Η πρώτη περίοδος της οικονομικής κρίσης κυριαρχήθηκε από το δίλημμα «διάσωση ή χρεοκοπία» και από την αντίθεση «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί».
Στη δεύτερη φάση της, από το φθινόπωρο του 2011 και ως τις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου του 2012, τα πολιτικά πράγματα της χώρας ορίστηκαν από το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή».
Από τα καταλυτικά αποτελέσματα εκείνων των εκλογών και την ανάδειξη νέων πολιτικών δυνάμεων η χώρα άρχισε, υποτίθεται, να κινείται μεταξύ «συστημικών» και «αντισυστημικών» και αργότερα με την εμφάνιση και άλλων φιλόδοξων σχημάτων μεταξύ «παλαιού» και «νέου», «διαφορετικού» ή «αντισυμβατικού».
Κινούμενη η ελληνική κοινωνία εν μέσω των παραπάνω αντιθέσεων και διλημμάτων, έφερε στο προσκήνιο νέα κόμματα με λόγο οξύ και ακραία συμπεριφορά. Η ελληνική πολιτική εισήλθε βαθμιαία σε μια φάση πολιτικού ανορθολογισμού, η οποία, ωστόσο, παρά τις ξεχωριστές συνθήκες, δεν μπορούσε να έχει διάρκεια σε μια χώρα με εδραιωμένο το δημοκρατικό κεκτημένο.
Η περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ είναι χαρακτηριστική και δηλωτική της άνθησης αλλά και της υποχώρησης τέτοιων ανορθολογικών πολιτικών μορφωμάτων στον καιρό της κρίσης.
Αλλά και οι νέες πολιτικές απόπειρες, πρώτα οι «58», έπειτα η Ελιά και το Ποτάμι, όπως και η ευθεία εισβολή επιχειρηματιών στον στίβο της πολιτικής, είναι φαινόμενα τα οποία εξηγούνται από την επίδραση που άσκησε και ασκεί εξελισσόμενη η οικονομική κρίση στο σώμα της πολιτικής.
Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, μετά και τις ευνοϊκές για τη χώρα οικονομικές εξελίξεις, την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, την άνετη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, την επάνοδο στις αγορές και τη διαφαινόμενη επαναρρύθμιση των ελληνικών χρεών, ένα κύμα νεοορθολογισμού φαίνεται να διαπερνά την ελληνική κοινωνία επιτρέποντας στις καταδιωκόμενες και πολλαπλώς αμφισβητούμενες τα προηγούμενα χρόνια κυβερνητικές δυνάμεις να καλλιεργούν προσδοκίες εξόδου από την κρίση και να θέτουν εν όψει των επερχόμενων διπλών εκλογών το δίλημμα «σταθερότητα ή αστάθεια».
Λογικά, λοιπόν, οι ψηφοφόροι στις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις θα ψηφίσουν υπό την επίδραση των πολλών διαφορετικών εντυπώσεων που απεκόμισαν και των μεταβαλλόμενων συναισθημάτων που διαμορφώνουν οι φάσεις της τετράχρονης οικονομικής κρίσης.
Μέχρι πρότινος οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι το παιχνίδι έχει κριθεί υπέρ της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και ότι οι πολίτες θα επιλέξουν με γνώμονα προηγούμενες παραστάσεις ή μόνο με τον θυμό και την τιμωρητική διάθεση που οι τραγικές συνέπειες της κρίσης άφησαν πίσω τους.
Ωστόσο η ζωή κυλάει, τα συναισθήματα αμβλύνονται, οι προτεραιότητες των πολλών ανθρώπων μεταβάλλονται, οι συνειδήσεις επίσης επηρεάστηκαν και επηρεάζονται, τίποτε δεν μένει στάσιμο, όλα εξελίσσονται και βεβαίως οι επιλογές των πολιτών διαφοροποιούνται.
Ηδη με την άμβλυνση της αντίθεσης «Μνημόνιο – αντιμνημόνιο» «καίγονται» αρκετές από τις δυνάμεις που ανεδείχθησαν στα χρόνια της μεγάλης έντασης. Οι Ανεξάρτητοι Ελληνες του κ. Καμμένου πνέουν τα λοίσθια καθώς ξέμειναν από καύσιμη ύλη.
Τα στελέχη της λαϊκής Δεξιάς, επίσης, που θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κ. Καμμένου μάλλον επιχειρούν λάθος βήμα σε λάθος χρόνο και δεν φαίνεται να έχουν καμία τύχη παρά να αποκτήσουν κάποιες χαμηλές βάσεις διαπραγμάτευσης για το επόμενο κύμα πολιτικής ανασυγκρότησης του χώρου.
Η ΔΗΜΑΡ, από την πλευρά της, θα πληρώσει, όπως όλα δείχνουν, τη διαρκή ταλάντευση που τη χαρακτηρίζει.
Η Χρυσή Αυγή είναι ειδική περίπτωση, ξεχωριστό φαινόμενο από μόνη της, πιέζεται αυτή την ώρα ολοκληρωτικά, αλλά κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει με ασφάλεια τη θέση της στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Το Ποτάμι είναι επίσης μια ξεχωριστή περίπτωση. Είναι το νεότερο σχήμα που ανέδειξε η κρίση στην τελευταία φάση της. Ορισμένοι θεωρούν ότι έχει την ευκαιρία να παίξει ρόλο καταλύτη, άλλοι πιστεύουν ότι απλώς εκμεταλλεύθηκε τον δρόμο που άνοιξαν και εγκατέλειψαν οι «58» και κάποιοι τρίτοι το αντιμετωπίζουν ως μόδα που θα περάσει.
Η συγγενής Ελιά θα ορισθεί από τη φθορά που το ΠαΣοΚ υποστεί και από την όποια κινητοποίηση μπορεί να προκαλέσει το αίτημα αναδιοργάνωσης της Κεντροαριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, έδειξε αδυναμία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Δεν αποδέχθηκε ποτέ το πρωτογενές πλεόνασμα, αμφισβήτησε σχεδόν ως μη γενόμενη την επάνοδο στις αγορές, αρνήθηκε επί της ουσίας κάθε προοπτική εξόδου από την κρίση και ξέμεινε να παλεύει στο εσωτερικό του αν θα πρέπει να υπάρχει έτοιμο σχέδιο για ενδεχόμενη επάνοδο στη δραχμή. Και το κρισιμότερο όλων, συγκρουόμενος εσωτερικά και μη αποδεχόμενος τις νέες συνθήκες, δεν επέτυχε ούτε τη διεύρυνσή του –πράγμα πρωτοφανές για κόμμα εξουσίας.
Η Νέα Δημοκρατία και συγκεκριμένα ο κ. Σαμαράς επενδύει στους φόβους και στις αγωνίες του αστικού πληθυσμού που αποζητεί σταθερότητα και ηρεμία.
Ελπίζει για ακόμη μία φορά στην ενεργοποίηση των συντηρητικών ανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας και προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τις προσδοκίες που αναγέννησαν οι εξελίξεις στην οικονομία.
Κανείς βάσει των παραπάνω δεν μπορεί να δώσει ασφαλή πρόβλεψη, πέραν του ότι η Ελλάδα θα βαδίσει από εδώ και πέρα δρόμο ευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό. Αυτό δεν αλλάζει κατά τα φαινόμενα με καμία δύναμη.
Ωστόσο το μήνυμα των εκλογών θα είναι πολυσήμαντο και ικανό να προκαλέσει πολιτικό σεισμό. Τα κόμματα μετά τις ευρωεκλογές θα μετασχηματισθούν και οι παρατάξεις θα ανασυνταχθούν.
Κατά τις προβλέψεις των ειδικών θα συγκροτηθεί μια αμιγώς δεξιά παράταξη, μια κεντρώα, μια κεντροαριστερή και μια αμιγώς αριστερή. Ουσιαστικά έχουμε εισέλθει σε νέα ιστορική περίοδο.
Ηδη εξελίσσεται ο ριζικός μετασχηματισμός της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας και έρχεται με φόρα ο πολιτικός μετασχηματισμός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ