Ενισχύεται περαιτέρω το θετικό κλίμα για την Ελλάδα στις διεθνείς αγορές, δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας. Μετά την επιστροφή στις αγορές και την ολοκλήρωση των αυξήσεων κεφαλαίου από Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank, σειρά παίρνουν τώρα Eurobank και Εθνική Τράπεζα, οι οποίες σχεδιάζουν να «σηκώσουν» περί τα 5,5 δισ. ευρώ. Με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος ταχύτερα από τις αρχικές προβλέψεις, αίρεται ένα σημαντικό εμπόδιο για να απεμπλακεί η χώρα από τη μακροχρόνια ύφεση και να επιστρέψει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα


Στη διαμόρφωση του ευνοϊκότερου περιβάλλοντος χρηματοδότησης της χώρας έχουν συμβάλει οι δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για περαιτέρω ενίσχυση της ρευστότητας. Ο Μάριο Ντράγκι, φοβούμενος τις συνέπειες της υποχώρησης του πληθωρισμού, της υψηλής ανεργίας και της ανατίμησης του ευρώ, η οποία δημιουργεί προβλήματα στις εξαγωγές και πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης, προανήγγειλε κινήσεις περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
Εκτός από τα παραδοσιακά μέσα, δηλαδή τη μεταβολή των επιτοκίων του ευρώ, τα οποία όμως βρίσκονται μόλις στο 0,25% και ως εκ τούτου αφήνουν ελάχιστα περιθώρια κινήσεων, άφησε ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Αυτά αφορούν την αγορά ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, τη διαμόρφωση αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων με την επιβολή ποινών στις τράπεζες που συγκεντρώνουν το χρήμα αντί να το διοχετεύουν στην αγορά και άλλα μέτρα απευθείας παροχής μακροχρόνιας ρευστότητας στις τράπεζες. Ολα αυτά έχουν στόχο να διευκολυνθούν όλες οι οικονομίες, ακόμη και η ελληνική.
Αν και ορισμένοι εκτιμούν ότι ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης μπορεί να δράσει ακόμη και πριν τις ευρωεκλογές, πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν τοποθετούν την κίνηση τον Ιούνιο. Οπως αναφέρουν, τότε θα έχουν δημοσιοποιηθεί οι προβλέψεις της ΕΚΤ για την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού και αυτό διευκολύνει τον Μάριο Ντράγκι να αποφύγει μια κίνηση πριν από τις ευρωεκλογές, κάτι που δεν επιθυμεί το Βερολίνο για προεκλογικούς λόγους.
Πάντως, στην Εαρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον το περασμένο Σαββατοκύριακο, η Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε και πάλι την ανάγκη άμεσης παρέμβασης της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της απειλής του αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη. Η επικεφαλής του ΔΝΤ υποστήριξε ότι είναι θέμα χρόνου η λήψη αντισυμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής, δηλαδή μέτρων πέρα από τη μεταβολή των επιτοκίων και από την ΕΚΤ. Ωστόσο, την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν, ο οποίος εκτιμά εξαιρετικά χαμηλό τον κίνδυνο αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη.
Από την πλευρά του, ο Μάριο Ντράγκι τόνισε ότι αν θέλουμε η νομισματική πολιτική να διατηρηθεί χαλαρή στον βαθμό που είναι σήμερα, ενδεχομένως να χρειαστεί και μια νομισματική παρέμβαση για τον περιορισμό της ανατιμητικής τάσης του ευρώ που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης. Επανέλαβε την άποψη ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει όχι μόνο νέα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης (μείωση επιτοκίων), αλλά και μη συμβατικά μέτρα, τονίζοντας ότι ο κίνδυνος δεν προέρχεται μόνο από την απειλή του αρνητικού πληθωρισμού, αλλά και από έναν παρατεταμένο χαμηλό πληθωρισμό.
Η διαφορές ανάμεσα στον χαμηλό πληθωρισμό και στον αποπληθωρισμό είναι πολύ μικρές, ιδιαιτέρως στην ευρωζώνη, όπου χώρες όπως η Ελλάδα έχουν αρνητικό πληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός είναι μια κατάσταση στην οποία ο μέσος όρος των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, αντί να ανεβαίνουν κάθε χρόνο, πέφτουν. Ως εκ τούτου, η οικονομία μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο, διότι ο κόσμος δεν αγοράζει, περιμένοντας οι τιμές να πέσουν κι άλλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των επενδύσεων και την περαιτέρω μείωση των τιμών εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης. Ετσι, το ΑΕΠ υποχωρεί και η οικονομία υποβαθμίζεται, κάτι που σημαίνει λιγότερα έσοδα για το κράτος και μείωση μισθών και απολύσεις για τους εργαζομένους.
Πληθωρισμός και αποληθωρισμός


Ομως τα όρια μεταξύ αποπληθωρισμού και χαμηλού πληθωρισμού είναι δυσδιάκριτα. Για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΚΤ, στόχος της ευρωζώνης είναι η ύπαρξη μικρού πληθωρισμού, δηλαδή σε επίπεδα κοντά στο 2%. Σήμερα ο μέσος πληθωρισμός της ευρωζώνης κινείται περί το 0,5%, που σημαίνει ότι για να ικανοποιήσει η ΕΚΤ τον στόχο του καταστατικού της –από τη στιγμή που τα κράτη ευρωπαϊκού Νότου τα οποία πλήττονται από την κρίση έχουν εξαιρετικά χαμηλό πληθωρισμό ή αρνητικό πληθωρισμό –οι χώρες του Βορρά θα πρέπει να έχουν πληθωρισμό πάνω από 2%. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο για τη Γερμανία, όπου πληθωρισμός υψηλότερος από 3% θεωρείται ταμπού.
Ωστόσο, δεν εκλείπουν οι παράγοντες αβεβαιότητας που μπορούν να ανατρέψουν το ευνοϊκό για την Ελλάδα σκηνικό. Οι ανησυχίες για τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία προβληματίζουν τις αγορές. Επιπλέον, η Κριστίν Λαγκάρντ χαρακτήρισε «αρκετά εύθραυστη» την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και επεσήμανε κινδύνους όπως η αποκλιμάκωση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας και οι αναταράξεις που μπορεί να προκαλέσει μια απότομη διακοπή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ