Το παρασκήνιο μιας παρ’ ολίγον γαλλογερμανικής διάσωσης της Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 2010, προτού ακόμη η χώρα αποκλεισθεί από τις διεθνείς αγορές και οδηγηθεί τελικά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αποκαλύπτει για πρώτη φορά με αποκλειστική συνέντευξή του στο «Βήμα» ο διάσημος ελβετός τραπεζίτης δρ Γιόζεφ Ακερμαν. Ο επί σειρά ετών επικεφαλής της Deutsche Bank επιβεβαιώνει πως στις αρχές του 2010, όταν ακόμη τα spreads της Ελλάδας ήταν σε βιώσιμα επίπεδα, είχε προτείνει ένα σχέδιο δανειακής στήριξης που θα έδινε πολύτιμο χρόνο και χρήμα στην ελληνική οικονομία για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Το σχέδιο αυτό δεν ευοδώθηκε λόγω γερμανικής υπαναχώρησης. Μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Ακερμαν αναφέρεται στο παρόν και στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας, τονίζοντας πως η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις «εθνικές» μεταρρυθμίσεις, να άρει τα εμπόδια στον ανταγωνισμό και να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και την προσοδοθηρία. Ακόμη, σχολιάζει τις πρόσφατες αποφάσεις του Μάριο Ντράγκι και εκφράζει απόψεις που θα συζητηθούν για την εισοδηματική ανισότητα, αλλά και για τις σχέσεις Δύσης και Ανατολής. Ο δρ Γιόζεφ Ακερμαν θα βρεθεί στην Ελλάδα και στη Σαμοθράκη στις 11 Οκτωβρίου, όπου θα μιλήσει στο 5ο Οικονομικό Φόρουμ Θράκης.

Εχετε διαδραματίσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ελληνική κρίση. Ελληνες πολιτικοί μαρτυρούν πως όταν τον Φεβρουάριο 2010 επισκεφθήκατε την Αθήνα παρουσιάσατε στον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ένα σχέδιο δανειακής στήριξης πολλών δισεκατομμυρίων με την εμπλοκή της Deutsche Bank. Οπως υποστηρίζουν, το σχέδιο αυτό ήταν η μοναδική ρεαλιστική πρόταση χρηματοδότησης που κατατέθηκε στην Ελλάδα προτού τελικά η χώρα οδηγηθεί στο ΔΝΤ. Επιβεβαιώνετε την ύπαρξη του «σχεδίου Ακερμαν»;
«Το σχέδιο αυτό είχε ως στόχο να κερδίσει πολύτιμο χρόνο για την Ελλάδα και να απαλύνει την κρίση του δημόσιου χρέους, όχι να την αποτρέψει εντελώς. Για την υλοποίησή του προέβλεπε την υποστήριξη της γερμανικής και της γαλλικής κυβέρνησης. Ωστόσο, καθώς οι διασώσεις τραπεζών (bail-out) ήταν ακόμη νωπές στο μυαλό των φορολογουμένων, μπροστά στις επερχόμενες σημαντικές περιφερειακές εκλογές το Βερολίνο εμφανίστηκε απρόθυμο να συμμετάσχει».
Βασικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής κρίσης ήταν η αργή διαδικασία λήψης αποφάσεων από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αλλά και ο ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας. Κοιτάζοντας πίσω, ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος πολιτικής;
«Είναι σαφές ότι η ευρωζώνη ήταν απροετοίμαστη όταν την έπληξε η κρίση. Τα θεσμικά της όργανα απλώς δεν ήταν επαρκή. Πολλά όμως έχουν βελτιωθεί από τότε. Για παράδειγμα, με τον ESM έχουμε τώρα έναν μηχανισμό χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης, έχουμε πανευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών και έχουμε κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση θέσπισης πανευρωπαϊκών κανόνων για την εξυγίανση των τραπεζών και τη δημιουργία ενός αντίστοιχου μηχανισμού χρηματοδότησης. Αλλά αυτά δεν αρκούν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Χρειαζόμαστε μια περαιτέρω ολοκληρωμένη Ευρώπη που θα βασίζεται σε κοινά θεσμικά όργανα».

Πώς αποτιμάτε τη στάση της Γερμανίας;
«Αναφορικά με τον ρόλο της Γερμανίας, πρέπει να είναι κανείς δίκαιος. Η χώρα κέρδισε ουσιαστικά από ατύχημα τον καίριο ρόλο της στην κρίση κρατικού χρέους. Δεν το είχε σχεδιάσει και σίγουρα δεν είχε οποιοδήποτε σχέδιο για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Η Γερμανία είχε ξεπεράσει τις δικές της μεγάλες οικονομικές κακουχίες ακριβώς τη στιγμή που όλοι οι άλλοι έμπαιναν σε μια τέτοια κατάσταση και ως εκ τούτου ήταν η μόνη ισχυρή χώρα και ο φυσικός ηγέτης. Ωστόσο, ανέλαβε τον ρόλο αυτό απρόθυμα. Η γερμανική κυβέρνηση έπρεπε να κάνει μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης. Επρεπε να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να ασκήσει επαρκή πίεση για μεταρρυθμίσεις στις χώρες υπό κρίση και την ίδια στιγμή να πείσει ένα δύσπιστο εθνικό εκλογικό σώμα και το Συνταγματικό Δικαστήριο».
Για την Ελλάδα πάντως τα τελευταία χρόνια ήταν δραματικά. Η πλειοψηφία των πολιτών πιστεύει ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης δεν λειτουργεί. Αν και υπάρχουν και θετικές εξελίξεις, πολλοί θεωρούν ότι η συνταγή της τρόικας είναι λάθος. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
«Ο δρόμος της Ελλάδας προς την ανάκαμψη είναι ακανθώδης. Η επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας ήταν όντως δραματική, ωστόσο και η πρόοδος που επετεύχθη ήταν εντυπωσιακή. Η Ελλάδα βρίσκεται εφέτος σε καλό δρόμο για την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει εμφανίσει πλεόνασμα ήδη από το 2013, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα –αν και όχι ακόμα με αξιολόγηση «επιπέδου επένδυσης» –και η χώρα έχει ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Ολα αυτά δείχνουν ότι η πτώση μπορεί να αντιστραφεί μέσα από «εθνικές» μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με την παροχή της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης για όσο χρόνο απαιτηθεί».
Υπάρχει όμως μια μεταρρυθμιστική κόπωση…
«Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει σε αυτόν τον δρόμο. Η μεταρρύθμιση είναι προς το συμφέρον της. Για παράδειγμα, σας αναφέρω μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ που εκτιμά ότι η άρση των περιορισμών του ανταγωνισμού στην ελληνική οικονομία θα φέρει καθαρό κέρδος 5 δισ. ευρώ για τους έλληνες καταναλωτές. Παράλληλα η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της προσοδοθηρίας θα συμβάλει σε μια πιο δίκαιη κοινωνία συνολικά και στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης προς το κράτος».

Είχατε προ τριετίας δηλώσει ότι αν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις αγορές κρατικού χρέους, οι συνθήκες στην πραγματική οικονομία θα ομαλοποιηθούν. Αυτό δεν συνέβη. Μπορείτε να εξηγήσετε το γιατί;
«Οι ιδιωτικές επενδύσεις παρεμποδίζονται κυρίως από τις χαμηλές προοπτικές ανάπτυξης. Αυτό υπερνικά όλες τις προσπάθειες για την επαναφορά των επενδύσεων μέσω της μείωσης του κόστους χρηματοδότησης. Σε μια τέτοια κατάσταση οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν και πρέπει να μπαίνουν στο παιχνίδι. Ομως η δυνατότητα αυτή περιορίζεται από τη συνεχιζόμενη ανάγκη ελέγχου των δημοσίων ελλειμμάτων. Αυτός είναι, για παράδειγμα, ο λόγος για τον οποίο τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν δώσει εντολή στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να ενισχύσει τα επενδυτικά τους προγράμματα».
Πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί και αξιωματούχοι, αλλά ακόμη και γερμανοί τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι η εμπιστοσύνη στην ευρωζώνη θα αποκατασταθεί μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων. Υιοθετείτε μια τέτοια προσέγγιση;
«Η αμοιβαιοποίηση του χρέους στη ζώνη του ευρώ θα είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για μια σταθερή νομισματική ένωση. Σήμερα ωστόσο δεν είναι μια ρεαλιστική πολιτική επιλογή. Επιπρόσθετα αν δεν προετοιμαστεί και δεν σχεδιαστεί σωστά θα μπορούσε να είναι μια πηγή περισσότερων και όχι λιγότερων εντάσεων στην αγορά. Σε κάθε περίπτωση, οι επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες».

Ο αείμνηστος Θεόδωρος Καρατζάς, που ήταν προσωπικός σας φίλος, αναφερόμενος πριν από 20 χρόνια στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είχε πει ότι το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες διότι «δεν έχει παραστάσεις για το σύγχρονο και δεν έχει φαντασία για το μέλλον». Συμμερίζεστε την άποψη αυτή;
«O Θεόδωρος Καρατζάς ήταν αγαπητός φίλος μου και πράγματι ένας σοφός άνθρωπος. Προσωπικά, από τις πολυάριθμες συναντήσεις μου με Ελληνες δεν έχω να καταθέσω περιπτώσεις έλλειψης εξειδίκευσης ή δημιουργικότητας. Μάλλον το αντίθετο. Νομίζω ότι το κύριο πρόβλημα της χώρας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος. Τα χρόνια που η Ελλάδα υπέμεινε τη δικτατορία η απόσταση μεταξύ των πολιτών και του κράτους μεγάλωσε και αυτό επηρέασε αρνητικά την αίσθηση των πολιτών για τις κοινές ευθύνες».
Ο ευρωσκεπτικισμός βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Πιστεύετε ότι εγκυμονούν πολιτικοί κίνδυνοι από τη λιτότητα στην ΕΕ;
«Οι εξάρσεις και οι υφέσεις του ευρωσκεπτικισμού σχετίζονται εν πολλοίς με την οικονομική ευημερία. Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι το πόσο γρήγορα εθνικά στερεότυπα και ανταγωνισμοί που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας, έχουν έλθει εκ νέου στο προσκήνιο. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται σε μια γενική απώλεια της εμπιστοσύνης σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ταχύτατα και γίνεται όλο και πιο περίπλοκος και δύσκολος να κατανοηθεί. Οι άνθρωποι αισθάνονται συγκλονισμένοι και αναζητούν περισσότερη απλότητα και έλεγχο. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο κύριος λόγος πίσω από τα εθνικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα και, παρεμπιπτόντως, και πίσω από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό που βλέπουμε σήμερα. Οπότε, ναι, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα εδώ».
Πολλοί προειδοποιούν ότι η αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα λειτουργεί σε βάρος της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και τροφοδοτεί την πολιτική αστάθεια. Ποια είναι η άποψή σας;
«Συμμερίζομαι αυτές τις ανησυχίες σχετικά με την ολοένα και αυξανόμενη ανισότητα των τελευταίων δεκαετιών, αλλά είμαι σχετικά αισιόδοξος σχετικά με το μέλλον. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν μεταστροφή του ρεύματος. Οι σχετικές ελλείψεις στην αγορά εργασίας και στο διαθέσιμο προς επένδυση κεφάλαιο οδηγούν σε άνοδο των αξιών και των αποδόσεών τους. Υπάρχει ένα παγκόσμιο πλεόνασμα αποταμιεύσεων που αναμένεται να κρατήσει τα πραγματικά επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα για αρκετό καιρό στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, θα δείτε πιθανώς μια αύξηση των πραγματικών μισθών, λόγω της γήρανσης των πληθυσμών και της επακόλουθης έλλειψης εργατικού δυναμικού στις βιομηχανικές χώρες. Και οι δύο αυτές εξελίξεις θα μειώσουν την εισοδηματική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ, η οποία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο τον τελευταίων 50 ετών. Οι κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν την εναλλαγή αυτών των γεγονότων, βοηθώντας στη βελτίωση της εκπαίδευσης και στην κατάρτιση του εργατικού τους δυναμικού».
Πολλοί θεωρούν ότι κάτω από το βάρος των δημογραφικών πιέσεων και της βιομηχανικής και τεχνικής απομόχλευσης της Ευρώπης, ο ευρύτερος δυτικός κόσμος θα «υποκλιθεί» στην Ανατολή. Πόσο υπερβολικός είναι ένας τέτοιος ισχυρισμός;
«Η άνοδος της Ασίας, ιδίως δε της Κίνας, είναι ένα γεγονός. Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος της Ευρώπης και ο ρόλος της Δύσης στις παγκόσμιες υποθέσεις υποχωρεί. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να απελπιζόμαστε. Πρώτον, βιώνουμε μια επιστροφή στον ιστορικό κανόνα του είδους. Δεύτερον, παρά το ότι η σχετική δύναμη και ο πλούτος της Ευρώπης και της Δύσης μειώνονται, μπορούν να εξακολουθήσουν να επωφελούνται από την άνοδο της Ασίας για να παραμείνουν ευημερούσες σε απόλυτους όρους. Τρίτον, σε μεγάλο βαθμό είναι στο χέρι μας το πόσο βαθιά θα είναι η παρακμή. Αν συγκεντρώσουμε τη δύναμή μας, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη και συνεργαστούμε πιο στενά με τις ΗΠΑ μέσω συμφωνιών όπως η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (ΤΤΙΡ) που είναι σήμερα υπό διαπραγμάτευση, θα εξακολουθήσουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε την Ανατολή ως ίσο προς ίσο».

Η Τραπεζική Ενωση θεωρείται βασικό συστατικό για την ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, από τη στιγμή που η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στα stress tests των τραπεζών, ο τραπεζικός δανεισμός και η ρευστότητα περιορίστηκαν, τροφοδοτώντας τις αποπληθωριστικές πιέσεις.
«Η Τραπεζική Ενωση είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Χωρίς αυτήν οι τράπεζες της ΕΕ θα έπρεπε να λειτουργούν σε ένα καθεστώς αμφισβήτησης της βιωσιμότητάς τους, κάτι που θα είχε σοβαρές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι σαφές ότι βραχυπρόθεσμα οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις αποδυναμώνουν την ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τους ισολογισμούς τους. Ωστόσο, η απομόχλευση στις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, ως μέρος του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, συνίσταται κυρίως στη μείωση των διατραπεζικών χορηγήσεων, στον περιορισμό της διεθνούς τους έκθεσης και στον περιορισμό του trading χαρτοφυλακίου τους. Σε γενικές γραμμές, τα επιχειρηματικά δάνεια έχουν μειωθεί μετρίως και ακολουθούν την αδύναμη εταιρική δραστηριότητα».

Πολλοί αναλυτές θεωρούν πως οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία των προγραμμάτων χορήγησης φθηνής ρευστότητας (TLTRO) και αγοράς τιτλοποιημένων δανείων (ABS) της ΕΚΤ θα είναι περιορισμένες. Πόσο πιθανή θεωρείται μια αμερικανικού τύπου ποσοτική χαλάρωση στην ευρωζώνη;
«Συμφωνώ ότι από μόνα τους τα πρόσφατα μέτρα που ανακοινώθηκαν από την ΕΚΤ θα έχουν περιορισμένη επίδραση. Αλλά παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικά ως μήνυμα πολιτικής, καθώς επιβεβαιώνουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να διασφαλίσει την ευρωζώνη έναντι του αποπληθωριστικού κινδύνου. Δεν προβλέπω μια αμερικανικού τύπου ποσοτική χαλάρωση στην Ευρώπη, γιατί αυτό θα ήταν πολιτικά πολύ δύσκολο. Εχουμε ήδη δει μια πρωτοφανή νομισματική επέκταση από την ΕΚΤ, η οποία έχει γίνει με τη χρήση μέσων αντισυμβατικής πολιτικής εντός των ορίων της εντολής της. Το οπλοστάσιο έχει πλέον εξαντληθεί. Η ευθύνη ξεκάθαρα επαφίεται στις κυβερνήσεις για να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να επανεκκινήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις».
Πιστεύετε ότι η οικονομική ανάκαμψη στις ΗΠΑ δικαιολογεί την άρση της τρέχουσας νομισματικής πολιτικής της Fed;
«Η έξοδος από τις αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές πάντα θα είναι ένα λεπτό εγχείρημα. Προφανώς, η Fed θα συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά την ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ –έχοντας στο μυαλό της τους γεωπολιτικούς κινδύνους και τις πιθανές επιπτώσεις τους. Βασικές παράμετροι θα παραμείνουν το επίπεδο της ανεργίας, το οποίο παρεμπιπτόντως βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα έξι ετών, παρά την ασυνήθιστα χαμηλή ανάπτυξη».
Πότε αναμένετε να αυξηθούν τα επιτόκια στις ΗΠΑ;
«Η Fed φαίνεται πως έχει αποδεχθεί προς το παρόν τους χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας και το υψηλότερο επίπεδο δομικής ανεργίας στις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης που παρατηρείται στο εργατικό δυναμικό. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική πολιτική πρέπει να αντιστραφεί σε υψηλότερα επίπεδα ανεργίας από τα υφιστάμενα. Τα επιτόκια μπορεί ως εκ τούτου να αυξηθούν πιο γρήγορα του προβλεπομένου, στο πρώτο τρίμηνο, αντί στο δεύτερο τρίμηνο του επόμενου έτους –και με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος».