Μεταρρύθμιση ή επανάσταση; Το ερώτημα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, το 1898, για τον προσανατολισμό του Σοσιαλιστικού Κινήματος εμφανίστηκε μεταλλαγμένο στην Ελλάδα του 2014 όπου όχι μόνο μια μεταρρύθμιση αλλά ακόμα και η παραμικρή αλλαγή στο παλαιό, πελατειακό και αδιαφανές σύστημα ισοδυναμεί με επανάσταση.
Την περασμένη εβδομάδα ένας νέος πολιτικός χώρος επέλεξε την επωνυμία «Μεταρρυθμιστές», ενώ συνεχίζονται οι μάχες με την τρόικα για το Ασφαλιστικό, τις ομαδικές απολύσεις, τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, τον συνδικαλιστικό νόμο, τον κατώτατο μισθό των νεοεισερχομένων στο Δημόσιο –μία μεταρρύθμιση και τέσσερις ρυθμίσεις. Η λέξη μεταρρύθμιση έχει φθαρεί από την ταύτιση με το Μνημόνιο ή μπορεί ακόμα να συμβολίσει τη μετάβαση στη νέα εποχή; Είναι ο πίθος των Δαναΐδων που μέσα του χάνεται κομματάκι κομματάκι η αξιοπιστία των πολιτικών καθώς οι μεταρρυθμίσεις σαλαμοποιούνται ώστε να αντέξουν οι διαχειριστές τους το κόστος, ή είναι το όχημα που εκτοξεύει πολιτικές καριέρες;
Από τον Ανδρέα στον Κυριάκο


Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πλέον ο μόνος υπουργός που αγωνίζεται με τα χρώματα του Μνημονίου μετακομίζοντας στο άβαταρ που εγκατέλειψε ο Ανδρέας Λοβέρδος.
Επειτα από τέσσερα χρόνια κατά τα οποία η χώρα μεταρρυθμίζεται, οι μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να είναι ο μοχλός πίεσης των δανειστών μας. Τι έχει απομείνει όμως για να μεταρρυθμιστεί, πέρα από κάποιες εμμονές της τρόικας; Η αλήθεια είναι ότι στο επίπεδο της οικονομίας η προσπάθεια σχεδόν έχει ολοκληρωθεί, στο επίπεδο των θεσμών όμως μάλλον θα χρειαστούμε νέο, εσωτερικό και συναινετικό μνημόνιο.
Στη φάση που όλοι προσπαθούν να απαγκιστρωθούν από το πραγματικό Μνημόνιο, ο κ. Μητσοτάκης επιμένει να είναι γαντζωμένος σε αυτόν τον αντιδημοφιλή βράχο. Ενας Προμηθέας των μεταρρυθμίσεων που ασφαλώς παίζει με τη φωτιά στην προσπάθειά του να εκφράσει τον ριζοσπαστικό κεντροδεξιό χώρο, όπου έχουν συνασπιστεί δυνάμεις της παράταξης και προετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα.
Πριν από τέσσερα χρόνια στην ίδια θέση, αλλά υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες αφού η εφαρμογή του Μνημονίου μόλις άρχιζε, βρισκόταν ο κ. Λοβέρδος όταν η τότε κυβέρνηση προσπαθούσε να ξεγελάσει τους εταίρους υιοθετώντας ένα «ψευδομεταρρυθμιστικό» προφίλ –τα ίδια θέματα μεταρρυθμίζονταν από διαφορετικούς υπουργούς ατελείωτα, όπως π.χ. το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Ο κ. Λοβέρδος από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκε στον πιο μαχητικό υπερασπιστή των διαρθρωτικών αλλαγών και ως υπουργός Εργασίας πέρασε από τη Βουλή τον νέο ασφαλιστικό νόμο, μια πραγματική μεταρρύθμιση που έθεσε σε νέες βάσεις το ασφαλιστικό σύστημα. Ηταν ένα πολιτικός με ηγετικές φιλοδοξίες για το ΠαΣοΚ, τις οποίες εγκατέλειψε στο παρά πέντε αποφεύγοντας μια αδελφοκτόνα σύγκρουση με τον Ευ. Βενιζέλο. Εως το 2013 είχε φύγει από το ΠαΣοΚ, είχε ιδρύσει τη ΡΙΚΚΣΥ και είχε αποκηρύξει το Μνημόνιο, δηλώνοντας ότι εκείνος, ο Ι. Ραγκούσης και η Αννα Διαμαντοπούλου διαφώνησαν με την ένταξη της χώρας στον μηχανισμό και ότι ο Γ. Παπανδρέου και ο Γ. Παπακωνσταντίνου είχαν σχέδιο να εντάξουν ούτως ή άλλως τη χώρα στο ΔΝΤ. «Κρίμα Ανδρέα» ήταν η απάντηση από το γραφείο του πρώην πρωθυπουργού.
Η μαύρη τρύπα της ασυνέχειας


Στη συνέχεια ο κ. Λοβέρδος, ως εκπρόσωπος των ανεξάρτητων βουλευτών, ζήτησε την παραίτηση του Κ. Χατζηδάκη που κι εκείνος είχε οχυρωθεί πίσω από τις μεταρρυθμίσεις, συγκεκριμένα την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Ως πρόεδρος της Συμφωνίας για τη Νέα Ελλάδα, που τότε βρισκόταν σε συζητήσεις με τη ΔΗΜΑΡ, καταψήφισε τον προϋπολογισμό του 2014, αλλά ως υπουργός Παιδείας επέστρεψε στο ΠαΣοΚ και τον εφαρμόζει, ενώ δέχτηκε πυρά ότι ασκεί λαϊκιστική πολιτική με αφορμή την απόφασή του για τις μετεγγραφές.
Τελικά η πολιτική επιβίωση, και όχι η φιλοδοξία, θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Η μαύρη τρύπα της ασυνέχειας του συστήματος και της έλλειψης συνολικότερου σχεδίου έχει καταπιεί πολλές καλές προσπάθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Καλλικράτης, που μείωσε περαιτέρω τον αριθμό των δήμων –η αρχική προσπάθεια είχε γίνει με τον Καποδίστρια επί Αλ. Παπαδόπουλου –αλλά δεν τους εξασφάλισε επαρκή χρηματοδότηση ώστε να λειτουργήσουν ομαλά. Από τη θητεία Ραγκούση έμεινε η Διαύγεια. Αλλο παράδειγμα ο νόμος Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ που ψηφίστηκε με ευρεία διακομματική πλειοψηφία, αλλά στη συνέχεια καταποντίστηκε από τις αντιδράσεις εντός των πανεπιστημίων και η μόνη διάταξη που εφαρμόστηκε χωρίς πρόβλημα ήταν η έξωση των φοιτητικών παρατάξεων από τα εκλεκτορικά σώματα που εκλέγουν τους πρυτάνεις.
Ο κ. Μητσοτάκης χρησιμοποιεί το ίδιο μέσο, τις μεταρρυθμίσεις, αλλά έχει διαφορετικό προορισμό. Οι υπουργοί του ΠαΣοΚ στήριζαν το έργο της κυβέρνησής τους. Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης δίνει την εντύπωση ότι αυτονομείται βήμα βήμα από τη δική του. Η ιστορία με το μισθολόγιο ξεκίνησε από τη δραματικά πιεστική αξιολόγηση του περασμένου Μαρτίου.
Τότε ο Κυρ. Μητσοτάκης και η Εύη Χριστοφιλοπούλου αρνήθηκαν να δεχθούν νέο αριθμητικό στόχο για απολύσεις με το επιχείρημα ότι δημιουργείται κλίμα πανικού στη δημόσια διοίκηση και δεν μπορούν να υλοποιηθούν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η τρόικα υποχώρησε, έθεσε όμως το θέμα του μισθολογίου με το ερώτημα αν είναι δίκαιο να υπάρχει ψαλίδα στον μισθό των νεοεισερχομένων στο Δημόσιο ανάλογα με την υπηρεσία πρόσληψής τους. Ζήτησε λοιπόν μια ρύθμιση δημοσιονομικά ουδέτερη, με στόχο να δημιουργηθούν κίνητρα για όσους θέλουν να κάνουν καριέρα στο Δημόσιο. Ο κ. Μητσοτάκης και ο Χρ. Σταϊκούρας άρχισαν να δουλεύουν το σχέδιο και τον Ιούνιο παρουσίασαν έκθεση, με την οποία το ΠαΣοΚ διαφώνησε σε πολλά σημεία.
Το Παρίσι, το ΠαΣοΚ και η σύγκρουση


Πριν από το Παρίσι πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου ο Αντ. Σαμαράς και ο Ευ. Βενιζέλος έδωσαν εντολή να μείνει το θέμα του μισθολογίου εκτός διαπραγμάτευσης. Στη γαλλική πρωτεύουσα όμως ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε αιφνιδιαστικά το θέμα αυτό στην τρόικα. Οι υπόλοιποι δεν αντέδρασαν για να μη διασπαστεί το κυβερνητικό μέτωπο, στην Αθήνα όμως ο Χρ. Πρωτόπαπας και ο Στ. Παπασταύρου ενημέρωσαν τους δύο πολιτικούς αρχηγούς. Η δυσαρέσκεια έγινε δημόσια μετά τη δημοσίευση του σχεδίου στο «Βήμα» την περασμένη Κυριακή, η οποία συνοδεύτηκε από συνολική επίθεση του κ. Μητσοτάκη κατά του ΠαΣοΚ.
Τεχνοκρατικά το θέμα του μισθολογίου μπορεί να λυθεί εύκολα. Πολιτικά τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς το ΠαΣοΚ έχει ανεβάσει πολύ τους τόνους κατά του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και το Μέγαρο Μαξίμου νίπτει τας χείρας του αφήνοντας τη συμπλοκή να εξελίσσεται.
Η τακτική του κ. Μητσοτάκη θυμίζει τον στίχο του Σεφέρη, «τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερα/ πάνω στους ίδιους βράχους/ πληρώνουμε το παραλλαγμένο παραμύθι». Αυτό που κάνει είναι χρήσιμο, είναι όμως μεταρρύθμιση ή αμετακίνητη εφαρμογή του Μνημονίου; Και είναι η μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η δημόσια διοίκηση ή είναι η μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη ο υπουργός;
Κάθε ρύθμιση, όσο δύσκολη και να είναι, μπορεί να χαρακτηριστεί μεταρρύθμιση ή τον τίτλο δικαιούνται να φέρουν μόνο οι αποφάσεις που άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού ή έφεραν την ηθική διάσταση στη δημόσια ζωή όπως έγινε με το ΑΣΕΠ του Αν. Πεπονή;
Στη Βουλή τα νομοθετήματα του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης έχουν την υποστήριξη του Κ. Καραμανλή, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός το 2004 παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που ήταν «μονόδρομος» και το οποίο θα εφαρμοζόταν «με ή χωρίς συναίνεση» όσων κρατούσαν τη χώρα σε υστέρηση. Τι απέμεινε από τις φιλόδοξες εξαγγελίες; Τα σκάνδαλα, η πελατειακή πολιτική, η πολυεπίπεδη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Πού «σκόνταψε» ο Κ. Σημίτης


Ακόμα και ο Κ. Σημίτης, πολιτικός άλλης νοοτροπίας που έχει να παρουσιάσει μεταρρυθμιστικό έργο, σκόνταψε πάνω στο κατεστημένο του ίδιου του κόμματός του όταν επιχείρησε να αλλάξει το Ασφαλιστικό.
Αλλά και ένας Αριστερός, ο Σπ. Λυκούδης ξεκινά τη νέα πρωτοβουλία του με σημαία τις μεταρρυθμίσεις και το όνομα «Μεταρρυθμιστές», με έμφαση στο «μετά» που παραπέμπει στην εποχή μετά το Μνημόνιο. «Η ανατροπή, η επανάσταση για τον τόπο είναι οι βαθιές μεταρρυθμίσεις. Αν κάποιος τις υπερασπίζεται είναι ένας προοδευτικός, ένας δημοκράτης άνθρωπος. Εδώ υπάρχει απροθυμία, σπρώχνουν τις αλλαγές προς το μέλλον γιατί φοβούνται το πολιτικό κόστος, οπότε πιστεύω ότι αν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε για τα αυτονόητα θα είναι ήδη μια μεγάλη μεταρρύθμιση» δηλώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, με τις γενικότητες του προγράμματός του αποφεύγει να πλησιάσει στο καμίνι των μεταρρυθμίσεων.


Η έκθεση του ΙΟΒΕ
Αναποφασιστικότητα, αμφιθυμία, έλλειψη συναίνεσης

Το θέμα των μεταρρυθμίσεων είναι τόσο καυτό ώστε η πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ (Οκτώβριος 2014) αρχίζει με ένα κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Μεταρρυθμίσεις!». Σε αυτό διατυπώνονται δυσάρεστες αλήθειες. Επενδύσεις δεν θα έρθουν όσο υπάρχουν «αναποφασιστικότητα, αμφιθυμία, έλλειψη συναίνεσης και καθυστέρηση στην εφαρμογή των απαραίτητων δομικών μεταρρυθμίσεων». Μάλιστα ο κίνδυνος μεγαλώνει και από εξωγενείς παράγοντες, όπως η μικρή αλλά σαφής υποχώρηση των προοπτικών ανάπτυξης στην Ευρώπη και η αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων στην περιοχή μας.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι κατά τη λογική του προγράμματος προσαρμογής η σταθεροποίηση αποτελεί μόνο έναν ενδιάμεσο στόχο. Οσο οι δομικές μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη θα καθυστερούν τόσο θα αυξάνεται ο κίνδυνος ανατροπής της ισορροπίας που έχει επιτευχθεί και θα καθίσταται επισφαλής η τελική επιτυχία της οικονομικής πολιτικής. Το κυριότερο: από τις ευρωεκλογές και μετά έχει κυριαρχήσει στον πολιτικό διάλογο η προοπτική αναίρεσης των κύριων χαρακτηριστικών της οικονομικής πολιτικής. Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν υπάρχει η πρόθεση ή η δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής και εμβάθυνσης των δομικών μεταρρυθμίσεων.
«Σταδιακά, μετά τη δικτατορία, υπήρξε εναρμόνιση των θεσμών με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ομως εμφανίστηκαν στρεβλώσεις που επέτρεψαν σε ομάδες συμφερόντων (εργασιακών, επιχειρηματικών, πολιτικών, ακόμη και πανεπιστημιακών) να ισχυροποιήσουν τη θέση τους ενάντια στο σύνολο» σημειώνει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ν. Βέττας. «Σε κάθε κράτος οι μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Στην Ελλάδα σήμερα μεταρρύθμιση σημαίνει κυρίως εξυγίανση των κανόνων που συνδέουν τη δημόσια διοίκηση και τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό περιλαμβάνει μείωση των εμποδίων στις αγορές και αύξηση του ανταγωνισμού, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα στη διοίκηση, δραστική μείωση της πολυνομίας και απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας» προσθέτει.
Στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη ενός συνολικού σχεδίου. «Είναι σημαντικό μια συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις να περιγράφει σαφείς και μετρήσιμους στόχους, που όμως θα είναι συνολικοί. Θα πρέπει δηλαδή να αποτελέσει αντικείμενο και ευθύνη της ελληνικής πλευράς το πώς θα πρέπει να επιδιώξει την επίτευξη του κάθε στόχου. Αλλωστε η ως τώρα λεπτομερής εποπτεία, συχνά σε επίπεδο περιπτωσιολογίας, αποδείχθηκε αναποτελεσματική». Στον πυρήνα αυτής της συμφωνίας με τους εταίρους βρίσκονται οι μεταρρυθμίσεις που εκφράζουν το νέο αναπτυξιακό πρότυπο. «Βέβαια η έννοια της μεταρρύθμισης έχει απαξιωθεί κατά την τρέχουσα κρίση, σταδιακά και για πληθώρα λόγων που άλλοτε προκύπτουν από την ιδιοτελή άρνηση και άλλοτε από αστοχίες και αδυναμία εφαρμογής. Η άρνηση των μεταρρυθμίσεων στην ουσία αντιπροσωπεύει τον συμβιβασμό με την ιδέα ότι η ελληνική οικονομία έχει χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα από τους εταίρους της για εγγενείς λόγους που δεν μπορούν να αλλάξουν» εκτιμά το ΙΟΒΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ