Τις ενστάσεις του για μια σειρά διατάξεων του πολυνομοσχεδίου διατυπώνει στην έκθεσή του το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής. Μεταξύ αυτών για ζητήματα που αφορούν στην διαθεσιμότητα, στην κινητικότητα, στους ΟΤΑ, στην φορολογία εισοδήματος κλπ.

Πάντως η πλειοψηφία απέρριψε το αίτημα αντισυνταγματικότητας που υπέβαλλαν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και υποστηρίχθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έκανε λόγο για «πρωτοφανή περιφρόνηση του Συντάγματος» και για «καθεστώς δικτατορίας με διάτρητο κοινοβουλευτικό μανδύα».

Όσον αφορά τις επισημάνσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου αξίζει αναφερθούν τα εξής:

– Για την διαθεσιμότητα, στην έκθεση τονίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται το ορισμένο των εξουσιοδοτήσεων που παρέχονται στους υπουργούς Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό «να προβαίνουν σε κατάργηση ή σύσταση θέσεων ανά κατηγορία ή ειδικότητα σε υπουργεία, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, αποκεντρωμένες διοικήσεις, ΟΤΑ» κλπ. Μάλιστα, το Επιστημονικό Συμβούλιο παρατηρεί ότι η θέσπιση δυνατότητας σύστασης και κατάργησης οργανικών θέσεων σε ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού με κοινές υπουργικές αποφάσεις συνιστά περιορισμό ή κάμψη της διοικητικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ.

– Για την κινητικότητα, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής υπενθυμίζει τους «προβληματισμούς» που έχει διατυπώσει και στο παρελθόν «σχετικώς με το εάν μέσω της κινητικότητας παύει να εφαρμόζεται ο θεσμός της μετάθεσης του υπαλλήλου, ο οποίος συνοδεύεται από σειρά συνταγματικών εγγυήσεων διότι ενδέχεται να περικλείει κινδύνους για τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα βιοτικά συμφέροντα του υπαλλήλου». Και επισημαίνει ότι ο προβληματισμός αυτός «ισχύει και εν προκειμένω.

– Για το Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ, το οποίο μάλιστα θα παρέχει γνώμη επί των σχεδίων προϋπολογισμών των ΟΤΑ, στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου, διατυπώνονται ενστάσεις καθώς θεωρείται ότι το πλέγμα αρμοδιοτήτων και παρεμβάσεων που θεσμοθετείται με την προτεινόμενη ρύθμιση «εγείρει προβληματισμό ως προς το εάν οδηγεί σε περιορισμό ή κάμψη της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ οι οποίες εμπίπτουν στο συνταγματικό ρυθμιστικό πεδίο.

– Για τους συντελεστές επιβολής φόρου στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, υπογραμμίζεται ότι δεν περιλαμβάνουν αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος για καμία κατηγορία εισοδήματος, ενώ ειδικώς για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες μέχρι 42.000 ευρώ αντί της θέσπισης αφορολόγητου ποσού εισοδήματος, προβλέπεται μείωσή του βάσει της προτεινόμενης κλίμακας αναλογούντος φόρου, αντιστρόφως ανάλογη του ύψους του εισοδήματος αυτού.

– Για την κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή τη θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου, η έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου υπογραμμίζει ότι «ενδεχομένως δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας».

– Για τον προσδιορισμό της έννοιας του φορολογητέου εισοδήματος και την καθιέρωση του συστήματος των χωριστών κατηγοριών εισοδήματος που φορολογούνται, στην έκθεση αναφέρεται ότι «ανακύπτει ζήτημα ως προς το εάν η εφαρμογή διαφορετικής κλίμακας φορολογικών συντελεστών ανά κατηγορία εισοδήματος συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, υπό την έννοια ότι αυτό το σύστημα φορολογίας, υπό προϋποθέσεις, άγει σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων ιδίου ύψους αναλόγως της πηγής από την οποία προέρχονται, καθώς επίσης και σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με μικρότερο εισόδημα προερχόμενο από μια πηγή εν σχέσει προς άλλους με μεγαλύτερο εισόδημα το οποίο προέρχεται από περισσότερες πηγές».