Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης η κυρίαρχη γερμανική αστική τάξη γοητευόταν από τη Ρωσία και έστρεφε πάντα φιλικό βλέμμα προς Ανατολάς.
Η τότε ανάπτυξη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι πολλές ευκαιρίες της ποικιλόμορφης αχανούς χώρας και η δυνάμει μεγάλη αγορά της προκαλούσαν έντονο ενδιαφέρον στους γερμανούς παραγωγούς και κεφαλαιούχους.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι σε διάφορες ιστορικές φάσεις υπήρξε προσέγγιση των δύο εθνών, η οποία αποτυπώθηκε σε συμφωνίες οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας.
Ακόμη και σε εμπόλεμες περιόδους η γερμανική πλευρά αποζητούσε τη ρωσική συμμαχία ή έστω την ουδετερότητά της.
Χαρακτηριστικό είναι το σύμφωνο μη επιθέσεως που υπέγραψαν Ρίμπεντροπ και Μολότοφ τον Αύγουστο του 1939, λίγο προτού τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Πολωνία.
Σύγχρονοι αναλυτές αποδίδουν την πρόσφατη –μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 –γερμανορωσική προσέγγιση ακριβώς σε αυτή τη διαχρονική αντίληψη περί γερμανικών συμφερόντων στην Ανατολή.
Ορισμένοι μάλιστα πιστεύουν ότι προς χάριν των ρωσικών ευκαιριών οι γερμανικές κυβερνήσεις υπέστειλαν ως έναν βαθμό τη σημαία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους περισσότερο στην Ανατολή παρά στη Δύση.
Κατά μία εκδοχή ακόμη και η καταγραφείσα διάθεση γερμανοποίησης της Ευρώπης συνδέεται με τη διείσδυση των γερμανικών συμφερόντων στη Ρωσία και εν γένει στην Ανατολή. Και είναι αλήθεια ότι οι γερμανικές ελίτ μετά τη σοσιαλιστική κατάρρευση και την ενοποίηση της χώρας άρχισαν να παίζουν με την ιδέα μιας νέας γερμανικής ηγεμονίας σε Ανατολή και Δύση. Στη βάση αυτής της ευκαιρίας υπήρξε εντατικοποίηση και διεύρυνση των γερμανικών επενδύσεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούνται στη Ρωσία περίπου 3.000 γερμανικές επιχειρήσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι τεχνολογικής αιχμής. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, πάνω από 300.000 Γερμανοί έχουν αναπτύξει αποκλειστικά συμφέροντα στη Ρωσία.
Λέγεται μάλιστα ότι η μεγάλη στροφή συνετελέσθη στα χρόνια του Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος, ως γνωστόν, με την αποχώρησή του από την καγκελαρία ανέλαβε κρίσιμη θέση στον ρωσικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom. Ωστόσο η γερμανική διείσδυση στη Ρωσία έλαβε διαστάσεις στον καιρό της Ανγκελα Μέρκελ.
Τελευταίως, όμως, μετά τα γεγονότα της Κριμαίας και αργότερα της Ουκρανίας, όλη αυτή η γερμανική επιχείρηση δοκιμάζεται πολλαπλώς.
Παλαιότερα ο Χέλμουτ Σμιτ είχε επικρίνει το γερμανικό ρωσικό άνοιγμα και είχε μιλήσει πολύ επιθετικά εναντίον εκείνων που έδειχναν έτοιμοι να θυσιάσουν τη γερμανική ευρωπαϊκή παράδοση των μεταπολεμικών δεκαετιών προς χάριν μιας ευκαιριακής και αμφισβητούμενης επέκτασης προς Ανατολάς.
Η αλήθεια είναι ότι η Μέρκελ τα έκανε θάλασσα στην Ουκρανία. Η παρουσία του γερμανού υπουργού Εξωτερικών στις πλατείες του Κιέβου στις διαδηλώσεις εναντίον του φιλορώσου Γιανουκόβιτς ήταν απολύτως προβληματική και εγκλώβισε τη γερμανική πολιτική. Πολύ περισσότερο όταν οι ομάδες των ουκρανών ναζί πήραν το πάνω χέρι και επιχείρησαν να βάλουν τη σφραγίδα τους όχι μόνο στις πολιτικές εξελίξεις αλλά και στις σχέσεις με τη Ρωσία. Ακολούθησαν πολλά έκτοτε, με τραγικότερη την κατάρριψη του Μπόινγκ των Μαλαισιανών Αερογραμμών, που κόστισε τη ζωή 298 ανυποψίαστων επιβατών.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ουσιαστικά η Γερμανία ηττήθηκε για ακόμη μία φορά σε διεθνές επίπεδο. Εχασε το παιχνίδι της Ουκρανίας και αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις καλές αμερικανικές υπηρεσίες προκειμένου να ξεπεράσει τον εγκλωβισμό της στην ιστορικά προβληματική Ανατολή.
Η Γερμανία είναι εγκλωβισμένη πλέον στην ουκρανική κρίση και υποχρεωμένη να υποστηρίξει τις κυρώσεις εναντίον της μέχρι πρότινος φίλης και μεγάλης συμμάχου Ρωσίας, που μόνο αμελητέες δεν είναι.
Ο Πούτιν και οι ολιγάρχες που τον συνοδεύουν ήδη αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα. Κινδυνεύουν να απομονωθούν από το διεθνές οικονομικό σύστημα, να χάσουν το προνόμιο προσέλκυσης κεφαλαίων και να αντιμετωπίσουν τεράστια προβλήματα ρευστότητας τόσο για τις επιχειρήσεις τους όσο και για τους ίδιους προσωπικά.
Ως γνωστόν, οι ρωσικές κρατικές εταιρείες αλλά και οι ρώσοι μεγιστάνες του πλούτου στήριζαν τις δραστηριότητές τους διεθνώς σε αυτόν τον πακτωλό κεφαλαίων που ανεμπόδιστα διακινούσαν ανά τον κόσμο. Και οι σπασμωδικές κινήσεις τους για αντίμετρα, το εμπάργκο σε βάρος αγροτικών προιόντων κυρίως από την Ευρώπη και τη Δύση ευρύτερα, δείχνουν ακριβώς πόσο μεγάλη είναι η περιπλοκή της ουκρανικής κρίσης και πόσο ικανή να οδηγήσει σε παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ευρωπαική οικονομία.
Σε αυτές τις συνθήκες η γερμανική ηγεσία βλέπει τώρα πια ότι το ανατολικό όραμα χάνεται, τουλάχιστον για τα επόμενα 4-5 χρόνια, καθώς η ειρήνευση δεν θα είναι εύκολη, όπως μαρτυρούν τα γυμνάσια και η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στη ρωσο-ουκρανική μεθόριο.
Η αλήθεια είναι ότι η ουκρανική κρίση επέτρεψε στους Αμερικανούς να μεταδώσουν στους Γερμανούς ότι το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι αρμοδιότητα άλλων και πως μόνο πεδίο γι’ αυτούς είναι η Ευρώπη και μάλιστα η ευθύνη τους για την οικοδόμηση μιας δημομοκρατικά οργανωμένης ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Κάπως έτσι η Γερμανία αναγκάζεται εκ των συνθηκών και με τα φτερά της κομμένα να επανέλθει στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Η προσπάθειά της να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη προκάλεσε αντιδράσεις και ρήγματα σε πολλές χώρες και η υποχώρηση του μετώπου των ανατολικών ευκαιριών περιόρισε τις δυνατότητές της.
Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες ημέρες ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ένιωσε την ανάγκη στην επέτειο συμπλήρωσης 100 χρόνων από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να μιλήσει για το αγαθό της ειρήνης, το οποίο χαρακτήρισε υπέρτερο της οικονομίας.
Αυτή τη στιγμή η Γερμανία σχεδόν «επιστρέφει» στην Ευρώπη προκειμένου να εργαστεί πιο συστηματικά για την ενοποίησή της, αλλά έχει πλέον απέναντί της αμφισβητίες οι οποίοι δεν αποδέχονται επ’ ουδενί την οικοδόμηση μιας γερμανικής Ευρώπης.
Το «παζάρι» των επιτρόπων και οι ομαδοποιήσεις χωρών γύρω από την επιλογή των προσώπων είναι ενδεικτικά της μεταβολής των συνθηκών. Και αυτή ακόμη η επιλογή του κ. Δ. Αβραμόπουλου για τη θέση του επιτρόπου μόνο τυχαία δεν είναι αλλά απολύτως συνδεδεμένη με την αλλαγή των ισορροπιών στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Βερολίνο – Βρυξέλλες.
Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ο Ματέο Ρέντσι εγείρει διεκδικήσεις, απαιτεί το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών, ούτε είναι αδιάφορο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τείνει να αυτονομηθεί από τη γερμανική επιρροή και ο Γιούνκερ «χτίζει» μια Κομισιόν ισχυρών προσωπικοτήτων, η οποία θα έχει λόγο, δεν θα είναι απολύτως υποταγμένη και πειθήνια, όπως έως τώρα στο Βερολίνο.
Η πολιτική των ΗΠΑ
Περιορισμένη πλανητική ηγεμονία
Οι Αμερικανοί, πιέζουν τους Γερμανούς όσο μπορούν απαιτώντας αναπροσαρμογή της γερμανικής πολιτικής και περισσότερη προσήλωση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Ουσιαστικά τους καλούν να διαθέσουν πόρους και να ευνοήσουν ισχυρές χρηματοδοτικές πολιτικές ικανές να βγάλουν την Ευρώπη από τη μιζέρια του Συμφώνου Σταθερότητας και την ιδεοληψία του νομισματικού στόχου.
Οι ίδιοι ανέλαβαν να χειριστούν τη ρωσοουκρανική κρίση πιέζοντας όσο πρέπει τους Ρώσους, αν και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πόσο εγκλωβισμένος είναι ο πρόεδρος Πούτιν στο αυτοκρατορικό δόγμα που τον εξυψώνει στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι ο Μπαράκ Ομπάμα αναγνωρίζει τον διεθνή ρόλο της Ρωσίας και διεκδικεί τη συμμαχία της, παρά τις κυρώσεις και τις εσωτερικές πιέσεις των συντηρητικών για σύγκρουση και επάνοδο στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου.
Ο αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή και στο Ιράν, τη θέλει αντίβαρο στην Κίνα και βεβαίως διαμεσολαβήτρια στη διένεξη με τη Βόρεια Κορέα. Θα προτιμούσε να την έχει μαζί του και όχι απέναντί του, ειδικά σε τούτη την τόσο ταραγμένη από όλες τις απόψεις περίοδο που διανύει ο κόσμος.
Κατά τα φαινόμενα, οι Αμερικανοί από τη στιγμή που επέλεξαν να απεμπλακούν από στρατιωτικές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο προσπαθούν να διαχειριστούν την πλανητική ηγεμονία τους με άλλα μέσα και εργαλεία.
Στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική επενδύουν στη διάσπαση των παλαιών κρατών και στη συγκρότηση νέων με βάση θρησκευτικά, φυλετικά και εθνικά χαρακτηριστικά, όπου υπάρχουν, με την ελπίδα στη συνέχεια να ελεγχθούν δορυφορικά ακόμη και οι ακραίες ισλαμικές εκδοχές τους.
Επιπλέον θα επιθυμούσαν και ένα παλαιστινιακό κράτος κάπου στη Χερσόνησο του Σινά μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, αλλά γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολη οποιαδήποτε λύση εκεί, καθώς και στις δύο πλευρές έχουν επικρατήσει ακραίες δυνάμεις που τρέφονται από τη βία.
Ωστόσο η αμερικανική απομάκρυνση από τα πολεμικά μέτωπα ενθαρρύνει τις εντάσεις σε τοπικό επίπεδο. Και έτσι αυτή την περίοδο πολλαπλασιάζονται οι πολεμικές ζώνες στον πλανήτη. Από τη Νιγηρία και τη Λιβύη έως το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Ιράκ, το Κουρδισταν και τη Ρωσία εξελίσσονται πολεμικές επιχειρήσεις ικανές να επιδράσουν δραματικά τις εξελίξεις στον κόσμο. Δεν είναι επίσης αδιάφορη η εξάπλωση της επιδημίας του αιμορραγικού πυρετού Εμπολα στη Δυτική Αφρική η οποία απειλεί την παγκόσμια υγεία.
Ο ευρωπαϊκός μονόδρομος και το εσωτερικό μέτωπο
Ζούμε σε εποχή πρωτοφανούς διεθνούς αστάθειας, σε καιρούς μεγάλων γεωπολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων, από τον χαρακτήρα των οποίων θα κριθεί η δομή και η διάταξη των συμφερόντων του νέου κόσμου.
Το ζήτημα είναι ποια θέση μπορεί να έχει η Ελλάδα σε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο;
Πόσο μπορεί να επηρεαστεί η γειτονική Τουρκία από την αστάθεια που την πολιορκεί και πόσο ο μεγαλοϊδεατισμός του Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να βρει έκφραση σε διεκδικήσεις στο Αιγαίο με αφορμή την ΑΟΖ και τις επερχόμενες έρευνες για τις υποθαλάσσιες αποθήκες αερίου και πετρελαίου;
Οσο περνά ο καιρός και η αστάθεια επικρατεί ευρύτερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο καθίσταται ολοένα σαφέστερο ότι η Ελλάδα δεν έχει τύχη εκτός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης το επικύρωσε και η γεωπολιτική αστάθεια το επιβεβαιώνει καθημερινά.
Εκτός Ευρώπης η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σχεδόν αυτόματα σε παρία και θα μετρούσε, πέραν των μεγάλων οικονομικών απωλειών, και εθνικές απώλειες. Τυχόν δε επιδείνωση των πολιτικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή είναι ικανή να απειλήσει την ελληνική σταθερότητα και εθνική ασφάλεια. Πράγμα που δεν επιτρέπει σε κανέναν νοήμονα να σκέπτεται οτιδήποτε άλλο πέραν της ενεργότερης ελληνικής ενσωμάτωσης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ωστόσο, παρότι κοινή είναι η πεποίθηση για τις προοπτικές μας εκτός Ευρώπης, το εσωτερικό μέτωπο παραμένει προβληματικό και εγκλωβισμένο από πολιτικές δυνάμεις που δεν δύνανται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής.
Ο πρωθυπουργός κ. Αντ. Σαμαράς προσπαθεί να διαχειριστεί με έναν τρόπο την κατάσταση. Το τελευταίο διάστημα παλεύει να αξιοποιήσει τη γερμανική οπισθοχώρηση, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία Γιούνκερ, αλλά από εκεί και πέρα καταδιώκεται από τις εσωτερικές αντιφάσεις της κυβέρνησης και του κόμματός του.
Δίνει μικρές διαχειριστικές μάχες, αλλά μοιάζει να αποφεύγει, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, την κυρίαρχη μάχη των μεγάλων αλλαγών.
Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανώς επιδρά λόγω της διεκδίκησής του και στην κυβερνητική πολιτική, δεν έχει δείξει έως τώρα τις πραγματικές διαθέσεις του στο πεδίο των μεγάλων αλλαγών.
Οι διακηρύξεις του παραπέμπουν μάλλον σε αντιμεταρρύθμιση παρά σε μεταρρύθμιση συμβατή της εποχής που διανύουμε.
Θα περίμενε κανείς στις παρούσες συνθήκες από μια ισχυρή διεκδικητική δύναμη εξουσίας να υιοθετήσει ένα σχήμα μεγάλων αλλαγών που θα κατέτειναν σε ένα νέο επιτελικό κράτος, ικανό να κάνει μεγάλες επενδύσεις,να καθοδηγεί τους νέους σε ιδιωτικές επενδύσεις, να προσφέρει πραγματική εκπαίδευση συμβατή με τις ανάγκες της χώρας, να απονέμει δικαιοσύνη και να επιλέγει για την Προεδρία της Δημοκρατίας ένα πρόσωπο αγαπητό που θα συμβολίζει την ενότητα των Ελλήνων και τίποτε άλλο.
Η χώρα, παρά τις γκρίνιες και τα μυξοκλάματα των περισσοτέρων, έχει και τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες να εκμεταλλευθεί την αδυναμία των ισχυρών και κυρίως την ανάγκη του κόσμου για μια νέα ισορροπία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ