«Η υπεραισιοδοξία είναι ένα από τα εργαλεία που μας οδήγησαν στην κρίση» υπογραμμίζει ο κ. Τ. Γιαννίτσης στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής». Ο πρώην υπουργός εκτιμά ότι η αισιοδοξία είναι απαραίτητη, αρκεί να είναι πραγματική και όχι επικοινωνιακή. Επιπλέον επισημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τη στροφή της Γερμανίας κατά της συνέχισης των προγραμμάτων λιτότητας, γιατί αν είναι «άνευ όρων, θα πρέπει να αναρωτιόμαστε δύο φορές μήπως πίσω από το ευχάριστο κρύβεται κάποια πολύ δυσάρεστη έκπληξη». Στο καινούργιο του βιβλίο «Η Ελλάδα στην κρίση» (εκδόσεις Πόλις) παρατηρεί ότι η χώρα χρειάζεται ένα νέο αφήγημα, «όχι με την έννοια της μυθοπλασίας», αλλά ένα αφήγημα «βαθιά δημοκρατικό, που να οδηγεί στην ανακατάκτηση του συλλογικού συμφέροντος και των δημόσιων αξιών που απαξιώθηκαν βάναυσα, να κινητοποιήσει μαζικές δυνάμεις και ιδίως τους νέους ανθρώπους και να οδηγεί στην ανασυγκρότηση μιας αποσβολωμένης κοινωνίας».

Το τελευταίο διάστημα έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα υπεραισιοδοξίας. Θεωρείτε ότι στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα; Εχει αποφύγει οριστικά η χώρα τον κίνδυνο της εξόδου από το ευρώ;

«Η υπεραισιοδοξία είναι ένα από τα εργαλεία που μας οδήγησαν στην κρίση. Σηματοδοτεί το εύκολο, το ανέμελο και ελαφρύ, την κάλυψη της πραγματικότητας. Περνάει το μήνυμα ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έγνοια και προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο. Ολα αυτά, σε μια χρονιά με 5% μείωση του ΑΕΠ, με πολλαπλάσια μείωση εισοδημάτων, με αύξηση της ανεργίας. Σίγουρα είμαστε σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι έναν χρόνο πριν. Πρέπει πράγματι να δημιουργηθεί μια αισιοδοξία. Αλλά μια ρεαλιστική, όχι επικοινωνιακή αισιοδοξία. Αυτή θα προκύψει και μόνη της, όταν τα μηνύματα από την ανάκαμψη, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τη βελτίωση των ανισοτήτων στα βάρη της κρίσης, την ανατροπή της ταλαιπωρίας από τις κρατικές γραφειοκρατίες και πολλά άλλα γίνουν αισθητά στον μέσο πολίτη».
Γερμανικά δημοσιεύματα αναφέρονται στο ενδεχόμενο να κάνει στροφή η Γερμανία στην πολιτική της λιτότητας. Εκτιμάτε ότι πρόκειται για μια ουσιαστική αλλαγή στη γερμανική πολιτική;
«Ενα τέτοιο σενάριο είναι κάποια στιγμή πολύ πιθανό. Οχι όμως χωρίς προϋποθέσεις. Η συνεννόηση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για τους νέους κανόνες διακυβέρνησης της ευρωζώνης είναι βασικός όρος. Είμαστε μακριά από αυτό. Εξίσου βασικό είναι να φανούν πολιτικές που θα εκφράζουν την πολιτική θέληση χωρών, όπως η Ελλάδα, να πετύχουν δημοσιονομικές ισορροπίες και ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης τους. Διαφορετικά, αν δούμε στροφή άνευ όρων, θα πρέπει να αναρωτιόμαστε δύο φορές μήπως πίσω από το ευχάριστο κρύβεται κάποια πολύ δυσάρεστη έκπληξη».
Στο βιβλίο σας επισημαίνετε ότι η Ελλάδα έζησε πολλές τραγωδίες στη σύγχρονη ιστορία της χωρίς αυτές οι οδυνηρές εμπειρίες να την οδηγήσουν σε αυτογνωσία. Σε μια μεταβατική στιγμή, όπως αυτή, μπορεί να πραγματοποιηθεί το σύνολο των αλλαγών που θα θέσουν σε νέα τροχιά τη χώρα ή θα χαθεί ακόμη μία ευκαιρία;
«Θα ήταν αδύνατον να δεχθεί κανείς ότι σήμερα «τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά». Κάθε φορά θα μπορούσε να είναι διαφορετική η πραγματικότητα. Οι ιδεολογίες μας, οι συλλογικές επιλογές μας, τα συστημικά χαρακτηριστικά μας είναι που καθορίζουν την πραγματικότητά μας, μέσα από μικρές ή μεγάλες επιλογές που σωρεύονται στη διάρκεια του χρόνου. Από τη στιγμή όμως που έχουμε μπει σε μια επώδυνη τροχιά, η αλλαγή κατεύθυνσης δεν γίνεται με τον ίδιο εύκολο τρόπο που μας οδήγησε στην κατάρρευση. Πρέπει να παρεμβαίνουμε στο πώς θα είναι το μέλλον μας, όταν είναι ακόμη καιρός».
Εσείς ζήσατε την εμπειρία της απόσυρσης του ασφαλιστικού νομοσχεδίου επειδή διάφορα συμφέροντα συνασπίστηκαν εναντίον αυτής της αλλαγής. Θεωρείτε ότι υπάρχουν και τώρα ισχυρά συμφέροντα που όχι μόνο πολεμούν αλλά ενδεχομένως και να εκτροχιάσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές;
«Τέτοιες συγκρούσεις είναι εγγενείς στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Πρόβλημα γεννιέται όταν αυτές αδιαφορούν παντελώς για τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας και γίνονται δήθεν για ιδεολογίες, ενώ στην ουσία είναι μάχες της συγκεκαλυμμένης ιδιωτικοποίησης συλλογικών αξιών από επιμέρους κοινωνικά ή και ατομικά συμφέροντα».

Τα κόμματα έχουν διατυπώσει μια πειστική πρόταση για το μέλλον της Ελλάδας ή η πολιτική ατζέντα κυριαρχείται αποκλειστικά από το μνημόνιο; Θεωρείτε ότι οι διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές που περιέχονται στο μνημόνιο είναι επαρκείς για την ανάκαμψη της χώρας;
«Το μνημόνιο, θετικά ή αρνητικά, άμεσα ή συγκεκαλυμμένα, βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης. Θα μας λύσει το πρόβλημα της εκπαίδευσης που είναι στη βάση της ανάπτυξης και της ανεργίας; Θα μας λύσει το πρόβλημα της πολιτικής και γραφειοκρατικής διαφθοράς ή αναποτελεσματικότητας; Θα μας λύσει τη θέση που θα έχουμε στον διεθνοπολιτικό χώρο μας; Οχι. Η αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων περνάει μέσα από περισσότερους δρόμους που είναι εκτός μνημονίων. Οταν δεν επιλέγει κανείς κανέναν σημαίνει ότι δεν θέλει».
Στο νέο σας βιβλίο αναφέρετε ότι η ελληνική κοινωνία αναζητεί ένα νέο αφήγημα. Ποιο θα μπορούσε να είναι; Εχει το σημερινό πολιτικό σύστημα τις ικανότητες και την αξιοπιστία για να το υλοποιήσει; Μήπως χρειάζονται νέα σχήματα, με νέους ανθρώπους και νέες προτάσεις;
«Το αφήγημα δεν το εννοώ με την έννοια του «παραμυθιάσματος», όπως έγινε συχνά στην ιστορία μας. Σήμερα ζούμε τον εκφυλισμό της δημοκρατίας, τη θεσμοθέτηση της βίας, την κατάρρευση της αξιοπιστίας του δημόσιου χώρου και του συλλογικού συμφέροντος, την αναστροφή της αναπτυξιακής σύγκλισης με το ευρωπαϊκό σύνολο. Ενα νέο αφήγημα, συνεπώς, πρέπει να είναι βαθιά δημοκρατικό, να οδηγεί στην ανακατάκτηση του συλλογικού συμφέροντος και των δημόσιων αξιών που απαξιώθηκαν βάναυσα, να κινητοποιήσει μαζικές δυνάμεις και ιδίως τους νέους ανθρώπους και να οδηγεί στην ανασυγκρότηση μιας αποσβολωμένης κοινωνίας. Είτε νέα είτε παλαιά κόμματα, αυτό που λείπει είναι οι ιδέες, η θέληση για υπερβάσεις και η νεανική δημιουργικότητα».

Το πολιτικό σκηνικό
«Η Χρυσή Αυγή είναι προϊόν πολιτικής αποτυχίας»

Στο παρελθόν το ΠαΣοΚ κυριαρχούσε στην Κεντροαριστερά, αλλά όταν το ποσοστό του συρρικνώθηκε ο χώρος κατακερματίστηκε. Εκτιμάτε ότι πρέπει να ενωθούν όλα τα κομμάτια για να γίνει ξανά η Κεντροαριστερά πλειοψηφική δύναμη ή η χώρα θα υπηρετηθεί και από το δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ;

«Με ενοχλεί η εμμονή του συστήματος εξουσίας στην επανάληψη των ιεραρχήσεων, των πρακτικών, των αντιλήψεων, των τρομακτικών λαθών, των κίβδηλων στερεοτύπων και των παραμυθιών, που τσάκισαν τη χώρα και μια ολόκληρη κοινωνία. Να θυμόμαστε ότι πριν από τη μείωση των ποσοστών και τη συρρίκνωση προηγείται η κατάρρευση ιδεολογιών, αξιοπιστίας, οραμάτων. Για να επανενωθούν πολιτικά κομμάτια και να δημιουργηθούν πλειοψηφίες είναι απόλυτη ανάγκη να προηγηθεί η ανάκτηση της εμπιστοσύνης, η ελπίδα, η συναρπαστική αύρα που στην Ιστορία συνοδεύει κάθε μεγάλο κίνημα, στο οποίο ένας κόσμος αρχίζει να προσβλέπει με ελπίδα».
Θεωρείτε ότι πρέπει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να διευκολύνει κυβερνήσεις συνεργασίας;
«Θεωρώ ότι στις σημερινές συνθήκες το πιο θεμελιακό ζήτημα είναι πώς ασκείται η διακυβέρνηση της χώρας και αν η έγνοια για το δημόσιο συμφέρον προτάσσεται απέναντι στο κομματικό ή στο προσωπικό. Τα υπόλοιπα είναι εργαλεία. Ας μην ανάγουμε τα εργαλεία σε αυτοσκοπό».

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής εξηγείται μόνο από την οικονομική κρίση ή έχει και άλλα, βαθύτερα αίτια; Συμφωνείτε με την αυστηροποίηση των ποινών για τα ρατσιστικά εγκλήματα ή πιστεύετε ότι η μάχη πρέπει να δοθεί σε ιδεολογικό επίπεδο;
«Η Χρυσή Αυγή είναι προϊόν πολιτικής αποτυχίας. Στις πρακτικές της διακυβεύεται η καρδιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η παρουσία της εκφράζει τον εκφυλισμό της δημοκρατίας μας, αλλά και των δυνάμεων που τη στηρίζουν. Στο ζήτημα αυτό δεν χωρούν αμφίθυμες πολιτικές. Αν δεν υπάρξει ιδεολογική μάχη, αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, αλλά και γενικευμένη εφαρμογή του πλαισίου αυτού, το πολιτικό μήνυμα δείχνει απουσία βούλησης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ