά τους στα συμφωνημένα βήματα με τους εταίρους.
Οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες


Αυτό ήταν το πλαίσιο της συζήτησης του Πρωθυπουργού την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, με τον νέο πρόεδρο της ΕΕ Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, όπου του παρουσίασε τον οδικό χάρτη για την έξοδο από το πρόγραμμα, αλλά και με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.
Οι διαπραγματεύσεις είναι σε πλήρη εξέλιξη, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο κ. Σαμαράς, ο οποίος συνομίλησε για την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο και με τους ομολόγους του της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι, της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, και της Ιρλανδίας, Εντα Κένι, ενώ αναμένεται να έχει τηλεφωνική επικοινωνία με τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, με την οποία δεν κατάφερε να συναντηθεί παρά την αρχική πρόθεση της ελληνικής πλευράς.
Σημαντικός σταθμός θεωρείται η 18η Δεκεμβρίου, οπότε η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ αναμένεται να λάβει οριστικές αποφάσεις για τη μετά Μνημόνιο εποχή και για το χρέος. Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθεί θετικά η αξιολόγηση από την τρόικα το αργότερο ως τις 20 Νοεμβρίου και στη συνέχεια να οριστικοποιηθεί η προληπτική γραμμή στήριξης, σε συνδυασμό με την έναρξη της συζήτησης για το χρέος, ώστε στα τέλη του έτους να υπάρχει μια συμφωνία-πακέτο.


«Κουμπαράς» τα 10 δισ. του ΤΧΣ
«Εταιρική σχέση» αντί για μνημόνιο

Η ύπαρξη πιστοληπτικής γραμμής στήριξης σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα χρηματοδοτηθεί αρχικά από τα κεφάλαια, περίπου 10 δισ. ευρώ, του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δεν θα χρειαστούν για την κάλυψη των τραπεζών, εφόσον τα stress tests είναι θετικά.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ποσό αυτό δύναται να αφαιρεθεί από το χρέος και να κατευθυνθεί στη γραμμή στήριξης, η οποία θα είναι ετήσια, με δύο εξαμηνιαίες αξιολογήσεις. «Η γραμμή θα ενεργοποιείται για να μην υπάρξει χρηματοδοτική ασφυξία για την ελληνική οικονομία στο αρνητικό ενδεχόμενο να μην μπορεί η Ελλάδα να βρει χρήματα από τις αγορές, χωρίς ευθύνη της» σημειώνει ανώτερη κυβερνητική πηγή. Το βασικό στοιχείο είναι ότι τρόικα με τη σημερινή μορφή δεν θα υπάρχει και το ΔΝΤ θα παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων.Κρίσιμο ζήτημα είναι οι όροι που θα συνοδεύουν την πιστωτική γραμμή και αν θα έχει τη μορφή ενός νέου μνημονίου. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η νέα συμφωνία δεν θα ονομάζεται μνημόνιο και ουσιαστικά θα παραπέμπει σε μια «εταιρική σχέση» που συμφωνείται μεταξύ δύο πλευρών, της ευρωζώνης και της Ελλάδας, με τη δέσμευση της χώρας να τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους και να προωθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ