«Σ’ όποια δουλειά κι αν με βάλετε δε θ’ αποδώσω ποτέ όσα σε στρατό και πόλεμο. Αλλωστε, τώρα είναι και έξω από την όρεξή μου καθετί άλλο». Αυτά έγραφε στο υπόμνημά του προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ ο Αρης Βελουχιώτης στις 14 Φεβρουαρίου 1945 από τα Τρίκαλα, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Τέσσερις μήνες αργότερα ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ και θρύλος της εαμικής εθνικής αντίστασης αυτοκτονούσε στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα Αρτας περιτριγυρισμένος από παρακρατικές ομάδες και άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής, έχοντας στο πλευρό του το πρωτοπαλίκαρό του Τζαβέλλα. Τα κεφάλια των δύο ανταρτών-«λάφυρα» των διωκτών τους έγιναν αντικείμενο διαπόμπευσης κρεμασμένα από τον φανοστάτη στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων, ενώ κανείς δεν γνωρίζει τι απέγιναν μετά. Το μακάβριο θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα προσφάτως με την ανάρτηση στο Διαδίκτυο μιας φωτογραφίας η οποία, όπως υποστήριξαν οι υπεύθυνοι του blog XYZ Contagion, απεικονίζει «ανφάς» το κομμένο κεφάλι του Αρη. Το ίδιο θέμα όμως έρχεται στην επικαιρότητα και με μια άλλη αφορμή: την κυκλοφορία από «Το Βήμα της Κυριακής» των Αρχείων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, βάσει των οποίων τα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα «εδόθη διαταγή να ταφώσιν μετά την λήψιν διαφόρων φωτογραφιών κλπ. παρά της Σημάνσεως Χωροφυλακής Τρικάλων».
Ο ηγέτης του ΕΛΑΣ καταδίκασε τη Συμφωνία της Βάρκιζας και ήλθε σε αντίθεση με την επίσημη «γραμμή» της κομματικής ηγεσίας υπό τον Γιώργη Σιάντο. Ο Αρης είχε ταχθεί υπέρ της συνέχισης της ένοπλης δράσης εκπονώντας σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προτού οι Βρετανοί και η επίσημη κυβέρνηση γίνουν κυρίαρχοι της κατάστασης. Η ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά του 1944 και κατόπιν η υποχωρητική Συμφωνία της Βάρκιζας, που οδηγούσε στον αφοπλισμό του ΕΑΜ, έφεραν τον Βελουχιώτη σε ευθεία ρήξη με την ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία επιχείρησε να ελέγξει τον ανυπότακτο αντάρτη, δίχως όμως αποτέλεσμα. Η διαφωνία του κορυφώθηκε με την εξαγγελία του Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ), που σηματοδοτούσε τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα.
Η αποκήρυξη


«Σου συνιστούμε να ξανασκεφθείς καλά αυτό το ζήτημα» του έγραφε στις 3 Μαρτίου 1945 ο Σιάντος, καλώντας τον μάλιστα ως εφεδρεία στην Αθήνα. Εκείνος αρνείται. Ετσι έναν μήνα μετά η 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ προχωρεί στην αποκήρυξη και στη διαγραφή του, απόφαση η οποία όμως θα κρατηθεί κρυφή και μόνο δύο μήνες αργότερα θα δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη». Κατά τραγική σύμπτωση, ήταν την ημέρα που ο Βελουχιώτης θα άφηνε την τελευταία του πνοή, το Σάββατο 16 Ιουνίου 1945. Προηγουμένως, στις 29 Μαΐου 1945, είχε επιστρέψει από το στρατόπεδο του Νταχάου, όπου ήταν έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, διαψεύδοντας ωστόσο τις ελπίδες του Αρη, ο οποίος προσέβλεπε στη στήριξή του. Το κόμμα αποφάσισε «να καταγγείλει ανοικτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Αρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια)», ο οποίος «και ύστερα από τη σύναψη της Συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του». Εξήντα έξι χρόνια αργότερα (το 2011) το ΚΚΕ προέβη στην πολιτική αποκατάστασή του, όχι όμως και στην κομματική, διατηρώντας το «στίγμα» του διαγραφέντος. Οπως κατέληξε η ηγεσία του Περισσού, «είχε δίκιο (ο Βελουχιώτης) ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας», η άρνησή του όμως να παραδώσει τα όπλα «δεν δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας»!
Το ανθρωποκυνηγητό


Το ανθρωποκυνηγητό της ομάδας του Αρη καταγράφεται στα στρατιωτικά έγγραφα που συνέτασσε η Στρατιωτική Διοίκηση Λαρίσης και στις εκθέσεις της «περί του τρόπου εξοντώσεως του Αρη Βελουχιώτη και της Συμμορίας του»: «Η συμμορία του ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ αποτελείται από 84 άνδρας πρώην καπεταναίους και εγκληματίας του ΕΛΑΣ και μία γυναίκα, πιθανόν ερωμένη του. Ο οπλισμός της συμμορίας απετελείτο εκ τριών οπλ/λων, 2 βαρέων πολυβόλων, 1 ατομικού όλμου και 7 αυτομάτων (3 Στεν, 2 Τόμιγκαν, 2 μπερέττες), ακολουθούσαν την συμμορίαν 10 κτήνη φορτηγά, φορτωμένα με τας αποσκευάς των καπεταναίων και πυρ/κά. Εκ των ανδρών του οι 24 έφερον στρατ/κήν στολήν, οι δε υπόλοιποι ήσαν ρακένδυτοι. Ο Αρης επικεφαλής συμμορίας 35-40 ανδρών εισήλθε εις την περιοχήν της Στρατ. Δ/σεως την 13ην Μαΐου 1945. Διέρχεται τα διάφορα χωρία της περιοχής Νοτ. Πίνδου τρομοκρατών τους κατοίκους» αναφερόταν στο έγγραφο του στρατιωτικού διοικητή, συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Μουκανάκη.
Η αυτοκτονία


Εντοπισμένος –έπειτα και από υποδείξεις τσοπαναραίων και χωρικών –από τις παρακρατικές ομάδες του Βόιδαρου (οπλαρχηγού του Ζέρβα) και του Μόκκα με μέλη πρώην ΕΔΕΣίτες και από τους άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής, ο Βελουχιώτης βρέθηκε σε θανάσιμο κλοιό επιλέγοντας να δώσει τέλος στη ζωή του. Οι μαρτυρίες των ανδρών του μιλούν για έναν πυροβολισμό που άκουσαν όταν ο αρχηγός τούς έδωσε διαταγή να τραβήξουν προς τον Αχελώο ποταμό μένοντας εκείνος πίσω. Ο Τζαβέλλας που έτρεξε κοντά του τον είδε νεκρό. Εσκισε τις φωτογραφίες του, έσπασε το ρολόι και το πιστόλι του, τον «Ελβετό», και όταν απομακρύνθηκαν οι υπόλοιποι αγκάλιασε το άψυχο σώμα του Αρη και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας. Υπάρχει όμως και η εκδοχή ότι ο Βελουχιώτης έβαλε τέλος στη ζωή του με τη χειροβομβίδα έχοντας δίπλα του τον Τζαβέλλα, όπως ανέφερε η ανταπόκριση από τη Λάρισα του «Ριζοσπάστη» (Τρίτη 19 Ιουνίου 1945): «Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Αρης τραυματίστηκε και για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα της οποίας προκάλεσε την έκρηξη. Με την ίδια χειροβομβίδα σκοτώθηκε και ο Τζαβέλλας». Οσον αφορά την εκδοχή του Στρατού, αυτή ήταν ότι ο 40χρονος αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ σκοτώθηκε από τους διώκτες του:
Η συμπλοκή


«Η τελική συμπλοκή εξοντώσεως της συμμορίας του ΑΡΗ έλαβεν χώραν εις θέσιν ΦΑΓΓΟ της περιοχής χωρίου ΜΕΣΟΥΝΤΑ (S. 4111). Ηρχισεν την 19ην ώραν της 15ης τρέχοντος συναφθείσης διώρου μάχης και καθ’ όλην την νύκτα ανταλλάσσοντο αραιά πυρά. Επανελήφθη την πρωίαν της 16ης τρεχ. με αποτέλεσμα την διάλυσιν της συμμορίας και τον φόνον των καπεταναίων ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ και ΤΖΑΒΕΛΛΑ. Αι κεφαλαί του ΑΡΗ και ΤΖΑΒΕΛΛΑ απεκόπησαν παρά του καπετάνιου ΔΡΑΚΟΥ, όστις προσπαθεί να διαφύγη με σκοπόν να μη γνωσθή ο θάνατός των και τρομοκρατηθώσι οι οπαδοί των. Εξ συμμορίται συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο καπετάν ΔΡΑΚΟΣ με τας κεφαλάς των Αρχηγών. Επίσης συνελήφθησαν την επομένην άλλοι δύο, μεταξύ των οποίων και η ερωμένη του ΑΡΗ. Εκ των συμμοριτών εφονεύθησαν κατά την συμπλοκήν 6, αρκετοί ερρίφθησαν εις τον ΑΧΕΛΩΟΝ και τινες, περίπου 10, διέφυγον προς ΠΕΤΡΟΜΠΑ και οι υπόλοιποι διελύθησαν τραπέντες εις την περιοχήν ΑΡΤΗΣ. Εκ των Εθνοφυλάκων ουδείς έπαθε τι» ανέφερε η έκθεση του συνταγματάρχη Μουκανάκη.
Η «παρέλαση»


Τα κεφάλια των δύο ανταρτών έκοψε ο συλληφθείς καπετάν Δράκος με σουγιά κατ’ εντολήν του Βόιδαρου. Τοποθετήθηκαν σε έναν ντορβά και παραγεμισμένα με αλάτι τα πήγαν στα Τρίκαλα, όπου τα κρέμασαν σε κοινή θέα από τον φανοστάτη που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Η «Ακρόπολη» θα γράψει: «Πυκνά πλήθη παρήλασαν από την πλατείαν όπου ήσαν ανηρτημέναι αι κεφαλαί διά σχοινίων από τον πάσσαλον. Το θέαμα ήτο φρικιαστικόν…». Στο σημείο θα λάβουν χώρα γλέντια των παρακρατικών με νταούλια και ζουρνάδες. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Ελευθερίας» του Κόκκα (19 Ιουνίου 1945), «αργά την νύκτα (σ.σ.: προφανώς της προηγουμένης) αι Αρχαί απέσυρον τας εκτεθειμένας κεφαλάς, πιστεύεται δε ότι ούται ταριχευόμεναι θα μεταφερθούν εν ταύθα. Τα πτώματα εγκατελείφθησαν εις τον τόπον της μάχης».
Αυτή η πληροφορία συνδέθηκε και με το ταξίδι στα Τρίκαλα του Ναπολέοντα Ζέρβα για να πιστοποιήσει την εξόντωση του θανάσιμου εχθρού του –και μακρινού συγγενούς του –Αρη Βελουχιώτη. Μετά τις κανιβαλικές εκδηλώσεις γύρω από τον φανοστάτη τα κεφάλια μεταφέρθηκαν μέσα σε τσουβάλι από παρακρατικούς και χωροφύλακες στην τότε Διοίκηση Χωροφυλακής, σε ένα υπόγειο, όπου τοποθετήθηκαν μέσα σε τσίγκινο καζάνι με πάγο και αλάτι μέχρι να τα δει ο πρώην ηγέτης του ΕΔΕΣ. Οι παρακρατικοί διέδιδαν τη φήμη ότι τα κεφάλια «τα πέταξαν στα σκυλιά», ενώ η εκδοχή που υποστηρίχθηκε πολύ αργότερα, ότι τα κεφάλια ούτε θάφτηκαν αλλά ούτε πετάχτηκαν αλλά μεταφέρθηκαν από τον ίδιο τον Ζέρβα στην Αθήνα, στο Εγκληματολογικό Μουσείο, όπου βρίσκονταν τα κεφάλια των φημισμένων ληστάρχων Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τζαμήτρα κ.ά., ουδέποτε επιβεβαιώθηκε.
Η «Ελεύθερη Ελλάδα», το όργανο του ΕΑΜ, ζητούσε στις 20 Ιουνίου 1945 να κατεβάσουν τα κεφάλια από τον φανοστάτη και να τα μεταφέρουν στον Γοργοπόταμο για να ταφούν εκεί και ζητούσε «να μη μιλούν για ταρίχευση και για μεταφορά του λειψάνου στην Αθήνα». Σύμφωνα με τα στρατιωτικά έγγραφα του ΓΕΣ, εδόθη διαταγή να ταφούν αφού πρώτα ληφθούν οι απαραίτητες φωτογραφίες από το Τμήμα Σημάνσεως της Χωροφυλακής Τρικάλων. Αυτό επιβεβαίωνε και η «Ακρόπολις» των ημερών, η οποία έγραψε: «Αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη συμφώνως προς εντολήν των Αρχών», χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πραγματικά κανείς ως σήμερα αν και πού ετάφησαν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ