Απορίες σε πολλά επίπεδα για τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και τις προοπτικές του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας ως προς τη διαχείριση της κρίσης στην παρούσα φάση μεταδίδονται προς το Βερολίνο από γερμανικούς πολιτικούς παράγοντες που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στη χώρα.
Με βάση τις εκτιμήσεις που περιγράφονται σε κλειστές συζητήσεις, οι πρόσφατες επιλογές του πρωθυπουργικού (κατά βάση) επιτελείου, λίγες μόλις ημέρες μετά τη συνάντηση του Αντ. Σαμαρά με την Ανγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο, ήταν τουλάχιστον ατυχείς, σε βαθμό που κάποιοι τείνουν «να σηκώσουν τα χέρια ψηλά».
«Υπάρχουν τόσες εκκρεμότητες και τόσες παραλείψεις, που είναι να απορεί κανείς για ποιον λόγο η κυβέρνηση επέδειξε τέτοια βιασύνη να πει ότι «τελείωσε το Μνημόνιο«» σημειώνουν γερμανικές πηγές στην Αθήνα, συμπληρώνοντας ότι η κίνηση αυτή φάνηκε πόσο απροετοίμαστη ήταν από το γεγονός ότι δεν συνδυάστηκε με κανενός είδους περιγραφή ενός εναλλακτικού σχεδίου.
Οι ίδιες πηγές δεν επιβεβαιώνουν το κατά πόσον οι προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είχαν περιγραφεί στη συνάντηση Μέρκελ – Σαμαρά. Δείχνουν όμως να έχουν γνώση των θέσεων της γερμανικής κυβέρνησης και των διαθέσεών της να στηρίξει μια εκδοχή συμφωνημένης και σταδιακής απεμπλοκής, βάσει όρων και προϋποθέσεων, και να απορρίψει μια άλλη, βεβιασμένη και στηριζόμενη μόνο σε μικροπολιτικές-εκλογικές επιδιώξεις.
«Θα περιμέναμε από την ελληνική κυβέρνηση επιτέλους να παρουσιάσει ένα δικό της σχέδιο για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας» λένε. Συμπληρώνουν ότι αυτά που λέει ο Αλ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συζητούνται καν και σημειώνουν ότι με τους σημερινούς όρους η κατάσταση μοιάζει να οδεύει προς ένα πολιτικό αδιέξοδο.
«Η πολιτική επίπτωση ακόμη και μιας ενδεχόμενης (αλλά απίθανης αυτή τη στιγμή) συμφωνίας για το χρέος μάλλον θα είναι μηδαμινή. Ποιος θα συγκινηθεί αν ανακοινωθεί ότι το χρέος θα αποπληρωθεί σε 65 χρόνια και το επιτόκιο θα είναι κάποιες μονάδες χαμηλότερο;» αναρωτιούνται.
Η προεδρική εκλογή είναι και για τη γερμανική πλευρά το κομβικό σημείο, όμως είναι αξιοσημείωτο ότι κάποιοι προσπαθούν να δουν και πέρα από αυτή.
«Το μεγάλο θέμα είναι η επόμενη ημέρα. Με τον ΣΥΡΙΖΑ η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι δεν έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται αξιόπιστος συνομιλητής, παρά το γεγονός ότι έχει υπάρξει η γνωστή προσέγγιση. Ομως και η κυβέρνηση επιδεικνύει μια διαφορετική διάθεση από αυτήν που ξέραμε» σημειώνουν.
Η μεγαλύτερη εστία προβληματισμού για τους Γερμανούς δημιουργείται από την πολιτική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στη χώρα. Οπως λένε, μια αδυναμία της κυβέρνησης να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία για την προεδρική εκλογή, η προκήρυξη εκλογών και η διαφαινόμενη αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης έπειτα από αυτές, ή ακόμη και έπειτα από μια δεύτερη προσφυγή σε κάλπες, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό πολιτικό κοκτέιλ, το οποίο θα μπορούσε να ρίξει την Ελλάδα σε μια πολιτική «μαύρη τρύπα» και να οδηγήσει το πολιτικό σύστημα σε «αυτανάφλεξη», όπως λένε χαρακτηριστικά, έπειτα από τέσσερα χρόνια σκληρών θυσιών από τους πολίτες.
«Η μακροθυμία και η αντοχή των πολιτών δεν φαίνεται να βρίσκει αντιστοιχία στο πολιτικό σύστημα» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, στις οποίες μάλιστα τονίζουν και κάτι άλλο: «Δεν φαίνεται να υπάρχουν αυτή τη στιγμή περιθώρια που θα δικαιολογούσαν ακόμη και την ισχνή προσδοκία ενός μεγάλου συνασπισμού», κάτι που πιθανώς να έχει εξεταστεί ως ενδεχόμενο, το οποίο πάντως στο Βερολίνο αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν αυτή τη στιγμή ούτε να επιδιώξουν ούτε να υπαινιχθούν.
Το ερώτημα κατόπιν όλων αυτών είναι πώς σκέπτεται η γερμανική κυβέρνηση να διαχειριστεί την κατάσταση που περιγράφεται. Εκείνο που διαφαίνεται από τις συνομιλίες με τους γερμανούς παρατηρητές του ελληνικού ζητήματος είναι πως δεν υπάρχει βιασύνη και αγωνία.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, όλα δείχνουν ότι το προσεχές διάστημα η πίεση που ενδεχομένως θα ασκηθεί δεν θα έχει τη μορφή που είχε το 2012. Το πιθανότερο είναι ότι σε περίπτωση αδιεξόδου, με πρώτο ορίζοντα την προεδρική εκλογή, θα διαμηνυθεί ότι η τήρηση των συμφωνιών σε όλα τα επίπεδα θα μπορεί να περιμένει για όσο θα αντέξουν το πολιτικό σύστημα, η καχεκτική οικονομία και οι πολίτες…