Μπορεί το χρέος να μη βρίσκεται στο «μενού» των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους πιστωτές στο Παρίσι, ωστόσο η συνάντηση στη γαλλική πρωτεύουσα σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση στην αναζήτηση λύσης για το χρέος, αλλά και για το «ελληνικό ζήτημα» εν γένει. Σειρά από λόγους που σχετίζονται με τις αλλαγές στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις ισορροπίες στην Ευρώπη και τις γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν νέες συνθήκες και ευνοούν την οριστική διευθέτηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Ως πρώτος λόγος θεωρείται η ανάληψη της προεδρίας της Κομισιόν από τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιχειρήσει να δώσει ισχύ στην Επιτροπή. Πράγμα που σημαίνει ότι το βάρος των αποφάσεων για το χρέος θα μετατοπιστεί από το Eurogroup στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Σε αντίθεση με το Eurogroup, όπου η δύναμη βρίσκεται σε κράτη-μέλη και στην περίπτωση του ελληνικού χρέους όλοι προσέρχονταν με διάθεση να προασπίσουν τα συμφέροντά τους αφού κανείς δεν ήθελε να βάλει το χέρι στην τσέπη, η Επιτροπή υπό τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναμένεται να αντιμετωπίσει το θέμα με ένα πιο φεντεραλιστικό τρόπο, πιο κοντά στις αρχές της ομόσπονδης Ευρώπης.
Δεύτερον, η επιθυμία του ΔΝΤ να απεμπλακεί από την Ελλάδα. Οι λόγοι είναι πολλοί. Η συμμετοχή του στο πρόγραμμα είναι αντίθετη με τις βασικές αρχές του Ταμείου καθώς η Ελλάδα δεν είναι μια φτωχή χώρα, όπως οι αφρικανικές ή λατινοαμερικανικές χώρες τις οποίες κατά κύριο λόγο βοηθάει. Αλλωστε μέσα στο Ταμείο επανειλημμένα έχει διατυπωθεί από τα μέλη του η άποψη ότι το ΔΝΤ δαπανά πολλούς πόρους για την Ελλάδα, σε βάρος χωρών που έχουν μεγαλύτερη ανθρωπιστική ανάγκη. Επιπλέον, οι συνεχείς τριβές με την ΕΕ και τη Γερμανία δεν είναι ευχάριστες για κανέναν, ενώ η αποτυχία του ελληνικού προγράμματος με τις συνεχείς λανθασμένες προβλέψεις και αστοχίες μόνο καλό δεν κάνει στο προφίλ του και την «αυθεντία» με την οποία παρουσιάζεται.

Βεβαίως δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση. Ομως το πιθανότερο είναι ότι το ΔΝΤ δεν θα είναι σε ένα επόμενο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, με όποια μορφή και όπως αν ονομάζεται.

Ως τρίτος παράγοντας που αλλάζει την οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουν οι Ευρωπαίοι την ελληνική περίπτωση θεωρούνται οι γεωπολιτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα. Οι μεγάλες και ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις και τα προβλήματα που δημιουργούν οι αλλαγές συνόρων στη Μέση Ανατολή και τις συνέπειες που προκαλούν. Αλλά και οι εξελίξεις στην Ουκρανία τις επηρεάζουν. Ιδιαίτερα τη Γερμανία, η οποία πρέπει να αναλάβει το κόστος στήριξης του Κιέβου και ταυτόχρονα να διαφυλάξει τις σχέσεις της με τη Μόσχα και να προστατεύσει τις γερμανικές επενδύσεις και εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία. Μάλιστα έχει έναν λόγο παραπάνω να το κάνει, εξαιτίας της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης από τη ρωσική αγορά.
Τέταρτον, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός ESM έχει κάθε λόγο να θέλει να υπάρξει λύση για την Ελλάδα και το ελληνικό χρέος με τη συμμετοχή του αφού θεωρείται βέβαιο ότι θα αναλάβει κάποιον ρόλο στη χρηματοδότηση της χώρας. Διότι αν δεν λυθεί το πρόβλημα προς αυτή την κατεύθυνση, σε λίγα χρόνια εκτιμάται ότι δεν θα έχει λόγο ύπαρξης.
Τέλος, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης τον προσεχή Νοέμβριο, που θεωρείται ένα σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και εκτιμάται ότι θα διευκολύνει τη φορολογική και δημοσιονομική ενοποίηση, εξυπηρετεί τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν το νέο πλαίσιο, στο οποίο οι πιστωτές και ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι, καλούνται να βρουν λύση για το χρέος.
Βεβαίως το θέμα του χρέους δεν βρίσκεται στην ατζέντα των επίσημων διαπραγματεύσεων στο Παρίσι. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να το θέσει στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους εκπροσώπους των πιστωτών. Αν και παραμένει άγνωστο προς το παρόν το πότε θα ξεκινήσουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις, αφού καμία πλευρά, για τους δικούς της λόγους η καθεμία, δεν δείχνει να βιάζεται και προέχει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η ελληνική πλευρά συνεχίζει τη συστηματική δουλειά με στόχο στην παρούσα φάση να διαμορφώσει την πλατφόρμα πάνω στην οποία θα γίνει η επίσημη συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους. Πρόκειται για lobbying το οποίο μέχρι στιγμής έχει αποδώσει καρπούς, καθώς οι πιστωτές και ιδιαίτερα το ΔΝΤ έχουν μετακινηθεί προς τις ελληνικές θέσεις, όπως για παράδειγμα ότι αυτό που μετράει περισσότερο για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι το πού θα βρίσκεται ο δείκτης «χρέος προς ΑΕΠ» το 2020 ή το 2022 αλλά το αν η Ελλάδα είναι σε θέση να το εξυπηρετεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και «φιξάρισμα» των επιτοκίων αποπληρωμής στα σημερινά χαμηλά επίπεδα. Αυτές είναι και οι βασικές επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ