Έντονες αντιπαραθέσεις προκάλεσε την Τετάρτη το απόγευμα στο Στρασβούργο η συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τον ακροδεξιό εξτρεμισμό στην Ευρώπη. Η συζήτηση, η οποία έγινε παρουσία της αντιπροέδρου της Επιτροπής Βίβιαν Ρέντινγκ, επικεντρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής.

Για τον λόγο αυτό, η ένταση κυριάρχησε στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ελλήνων ευρωβουλευτών, η οποία πυροδοτήθηκε από την προσωπική μομφή που απηύθυνε ο ευρωβουλευτής της ΝΔ κ. Γ. Παπανικολάου προς τον επικεφαλής της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών Χάνες Σβόμποντα με αφορμή τις δηλώσεις του τελευταίου περί Χρυσής Αυγής και της έμμεσης σύνδεσης που έκανε με την ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014.

Πάντως, από τη συζήτηση αναδείχθηκε η σύνδεση ανάμεσα στην ακροδεξιά και στη σοβούσα οικονομική και συνακόλουθα πολιτική κρίση, που εξωθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα τους νέους που πλήττονται από εκτεταμένη ανεργία, να έλκονται από τέτοιες απόψεις.

Ο κ. Παπανικολάου, αφού επεσήμανε ότι η άνοδος του ακροδεξιού εξτρεμισμού δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, προχώρησε σε αναφορά στις «ατυχείς» όπως τις χαρακτήρισε δηλώσεις του κ. Σβόμποντα, ο οποίος αντί να αναγνωρίσει τις προσπάθειες της κυβέρνησης στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει το νεοναζιστικό μόρφωμα προχώρησε σε κριτική και συνέδεσε τη Χρυσή Αυγή με την τέλεση της ελληνικής προεδρίας.

Οι δηλώσεις του κ. Παπανικολάου προκάλεσαν την αντίδραση της ευρωβουλευτού του ΠαΣοΚ κυρίας Μαριλένας Κοππά που με τη σειρά της τόνισε στην παρέμβασή της ότι «η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη έχει κοινές ρίζες και κοινά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από την έκφραση που παίρνε σε κάθε χώρα».

Ο κ. Δ. Δρούτσας, ο οποίος και ζήτησε τη σχετική συζήτηση, υπογράμμισε ότι «οι Έλληνες δεν είναι φασίστες, ούτε ρατσιστές. Τώρα, το πραγματικό, το εγκληματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής αποκαλύφθηκε. Όλοι πρέπει πλέον να αναλάβουν τις ευθύνες τους».

Από την πλευρά του, ο ευρωβουλευτής της ΝΔ κ. Γ. Κουμουτσάκος σημείωσε στην παρέμβασή του ότι «πέραν της μηδενικής ανοχής στον βίαιο εξτρεμισμό, απαιτείται επειγόντως ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης. Με περισσότερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Ειδάλλως, τα άκρα υα συνεχίσουν να ενισχύονται».