Οι ευρωεκλογές δίνουν και πάλι ένα παράδειγμα της έντονης εσωστρέφειας που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική ζωή. Την ειδησεογραφία απασχολούν σχεδόν αποκλειστικά οι ομιλίες των αρχηγών, οι δηλώσεις των υποψηφίων, οι εκλογικές επιπτώσεις στα κόμματα και το τι θα συμβεί τον Ιούνιο με την κυβέρνηση. Τα ΜΜΕ και οι ανταγωνιζόμενοι πολιτικοί σιωπούν για τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τις πιθανές επιπτώσεις τους στη χώρα, τις προτεινόμενες από τα ευρωπαϊκά όργανα νέες πολιτικές. Τα θέματα αυτά δεν ενδιαφέρουν. Κατά την άποψη που κυριαρχεί, οι εξελίξεις στην ευρωζώνη θα είναι πια ομαλές, η ανεργία, ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης ή οι δυσκολίες της τραπεζικής ένωσης είναι προσωρινά φαινόμενα. Το ενδιαφέρον στρέφεται στη ρύθμιση του χρέους, αν θα μας δοθεί παράταση στην εξόφληση, αν θα μειωθεί το επιτόκιο ή μήπως υπάρξει και «κούρεμα». Η απόλυτη βεβαιότητα όμως ότι έχουν ξεπερασθεί οι κίνδυνοι νέων επιπλοκών δεν ευσταθεί. Είναι αβέβαιον αν οι οικονομικές εξελίξεις θα είναι ευνοϊκές και αν θα προκαλέσουν ή όχι νέες ταλαιπωρίες στην Περιφέρεια. Βέβαιον είναι, αντίθετα, ότι θα υπάρξουν σημαντικές μεταβολές στις θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που μας αφορούν. Πορευόμαστε έτσι και πάλι όπως το 2006, ανέτοιμοι και αισιόδοξοι, με τη βεβαιότητα ότι η ευρωζώνη θα λύσει και τα προβλήματά μας. Η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική.
Το παράδειγμα της ενιαίας αγοράς καταδεικνύει το τρέχον πρόβλημα στην ευρωζώνη. Κατά την άποψη που επικρατούσε στην Ενωση τη δεκαετία του 1980 η δημιουργία της ενιαίας αγοράς θα οδηγούσε χάρη στην όλο και στενότερη διασύνδεση των οικονομιών στην υπέρβαση της κυριαρχίας των κρατών-εθνών και στην πολιτική ενοποίηση. Οι αυτοματισμοί της αγοράς θα έλυναν τα διάφορα προβλήματα που θα προέκυπταν στην πορεία αυτή. Η θέσπιση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και η εκχώρηση εκτεταμένων αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να παρεμβαίνει όπου παρουσιάζονταν δυσλειτουργίες, δεν κρίνονταν αναγκαίες. Επιβεβλημένες, αντίθετα, εθεωρούντο οι δράσεις που θα εξασφάλιζαν την ανεμπόδιστη λειτουργία του ανταγωνισμού. Ενιαία αγορά και ελεύθερος ανταγωνισμός θα εξασφάλιζαν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την αύξηση της ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών. Για τον λόγο αυτόν παρέμειναν περιορισμένες και οι εξουσίες του Ευρωκοινοβουλίου. Η ανάμειξή του θα οδηγούσε σε πολιτικές πρωτοβουλίες υπέρ διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Οσο πιο ελεύθερες όμως ήταν οι οικονομικές δραστηριότητες τόσο πιο πιθανό θα ήταν ένα θετικό για όλους αποτέλεσμα.
Η κρίση διέψευσε τραγικά τις αναμονές. Παρά την ενιαία αγορά και την απεριόριστη ελευθερία ιδίως των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, οι οικονομίες των χωρών της Περιφέρειας αντιμετώπισαν μετά το 2008 τον κίνδυνο της κατάρρευσης και μαζί τους το τραπεζικό σύστημα της Ενωσης. Η ευρωζώνη, για να προλάβει τα χειρότερα, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε συνεχείς παρεμβάσεις στο καθιερωμένο πλέγμα ρυθμίσεων. Ο κίνδυνος απετράπη. Παρά τις προσπάθειες όμως για την αποδοχή κοινών αρχών δημοσιονομικής πολιτικής, την καθιέρωση κατευθύνσεων για την ανάπτυξη και την απασχόληση, την αμοιβαιοποίηση μέρους των χρεών με το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και τη δημιουργία της ενιαίας τραπεζικής αγοράς, η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι έντονη. Το ερώτημα πώς θα εξασφαλιστούν μελλοντικά η σύγκλιση και η συνοχή παραμένει αναπάντητο.
Πρόβλημα αποτελεί και η επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Θέματα όπως η ανεργία, οι ανισότητες των εισοδημάτων, η προστασία των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού και ο κοινωνικός αποκλεισμός έπρεπε κατά την επικρατούσα επί δεκαετίες άποψη να αντιμετωπιστούν είτε από τα κράτη-μέλη είτε με ειδικές πολιτικές περιορισμένης εμβέλειας από την Ενωση.
Δεν συνδέονταν με τη γενικότερη οικονομική πολιτική διότι ο συσχετισμός τους θα οδηγούσε σε παρεμβάσεις στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Η κρίση απέδειξε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ οικονομικής πολιτικής που υπάγεται στην αρμοδιότητα της υπερεθνικής οντότητας και κοινωνικής πολιτικής που είναι πεδίο δραστηριοποίησης των κρατών δεν ευσταθεί. Τα εκατομμύρια άνεργοι, η θεαματική πτώση εισοδημάτων, η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και η δραματική μείωση των πόρων για τις υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας ήταν αποτέλεσμα της ανέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς και της πολιτικής λιτότητας που ακολούθησε. Χρειάζεται λοιπόν και στο ευρωπαϊκό επίπεδο ένα πλαίσιο κανόνων που να διασφαλίζει κοινωνική δικαιοσύνη. Το ερώτημα με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί παραμένει αναπάντητο.
Οι καθυστερήσεις, οι δισταγμοί, οι αντικρουόμενες απόψεις κατά τη διαδικασία συσσωμάτωσης δεν είναι τυχαία. Λείπει ακόμη μια κοινή άποψη για τον επιδιωκόμενο στόχο, τον βαθμό της ενοποίησης και τις δεσμεύσεις που οφείλουν να αναλάβουν τα κράτη-μέλη. Ενα παράδειγμα αποτελεί η κοινή δημοσιονομική πολιτική. Θεωρείται στην ευρωζώνη αναγκαία. Παρ’ όλα αυτά, σε πολλές χώρες βουλευτές, κυβερνητικοί παράγοντες αλλά και πολίτες δεν δέχονται το κράτος τους να χάσει τη δυνατότητα του καθορισμού του ύψους των φόρων, της χορήγησης επιδομάτων, της αύξησης ή της μείωσης των κρατικών δαπανών. Η δημοσιονομική ενοποίηση παραμένει γι’ αυτό στα σκαριά.
Οι διαφορές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αναδείχθηκαν κύρια αιτία της κρίσης. Είναι κοινή άποψη ότι θα πρέπει να βρεθεί τρόπος υπέρβασής τους. Παρά τις πολλές προτάσεις όμως που έχουν κατατεθεί, η ευρωζώνη δεν έχει διαμορφώσει ακόμη ένα σχέδιο αντιμετώπισής τους. Λύσεις όπως η μεταβίβαση πόρων στην περιφέρεια, η διαφοροποίηση στους επιτρεπτούς ρυθμούς του πληθωρισμού και η αμοιβαιοποίηση των χρεών με ευρωομόλογα δεν γίνονται δεκτές από τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Το κύριο εμπόδιο σε μια συμφωνία είναι το τεράστιο ποσό χρημάτων που απαιτείται, που ίσως φτάνει τα δεκάδες τρισ. ευρώ.
Αβεβαιότητα υπάρχει για τη μέθοδο διαμόρφωσης μιας κοινής πολιτικής. Οι Συνθήκες έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα τελευταία 15 χρόνια όμως και ιδίως στη διάρκεια της κρίσης έχασε την ηγετική θέση της. Την υποκατέστησαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (Eco/Fin) και η Προεδρία της Ενωσης. Η μεταβολή αυτή επέφερε και μια αλλαγή στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Η διακυβερνητική συνεργασία και όχι η κοινοτική μέθοδος καθορίζει την πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβαθμίστηκε σε σημαντικά θέματα σε διεκπεραιωτή εντολών. Είναι όμως αμφίβολο αν η ενοποίηση μπορεί να προχωρήσει αποτελεσματικά με τη σημερινή μέθοδο εργασίας. Λείπει ο μοχλός που μπορεί να παρακινήσει τις πρωταγωνίστριες χώρες στην ενασχόληση των προβλημάτων και στη γρήγορη αντιμετώπισή τους.
Οι επισημάνσεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι η Ενωση, η ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπα με την ανάγκη να διαμορφώσουν κοινές πολιτικές σε κρίσιμους τομείς και να αναμορφώσουν τον τρόπο της συλλογικής λειτουργίας τους. Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητείται ούτε από τα μεγάλα κράτη ούτε από τα όργανα της Ενωσης. Λύσεις όμως δεν έχουν προκύψει ακόμη. Η παρατηρούμενη καθυστέρηση ενέχει τον κίνδυνο είτε μιας βαθμιαίας διάλυσης είτε του διαχωρισμού της Ενωσης σε δύο ή και περισσότερους κύκλους κρατών, ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξής τους και τη δυνατότητα συνεργασίας τους σε μια αυστηρή ενοποιητική διαδικασία.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συμμετάσχει στις επερχόμενες μεταβολές αν θέλει να κατοχυρώσει τα συμφέροντά της. Θα πρέπει και αυτή να συγκεκριμενοποιήσει στόχους, σχέδια και συμμαχίες. Στις ευρωεκλογές κρίνεται αν θα ακολουθήσει πολιτική αποστασιοποίησης από την Ενωση και την ενοποιητική προσπάθεια ή αν θα συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού οικοδομήματος και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στην πρώτη περίπτωση θα οδηγηθεί σε βαθμιαία απομόνωση και σε μια μονίμως υποβόσκουσα κρίση. Στη δεύτερη θα εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα την κατοχύρωση των συμφερόντων της και τις προϋποθέσεις υπέρβασης της κρίσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ