Εννέα χρόνια πριν, την περίοδο που ολοκληρώνονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, η ακαδημαϊκή και πολιτική ζωή της χώρας βρισκόταν μπροστά στο ερώτημα: πόσο «περιττά» είναι τα Αρχαία Ελληνικά, αλλά και πόσο τελικά αναγκαία;

Στο δίλημμα αυτό ο καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης έγραφε τότε στο «Βήμα»: «Μαθαίνουμε Αρχαία γιατί αυτό ωφελεί τη φαντασία, την έμπνευση και τη δημιουργικότητά μας. Μας δίνει την πολυτέλεια του «ωφέλιμου περιττού»». Ωστόσο έκρινε ότι τα Αρχαία πρέπει να τα μαθαίνουν αυτοί που πραγματικά ενδιαφέρονται για την επιστήμη, καθώς καλύτερα να τα μαθαίνουν 50 άνθρωποι σωστά, παρά όλοι μέτρια, με ένα πιθανό μέλλον ως άνεργου φιλολόγου. Στην άλλη όχθη βέβαια συνάδελφοί του διαφωνούσαν ανοικτά λέγοντας ότι είναι μάθημα απαραίτητο για τη συνέχιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η αντιπαράθεση αυτή επανέρχεται δριμύτερη με αφορμή τις απόψεις της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ κυρίας Μαρίας Ρεπούση, η οποία κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για το νέο Λύκειο στην Επιτροπή της Βουλής ζήτησε τη μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων.

«Ως εισηγήτρια της ΔΗΜΑΡ κατέθεσα μια δέσμη προτάσεων για όλα τα θέματα που εμπεριείχε το σχέδιο νόμου» λέει στο «Βήμα» η κυρία Ρεπούση. «Αναφέρθηκα και στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και υποστήριξα τη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση προκειμένου όλα τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με τα νοήματα και τις αξίες αυτών των κειμένων, να τα κατανοήσουν και να εκτιμήσουν την αξία τους.

Να μη φθάσουμε στο σημείο η αρχαία γλώσσα να είναι εμπόδιο για την κατανόηση των νοημάτων που είχαν εκφραστεί σε αυτήν» εξηγεί στο «Βήμα» η κυρία Ρεπούση, η οποία επισημαίνει: «Υποστήριξα επίσης ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα πρέπει να είναι υποχρεωτική για όσους ακολουθούν κλασική κατεύθυνση και προαιρετική για τις άλλες κατευθύνσεις σπουδών. Αυτή είναι η άποψή μου και έχω δικαίωμα να την εκφράζω. Θα ήθελα η όποια κριτική να γίνεται στη δική μου άποψη και με επιχειρήματα και όχι σε μια κατασκευασμένη άποψη».

Περί «νεκρής γλώσσας»
Το κλίμα πάντως «φούντωσε» ο –ατυχής για πολλούς –χαρακτηρισμός «νεκρή γλώσσα» που χρησιμοποίησε η κυρία Ρεπούση, τόσο για τα Αρχαία όσο και για τα Λατινικά, προκαλώντας την αντίδραση του υπουργού Παιδείας κ. Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου αλλά και πολλών μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας. «Πίσω από αυτές τις απόψεις κρύβεται η βαθύτερη σκέψη κάποιων που θεωρούν ότι εμείς δεν είμαστε Ελληνες αλλά οι κληρονόμοι των Ελλήνων» έλεγε σχετικά στο «Βήμα» ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.
«Καταρχήν δεν πρόκειται για «νεκρή γλώσσα» αλλά για τη μοναδική γλώσσα που ομιλείται μέχρι σήμερα, με φωνικές αλλαγές βέβαια, αλλά την ίδια ρίζα και βάση» τονίζει ο πρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας κ. Σωτήρης Γκλαβάς.

«Τα Αρχαία Ελληνικά είναι επί της ουσίας η ίδια γλώσσα επί αιώνες και ζει μέχρι σήμερα» προσθέτει ο κ. Γκλαβάς που δηλώνει ότι η μόνη ουσιαστική αλλαγή που έκανε το υπουργείο Παιδείας στον νέο νόμο για το Λύκειο είναι να αυξήσει τη διδασκαλία των Αρχαίων στη Γ’ τάξη για τους μαθητές που θα ακολουθήσουν κλασικές σπουδές χωρίς να μεταβάλλει κάτι στις υπόλοιπες κατευθύνσεις. Αντιθέτως η διδασκαλία των Λατινικών «εξαφανίστηκε» στη Β’ Λυκείου.

Κάποιοι ωστόσο είπαν ότι κακώς άνοιξε τώρα τέτοιο θέμα. «Ξέρω τη θεωρία της στιγμής. Δεν ήταν κατάλληλη δήθεν. Τώρα όμως ήρθε το σχετικό σχέδιο νόμου στη Βουλή. Θα μπορούσε το μάθημα της γλώσσας, της ελληνικής γλώσσας, να έχει και τα στοιχεία εκείνα της συνέχειας που θεωρούνται απαραίτητα. Αλλά αυτό είναι θέμα των ειδικών να το προτείνουν» απαντά η κυρία Ρεπούση, καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο.

Πάντως, το δεδομένο σήμερα είναι ότι η Ελλάδα κατέχει πολύ χαμηλή θέση, κάτω από την 25η, σε πανευρωπαϊκές έρευνες που έχουν γίνει στη διδασκαλία των κλασικών και των φυσικών επιστημών. Και αυτό στη χώρα μας ειδικά θα έπρεπε να προβληματίζει.


«Θεωρώ όλη αυτή τη συζήτηση που ξεκίνησε τελείως λανθασμένη»
λέει σχετικά ο καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Θεόδωρος Παπαγγελής. «Πώς μπορούμε να μιλάμε για «νεκρές γλώσσες»;» αναρωτιέται. «Με αυτή την έννοια νεκρή είναι και η γλώσσα που μιλούσαν οι Ελληνες τον 19ο αιώνα. Δεν έχει όμως σημασία τι μιλούσαν οι Ελληνες, αλλά ποια είναι η πολιτισμική της σημασία. Και τα Αρχαία Ελληνικά έχουν άμεση πολιτισμική σημασία για τον σύγχρονο ελληνισμό.

Οπως τα Λατινικά έχουν τεράστια σημασία για την Ευρώπη και τη δυτική κουλτούρα γενικότερα, και είμαστε μέρος αυτής της κουλτούρας» προσθέτει. «Οι χαρακτηρισμοί περί «νεκρών γλωσσών» αφορούν μια καθαρά τεχνοκρατική οπτική γωνία που δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορική συνέχεια, αυτό που θα ονόμαζε κανείς πολιτισμό και κουλτούρα. Τη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεις την ιστορική συνέχεια που έχει ο νέος άνθρωπος και του στερείς τα θεμέλιά του» επισημαίνει στο «Βήμα» ο κ. Παπαγγελής.

Η συζήτηση που ξεκίνησε στη Βουλή άναψε φωτιές και εκτός Κοινοβουλίου. Ο υπουργός Παιδείας δήλωσε την Τρίτη ότι η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών είναι πολύ σημαντική, ενώ λίγες ώρες νωρίτερα στη Βουλή είχε απαντήσει στην κυρία Ρεπούση ότι «δεν είναι «νεκρή γλώσσα» τα Αρχαία Ελληνικά, ενώ τα λατινικά πράγματι είναι». Οπως είπε ο κ. Αρβανιτόπουλος, η αρχαία ελληνική γλώσσα «διδάσκεται, εξελίσσεται και είναι μια γλώσσα διαφορετική από τα λατινικά όσον αφορά την πορεία της».
Περί διδασκαλίας
«Η άποψή μου είναι ότι τα Αρχαία Ελληνικά πρέπει να διδάσκονται μόνο στους μαθητές που πραγματικά τα θέλουν» επαναλαμβανει από την πλευρά του ο κ. Γιατρομανωλάκης. «Και μάλιστα η διδασκαλία τους να επιδοτείται» συμπληρώνει.

«Δεν μπορούν να διδάσκονται οι μαθητές πράγματα που δεν τους ενδιαφέρουν. Καλύτερα να τα μαθαίνουν λίγοι μαθητές, αλλά αυτοί να τα μαθαίνουν καλά. Πιστεύω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε μια παράδοση αρχαιοελληνικής παιδείας σε ειδικά σχολεία, ώστε η χώρα μας να έχει έναν πληθυσμό έμπειρων αρχαιογνωστών. Με αυτό που γίνεται σήμερα στα σχολεία η γλώσσα απαξιώνεται. Τα παιδιά μαθαίνουν κακά Αρχαία στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο χειρότερα» καταλήγει.

Και η κυρία Ρεπούση άλλωστε επισημαίνει ότι η διδασκαλία των αρχαίων θα είναι «υποχρεωτική» για τους μαθητές που επιλέγουν να ασχοληθούν με τις κλασικές σπουδές στην ανώτατη εκπαίδευση.
Στην ερώτηση του «Βήματος» αν για τη διδασκαλία των Αρχαίων αναφέρεται στην εκμάθησή τους από το πρωτότυπο ή από τη μετάφραση, η η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ απάντησε. «Υπάρχουν πολλές σπουδαίες μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων που μπορούν να αξιοποιηθούν στην εκπαίδευση.

Εχουν δοθεί πολλές μάχες για να διδάσκονται τα έργα αυτά από μετάφραση. Και όσοι υποστήριζαν τη διδασκαλία των αρχαίων από μετάφραση ήταν διότι ήθελαν να είναι κτήμα όλων των παιδιών. Καμιά φορά ξαφνιάζομαι με το πόσο έχουμε επιστρέψει σε ζητήματα που μας βασάνισαν, μας δίχασαν και που επιλύθηκαν κάποια στιγμή, τουλάχιστον έτσι νομίσαμε».

Δεν είναι πάντως λίγοι οι ειδικοί και μη που επιρρίπτουν ευθύνες για τα αυξανόμενα φαινόμενα ανορθογραφίας στην έλλειψη διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών και δη από το πρωτότυπο. «Η έμφαση πρέπει να είναι η νέα ελληνική γλώσσα. Το σχολείο οφείλει να μαθαίνει τα παιδιά την ομιλούμενη γλώσσα. Να την κατανοούν και να εκφράζονται σ’αυτήν. Να επικοινωνούν. Δεν είναι η απουσία των αρχαίων ελληνικών που τα κάνει ανορθόγραφα. Αυτή όμως είναι μια μεγάλη κουβέντα και υπάρχουν αρκετές μελέτες για τις τάσεις γραφής στον σύγχρονο κόσμο» σχολιάζει η κυρία Ρεπούση.
Περί απόψεων
Ανοίγοντας το κεφάλαιο του πώς πρέπει να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά, πάρα πολλοί έσπευσαν να κατακρίνουν τις θέσεις της κυρίας Ρεπούση, άλλοι από ακραίες ως πιο διαλλακτικές συντηρητικές θέσεις, ενώ δέχτηκε κριτική συναδέλφων της και από το ίδιο της το κόμμα αλλά και από τους κόλπους του προοδευτικού – αριστερού φάσματος. «Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του, αρκεί φυσικά να έχει απόψεις» απαντά η κυρία Ρεπούση.
Στην αντιπαράθεση πάντως περί «νεκρής γλώσσας» μπήκε και ένας εκπρόσωπος της Αριστεράς, ο κ. Αλέκος Αλαβάνος, ο οποίος σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha 98,9 επικαλέστηκε ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη κατά την παραλαβή του Νομπέλ. «Ισως είναι εύκολος τρόπος να απαντάς με σπουδαία λόγια στις δύσκολες ερωτήσεις» είπε στο «Βήμα» η κυρία Ρεπούση απαντώντας σε αυτή την κίνηση. Ο εκπρόσωπος του πολιτικού σχηματισμού «Σχέδιο Β» ανέφερε το εξής απόσπασμα (μεταξύ άλλων): «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών.

Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος 25 αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση».

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 11 Σεπτεμβρίου 2013

HeliosPlus