Παρ’ ολίγον διπλωματικό «επεισόδιο» αποφεύχθηκε στην Διάσκεψη των Προέδρων Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κοινοβουλίων της Ε.Ε. η οποία συνεδρίασε στην Βουλή των Ελλήνων, με τον εκπρόσωπο της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) κ. Hajrula Misini να αποκαλεί την χώρα του «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και να ασκεί κριτική στην Ελληνική Προεδρία ότι «δεν έχει συμπεριλάβει τη διεύρυνση της Ε.Ε. στη λίστα με τις προτεραιότητές της» (υπενθυμίζεται ότι τα Σκόπια έχουν υπογράψει συμφωνία σύνδεσης και σταθεροποίησης με την Ε.Ε. από το 2001).

Ωστόσο, ο παριστάμενος αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών (και προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε.) κ. Ευ. Βενιζέλος του ξεκαθάρισε ότι «εμείς θέλουμε να εκπληρούνται τα γενικά κριτήρια και να φτάσουμε σε μία συμφωνημένη λύση σχετικά με το όνομα», όμως «κάποιος δεν θέλει στα Σκόπια και αυτό πρέπει να το δείτε εσείς εσωτερικά». Και πρόσθεσε: «Θα έχουμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε και επιτόπου, για να δούμε τι είναι αυτό το οποίο δεν θέλουν, όταν εμείς λέμε, ότι είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε μία συμβιβαστική λύση, μία λύση με σύνθετο όνομα, μία λύση γενικής εφαρμογής, η οποία περιλαμβάνει γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο ΄΄Μακεδονία΄΄».

Το θέμα εξελίχθηκε ως εξής. Ο κ. Βενιζέλος αναφερθείς στις ενταξιακές διαδικασίες είπε «το ζήτημα της ένταξης των Σκοπίων δεν έχει να κάνει με ένα διμερές ζήτημα». Και διευκρίνισε: «Έχει να κάνει με την εκπλήρωση των γενικών κριτηρίων που πρέπει να καλύπτουν όλες οι υποψήφιες χώρες, σύμφωνα με την Κοπεγχάγη και σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου». Όπως είπε εξάλλου «η καλή γειτονία και ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου, δεν είναι ένα διμερές ζήτημα σε σχέση με ένα όνομα, είναι θεμελιώδες κριτήριο που πρέπει να εκπληρεί κάθε κράτος – μέλος». Μάλιστα υπογράμμισε ότι εάν κάποιοι «έχουν στο μυαλό τους ότι η Ελλάδα παρεμποδίζει την ένταξη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας επειδή δεν έχει λυθεί το ζήτημα του λεγομένου ονόματος, πρέπει να σας πω ότι αυτό είναι μια εσφαλμένη και επιφανειακή προσέγγιση, διότι η Ελλάδα παρά την κρίση και κατά τη διάρκεια της κρίσης είναι ο πρώτος ξένος επενδυτής στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Και τόνισε ότι «το πρόβλημα του ονόματος δεν είναι μια διμερής διαφορά, είναι μια διεθνής διαφορά που πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως προβλέπουν οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».

Αναφερθείς δε στην ελληνική θέση είπε ότι αυτή «είναι εξαιρετικά απλή, εξαιρετικά δημιουργική, εξαιρετικά μετριοπαθής». «Εμείς θέλουμε ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο ΄΄Μακεδονία΄΄ που να διαχωρίζει τις ελληνικές περιοχές που λέγονται Μακεδονία, αλλά θέλουμε ένα όνομα για κάθε χρήση. Ένα όνομα για εσωτερική και εξωτερική χρήση, μια οριστική διευθέτηση του ζητήματος αυτού».

Μάλιστα έκανε ένα βήμα παραπέρα ο κ. Βενιζέλος σχολιάζοντας ότι «εν είναι όμως αυτό το θέμα για το οποίο η χώρα αυτή έχει προβλήματα ένταξης και στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.». Και εξήγησε: «Υπήρξαν τα επεισόδια της 24ης Δεκεμβρίου του 2012, υπάρχουν προβλήματα ελευθερίας του Τύπου, δημοκρατίας, θεμελιωδών δικαιωμάτων. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία διευθετήθηκαν μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων με τη συμφωνία της 1ης Μαρτίου του 2013 που πρέπει να εφαρμοστεί. Υπάρχουν οι σχέσεις καλής γειτονίας με άλλες χώρες όπως είναι η Βουλγαρία, η οποία έχει πολύ σοβαρά ζητήματα ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας και αλυτρωτισμού με τη χώρα αυτή. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία αφορούν όλες τις υποψήφιες χώρες σύμφωνα με τα γενικά κριτήρια ένταξης που ονομάζουμε κριτήρια της Κοπεγχάγης». Ενώ παρατήρησε ότι το ίδιο ισχύει και στο ΝΑΤΟ όπου «υπάρχουν πολύ σοβαρές αντιρρήσεις πολλών χωρών σε σχέση με την προώθηση της πολιτικής ανοικτών θυρών στο ΝΑΤΟ» και «άρα δεν υπάρχει διμερές ζήτημα, ούτε το ζήτημα είναι το όνομα -δηλαδή λύνεται το όνομα και παύουμε να ενδιαφερόμαστε για τα άλλα κριτήρια».

Όπως είπε, μάλιστα, θα επισκεφθεί τα Σκόπια και «θα μιλήσει ευθέως με την πολιτική ηγεσία εκ μέρους της Ε.Ε. και του Συμβουλίου για τα θέματα αυτά».

Όταν έλαβε τον λόγο ο κ. Misini είπε ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας θεωρούσε πριν από δέκα χρόνια ότι η διεύρυνση είναι μία από τις ύψιστες προτεραιότητες της Ε.Ε. Σήμερα δυστυχώς βλέπω ότι η σημερινή Προεδρία δεν έχει συμπεριλάβει τη διεύρυνση της Ε.Ε. στη λίστα με τις προτεραιότητές της». Ενώ αναφερθείς στην ελληνική κρίση, είπε: «Όλοι γνωρίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν σε πολλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. και ξέρουμε ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου οι συνθήκες είναι δυσχερείς. Αυτό, όμως, δεν θα έπρεπε να αποτελέσει λόγο για μία χώρα να μην ορίσει αυτό ως στρατηγική προτεραιότητα, γιατί αυτή η διεύρυνση μπορεί να φέρει μεγαλύτερη αγορά, μεγαλύτερη ενοποίηση και μεγαλύτερη επιτυχία στην Ευρώπη».

Και τόνισε ότι: «Ακόμη και αν δεν είναι προτεραιότητα η διεύρυνση μετά από τα ψηφίσματα της Επιτροπής αναμένουμε να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στη διάρκεια αυτής της Προεδρίας. Ελπίζουμε ότι η Ελλάδα ως γείτονας μας θα μπορέσει να μας στηρίξει σε τοπικό επίπεδο, γιατί η ένταξή μας θα συνεισφέρει αμοιβαία και προς τις δύο χώρες, έτσι ώστε να επωφεληθούν αμοιβαία από τη συμμετοχή στην Ε.Ε.. Για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας θα αποτελέσει ένα βήμα προς τα εμπρός και ένα βήμα βελτίωσης των θεσμών μας».

Ο κ. Βενιζέλος επανήλθε στο θέμα επαναφέροντας με διπλωματικό τρόπο το ζήτημα στις πραγματικές διεθνείς διαστάσεις του: «Σε σχέση με την παρατήρηση του αγαπητού φίλου από την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας: εάν κατάλαβα καλά το κόμμα από το οποίο προέρχεται έχει αρχηγό τον κ. Αχμέτι, με τον οποίο είχα την ευκαιρία να συναντηθώ στην Αθήνα πριν από λίγους μήνες και διατηρούμε ανοιχτούς δίαυλους επικοινωνίας. Ισχύουν όσα είπα προηγουμένως. Η Ελλάδα δεν έχει αντιρρήσεις, οι οποίες αφορούν κάτι το παράλογο ή κάτι το υπερβολικό. Εμείς θέλουμε να εκπληρούνται τα γενικά κριτήρια και να φτάσουμε σε μία συμφωνημένη λύση σχετικά με το όνομα». Και επανέλαβε την ελληνική θέση με σύνθετο όνομα, μία λύση γενικής εφαρμογής, όπως υπογράμμισε, η οποία περιλαμβάνει γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο «Μακεδονία».

Και υπενθύμισε ότι «υπάρχουν αντιρρήσεις άλλων χωρών, οι οποίες είναι πάρα πολύ σοβαρές και οι οποίες δεν σχετίζονται με το όνομα, αλλά με τον αλυτρωτισμό, με το διεθνές δίκαιο, με τις σχέσεις καλής γειτονίας». «Το διεθνές δίκαιο και οι σχέσεις καλής γειτονίας είναι ο παρονομαστής όλου αυτού του πράγματος», κατέληξε.