Την ανάγκη δημιουργίας επιχειρήσεων-εθνικών πρωταθλητών, οι οποίες θα προκύψουν από την ανασυγκρότηση προβληματικών επιχειρηματικών κλάδων και θα είναι σε θέση να βγουν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, θεωρεί ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ. Μιχάλης Σάλλας προϋπόθεση για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση. «Θα πρέπει να μάθουμε να παράγουμε για τη διεθνή αγορά ανεξάρτητα από το πού προορίζεται η παραγωγή μας» αναφέρει χαρακτηριστικά. Παράλληλα επισημαίνει ότι θα πρέπει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διαμόρφωση θεσμικών συνθηκών που θα ευνοούν την επιχειρηματικότητα και θα βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία προχωρεί σε μεγάλη αύξηση κεφαλαίου και σε έκδοση ομολογιακού δανείου, διαπιστώνει βελτίωση του κλίματος στις διεθνείς αγορές, καθώς ο πολιτικός κίνδυνος έχει υποχωρήσει, ενώ θεωρεί την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών για την ελληνική οικονομία «κλειδί» για την ανάκαμψη.

Για ποιον λόγο η Τράπεζα Πειραιώς προχωρεί σε μεγάλη αύξηση κεφαλαίου αντλώντας περισσότερα κεφάλαια από αυτά που της ζητεί η ΤτΕ;
«Από τη στιγμή που υπάρχει το ενδιαφέρον για συμμετοχή των ιδιωτών στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας, με σκοπό τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία δράσης για την ισχυρότερη συνεισφορά στην αναπτυξιακή διαδικασία του τόπου, θεωρήσαμε σκόπιμο η τράπεζα να προχωρήσει σε αυτήν την αύξηση κεφαλαίου. Οι αυξήσεις γίνονται για να ενισχυθούν τα κεφάλαια των τραπεζών και να θωρακιστεί περαιτέρω ο ισολογισμός τους, ώστε με μεγαλύτερη άνεση να υποστηρίξουν την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες».
Πριν από περίπου εννέα μήνες ολοκληρώθηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Γιατί οι τράπεζες χρειάζονται και πάλι λεφτά;
«Οι τράπεζες δεν χρειάζονται άμεσα πρόσθετα κεφάλαια για τη λειτουργία τους. Αυτό που έγινε ήταν μια άσκηση προσομοίωσης σε ακραίες συνθήκες, την οποία διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος για να εκτιμήσει τις ενδεχόμενες ανάγκες των τραπεζών σε κεφάλαια, λαμβάνοντας υπόψη τις αναμενόμενες ζημιές για τη συνολική διάρκεια ζωής του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Βάση της άσκησης ήταν η αξιολόγηση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών από την BlackRock. Ετσι προέκυψαν τα κεφάλαια που ανακοινώθηκαν για κάθε τράπεζα. Το ότι οι τράπεζες προχωρούν σήμερα σε αυξήσεις κεφαλαίου σχετίζεται κυρίως με την πρόθεση επιστροφής των προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου, που μειώνει άμεσα το δημόσιο χρέος, καθώς επίσης και με την ενίσχυση της παρουσίας των ιδιωτών στο μετοχικό τους σχήμα. Αυτό άλλωστε προβλέπεται στον νόμο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), ο οποίος δίνει χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών για τη σταδιακή αποχώρηση του Δημοσίου από τις τράπεζες».

Καλύπτουν τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών τα 6,4 δισ. ευρώ που υπολόγισε η ΤτΕ ή θα χρειαστούν και άλλα χρήματα στο μέλλον;
«Οι υπολογισμοί της ΤτΕ έγιναν με μια πολύ αυστηρή προσέγγιση του θέματος. Θα έλεγα λοιπόν ότι τα 6,4 δισ. ευρώ είναι ένα υπερβολικό ποσό».
Τότε γιατί το ΔΝΤ ζητεί περισσότερα λεφτά;
«Δεν έχω υπόψη μου να έχει γίνει κάποια μέτρηση από το ΔΝΤ. Δεν γνωρίζω αν έχει κάποιον μηχανισμό το ΔΝΤ ή κάποια δική του μεθοδολογία αξιολόγησης τραπεζών. Η συζήτηση για τις κεφαλαιακές ανάγκες αφορά τους εποπτικούς φορείς, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους επενδυτές που αξιολογούν για να επενδύουν ή όχι σε μια τράπεζα. Αυτήν ιδιαίτερα την περίοδο πρέπει να αφήσουμε αποκλειστικά να κρίνουν την εκτίμηση της ΤτΕ οι αγορές».
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να θέσει υπό δημόσια ιδιοκτησία τις τράπεζες που χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα. Πώς σχολιάζετε αυτές τις θέσεις;
«Κατά την άποψή μου είναι προτιμότερο τα κεφάλαια για την ανάπτυξη της αγοράς και της οικονομίας να τα βάζουν οι ιδιώτες παρά να δανείζεται το Δημόσιο για να ενισχύει τις τράπεζες ή άλλες επιχειρήσεις. Σας θυμίζω ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών έγινε για να υποκατασταθούν τα κεφάλαια των ιδιωτών μετόχων, οι οποίοι «εθελοντικά», μέσω της συμμετοχής στο PSI, τα διέγραψαν για τη μείωση του ελληνικού χρέους».
Σε πρόσφατη ομιλία σας αναφερθήκατε στην ανάγκη ανασυγκρότησης προβληματικών επιχειρηματικών κλάδων. Υπάρχει σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας;
«Ενα από τα μεγάλα θέματα της ελληνικής αγοράς είναι το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της δραστηριότητας και της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Οπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, χρειάζεται να γίνουν συγχωνεύσεις σε πολλούς κλάδους, αυξήσεις κεφαλαίων εταιρειών και αναδιαρθρώσεις ενεργητικού, με στόχο να σχηματιστούν εθνικοί πρωταθλητές οι οποίοι θα μπορούν να υποκαταστήσουν εισαγωγές ή να βγουν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές για να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Για τον σκοπό αυτόν πρέπει να δημιουργηθούν επιχειρήσεις μεγαλύτερης οικονομίας κλίμακας και υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Αν δημιουργήσουμε τέτοιες επιχειρήσεις, τότε θα μπορούν και οι μικρότερες, στο πλαίσιο της αναβάθμισης των κλάδων τους, να λειτουργήσουν με έναν πολύ πιο ανταγωνιστικό τρόπο».

Υπάρχει σύγχρονη επιχειρηματική τάξη που να ηγηθεί της προσπάθειας ανάκαμψης της οικονομίας;
«Το πρόβλημα για τη χώρα είναι η έλλειψη επιχειρηματικού περιβάλλοντος και όχι επιχειρηματικής τάξης. Πάρτε για παράδειγμα το φορολογικό πλαίσιο, κατ’ εξοχήν αντιεπιχειρηματικό και αντιαναπτυξιακό. Για να μη μιλήσουμε για το κόστος του χρήματος, για το ενεργειακό κόστος, τη γραφειοκρατία, τη διαιώνιση της εκδίκασης εμπορικών ή οικονομικών διαφορών, κτλ. Πολλά μπορεί να γίνουν στους τομείς αυτούς. Θα σας πω μόνο ένα παράδειγμα: εάν υπήρχε η φορολογική δυνατότητα απόσβεσης του συνόλου της παραγωγικής επένδυσης μιας επιχείρησης από την πρώτη της κερδοφορία, κάτι που ισχύει σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, τότε το επενδυτικό κλίμα θα βελτιωνόταν σημαντικά. Αν λοιπόν δεν τακτοποιηθούν όλα αυτά, δεν μπορούμε να περιμένουμε την ανάδειξη ενός μεγάλου αριθμού επιχειρηματιών ή να δημιουργείται μια σύγχρονη και μεγάλη επιχειρηματική τάξη. Ωστόσο υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός επιχειρηματιών οι οποίοι σε πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως οι σημερινές, έχουν μεγαλώσει τις επιχειρήσεις τους, έχουν κρατηθεί ανταγωνιστικά, παίζουν ρόλο όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή αγορά, και αυτό είναι προς τιμήν τους. Διότι το επιχειρηματικό περιβάλλον και η οικονομική κατάσταση σε αντίστοιχες χώρες της Ευρώπης είναι πολύ πιο ευνοϊκά απ’ ό,τι στην Ελλάδα».
Γιατί καθυστερούν όλες αυτές οι αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα;
«Ισως η καθημερινή διαχείριση της κρίσης τα τελευταία χρόνια απορρόφησε σε μεγάλο βαθμό τη δραστηριότητα των κομμάτων, των κοινωνικών φορέων και των εκπροσώπων των παραγωγικών τάξεων. Σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι σήμερα καλύτερα απ’ ό,τι ήταν λίγο καιρό πριν. Υπάρχει μια σοβαρή βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Εχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας, έχουμε θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα και, κυρίως, έχουμε συνειδητοποιήσει πώς πρέπει να πορευθούμε στο μέλλον».
Αρκεί η εκμηδένιση των δίδυμων ελλειμμάτων για να επιστρέψει η χώρα σε αναπτυξιακούς ρυθμούς;
«Είναι αναγκαία προϋπόθεση, αλλά όχι επαρκής. Πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι τα δίδυμα πλεονάσματα έχουν ισχυρά θεμέλια, ότι είναι διατηρήσιμα. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να επιμείνουμε σε μια συνεπή γραμμή αναφορικά με τη δημοσιονομική διαχείριση και τη συστηματική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας».
Τι περισσότερο πρέπει να γίνει;
«Χρειάζεται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την οικονομία μας από τη διεθνή αγορά. Το γεγονός ότι δύο ελληνικές τράπεζες προχωρούν σε μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου και ότι επιπλέον η Τράπεζα Πειραιώς βγαίνει στις αγορές χρήματος ύστερα από πέντε χρόνια, με έκδοση ομολογιακού δανείου, δείχνει τη βαθμιαία επανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών για την ελληνική οικονομία. Είμαστε μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης οικονομίας, μιας πολύ μεγαλύτερης αγοράς, αυτής της Ευρώπης. Υπάρχουν συνεπώς οι θεσμοί, οι διαδικασίες και τα μέσα στη διάθεση όλων μας. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι πολιτικοί μας είναι να διαμορφώσουν υγιέστερες θεσμικές συνθήκες, ώστε να αναδειχθεί η επιχειρηματικότητα και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η δυναμική που θα δημιουργηθεί θα ωθήσει και την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης. Οπως αντιλαμβάνεστε, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει την κατεύθυνση, υιοθετώντας αρχές και εφαρμόζοντας πολιτικές».
Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές;
«Οπως ότι το φορολογικό πλαίσιο θα εκσυγχρονιστεί, θα αποκτήσει αναπτυξιακό χαρακτήρα και μακροχρόνια σταθερότητα με ειδικές ρήτρες ώστε να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα. Οτι η εξωστρέφεια θα είναι στο επίκεντρο κάθε οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, ότι θα πρέπει να μάθουμε να σχεδιάζουμε και να παράγουμε για τη διεθνή αγορά ανεξάρτητα από το πού προορίζεται η παραγωγή μας. Οτι η υψηλή ποιότητα θα είναι το αντίβαρο σε κάθε περίπτωση δραστηριότητας που οι συνθήκες ανταγωνιστικότητας δεν την ευνοούν, κτλ.».
Μας βοηθά το ευρώ, δεν υπάρχει πολιτικός κίνδυνος

Ακούμε για όλα αυτά τα δισ. ευρώ που μπαίνουν στις τράπεζες, τα οποία όμως δεν φτάνουν στην οικονομία. Θα αλλάξει κάτι τώρα;

«Οι τράπεζες ασφαλώς και δίνουν χρήματα. Αλλά δεν μπορούν, για παράδειγμα, να αυξάνουν τη χρηματοδότηση σε εταιρείες των οποίων ο τζίρος συστηματικά μειώνεται και δεν έχουν τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων τους. Οι τράπεζες διαχειρίζονται και πρέπει να προστατεύουν τα χρήματα των καταθετών τους. Εάν όποιος ζητούσε δάνεια τα έπαιρνε, χωρίς κριτήρια, τότε οι τράπεζες θα κατέρρεαν, οι καταθέτες θα έχαναν τα χρήματά τους και τα αποτελέσματα για την οικονομία θα ήταν καταστροφικά. Τα χρήματα που δίδονται στην αγορά, στον βαθμό φυσικά που υπάρχουν, θα πρέπει να δίδονται με σύνεση και πάντα προς όφελος του υγιούς ανταγωνισμού και της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας».
Πώς μπορούν οι τράπεζες να παίξουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας και τελικά στην ανάκαμψη;
«Οι τράπεζες συνεχώς αναχρηματοδοτούν εταιρείες. Δίνουμε προτεραιότητα σε επιχειρήσεις και τομείς από τους οποίους θα προκύψει η ανάκαμψη της οικονομίας, όπως εξαγωγικές επιχειρήσεις, εταιρείες που έχουν ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και γενικότερα μονάδες, μικρές ή μεγάλες, που έχουν δυναμισμό και προοπτική. Μην ξεχνάμε ότι ο μεγάλος όγκος των ελληνικών επιχειρήσεων έχει άψογη συνεργασία με το τραπεζικό σύστημα».
Θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια;
«Απ’ ό,τι φαίνεται, την τελευταία περίοδο ο ρυθμός αύξησης που είχαμε το προηγούμενο διάστημα υποχωρεί. Και είναι μια θετική εξέλιξη. Υπάρχουν τομείς της οικονομίας που ανταποκρίνονται καλύτερα από τα προηγούμενα χρόνια. Σε ορισμένους κλάδους ο ρυθμός αύξησης μειώνεται δραστικά και σε συνδυασμό με την καλύτερη κατάσταση της οικονομίας περιμένουμε περαιτέρω βελτίωση».
Υπάρχει διάθεση για ρύθμιση, διαγραφές δανείων κτλ.;
«Πάντα οι τράπεζες βοηθούσαν με ρυθμίσεις και διακανονισμούς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτό ισχύει και σήμερα. Είναι συνεχείς οι ρυθμίσεις και οι διευκολύνσεις που κάνουμε σε αυτούς που διαπιστώνουμε ότι είχαν συνέπεια και τώρα έχουν ανάγκη».
Μπορούμε να τα καταφέρουμε με ένα ισχυρό νόμισμα όπως το ευρώ, που απαιτεί ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες;
«Ασφαλώς και μπορούμε με ένα ισχυρό νόμισμα. Διότι μια χώρα η οποία θέλει να επενδύσει στη μεταποίηση και στο υψηλό επίπεδο τουρισμού και υπηρεσιών, μια χώρα η οποία θέλει να χρησιμοποιήσει εισαγόμενες πρώτες ύλες, που δεν παράγει η ίδια, για να μπορέσει να διαμορφώσει όρους εμπορίου ευνοϊκούς για αυτήν, το ισχυρό νόμισμα δεν είναι εμπόδιο, είναι προνόμιο και ασφάλεια. Ιδιαίτερα σε μια πολύ μεγάλη αγορά, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Φαντασθείτε να είχαμε ασθενές νόμισμα μέσα σε αυτές τις συνθήκες της διεθνούς κρίσης. Δεν θα έμενε τίποτα όρθιο στην Ελλάδα».
Υπάρχει δυνατότητα απεμπλοκής από το Μνημόνιο; Διαθέτει η χώρα δυνάμεις ικανές να την απελευθερώσουν από τα δεσμά των πιστωτών;
«Αφότου η χώρα ενεπλάκη σε μια συγκεκριμένη διαδικασία οικονομικής βοήθειας, με καθαρά πολιτικούς όρους, δεν μπορεί να κάνει πίσω. Είμαστε οικονομικά και νομικά δεσμευμένοι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δεν υπάρχει πλέον κατά τη γνώμη μου πολιτικός τρόπος απεμπλοκής χωρίς σοβαρές συνέπειες. Ο μόνος τρόπος είναι οικονομικός και προϋποθέτει να εξακολουθήσουμε να παράγουμε πλεονάσματα στα δημοσιονομικά και στο εξωτερικό ισοζύγιο και να δημιουργήσουμε επιτέλους συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης, και μάλιστα με υψηλούς ρυθμούς. Πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε το παρελθόν. Πρέπει όλοι να δούμε το μέλλον. Πρέπει όλοι να ανασκουμπωθούμε. Αυτό θα δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στους έλληνες πολίτες, ευνοώντας τις επενδύσεις και την επιστροφή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Με τις προϋποθέσεις αυτές, η χώρα δεν θα χρειαστεί στο μέλλον εξωτερική βοήθεια».
Σας ανησυχεί ο πολιτικός κατακερματισμός που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις;
«Δεν μπορώ να πω ότι με ανησυχεί. Αλλωστε αυτό το δείχνουν και οι αγορές. Από τις επαφές που έχουμε μάλιστα στις διεθνείς αγορές διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει τέτοιου τύπου ανησυχία».
Δηλαδή έχει εξαλειφθεί ο πολιτικός κίνδυνος;
«Εχω την εντύπωση ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει. Βεβαίως, δεν είναι ωραίο έστω και προεκλογικά να λέει ο καθένας ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, αγνοώντας όχι μόνο τον νόμο αλλά και το γεγονός ότι ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά εν πάση περιπτώσει, εφόσον κινείται στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν νομίζω ότι ανησυχεί κανένας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ