Συνέχεια στην κόντρα με τη ΝΔ για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δίνει το ΠΑΣΟΚ, καθώς με σχόλιο του Γραφείου Τύπου ασκεί έντονη κριτική στην επιλογή της να καταθέσει δική της πρόταση. Η Ιπποκράτους χαρακτηρίζει «ακατανόητη και αντιφατική τη στάση της ΝΔ», κάνει λόγο για «σαφείς ιδεολογικοπολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων» και μιλά για «κρίση» που «αναδεικνύει ως επιτακτική προτεραιότητα την επικαιροποίηση της προγραμματικής συμφωνίας των τριών κομμάτων».

Αφήνει μάλιστα βαρύτατους υπαινιγμούς κατά της ΝΔ, την οποία κατηγορεί, έμμεσα, για έλλειψη σεβασμού προς το Σύνταγμα. Ειδικότερα, σχετικά με την κατάθεση της πρότασης της ΝΔ αναφέρεται: «Αν δεν πρόκειται για απίστευτες προχειρότητες, τίθενται πολύ σοβαρά ζητήματα σεβασμού του Συντάγματος και του κράτους δικαίου».

Το ΠΑΣΟΚ θεωρεί «ακατανόητη και αντιφατική τη στάση της ΝΔ» και εκτιμά ότι «η ΝΔ εγκλωβίστηκε στην άρνησή της να συμφωνήσει σε μια ολοκληρωμένη νομοθετική πρωτοβουλία, με το πολιτικό επιχείρημα ότι δεν εναρμονίζεται με τους εκλογικούς στόχους της η μετωπική σύγκρουση με την ΧΑ και το νομικό ισχυρισμό ότι η ισχύουσα νομοθεσία του 1979, όπως συμπληρώθηκε, είναι επαρκής».

Καταλογίζει δε στη ΝΔ ότι «προκάλεσε έτσι μια εσωτερική σύγκρουση στην κυβερνητική πλειοψηφία, που προσέλαβε αξιακά χαρακτηριστικά και οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στην από κοινού με τη ΔΗΜΑΡ κατάθεση σχετικής πρόταση νόμου».

Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι «η ΝΔ, κυρίως υπό τη πίεση των διεθνών αντιδράσεων, αναγκάστηκε να καταθέσει μόνη της μια εξαιρετικά προβληματική πρόταση νόμου, που αντιβαίνει το σύνολο της πολιτικής και νομικής επιχειρηματολογίας της» και προσθέτει ότι «περιέλαβε μάλιστα στην πρόταση νόμου μέχρι και διάταξη που αποδέχεται και αφήνει ατιμώρητο τον ρατσιστικό, ξενοφοβικό, ακόμη και απροκάλυπτα φιλοναζιστικό λόγο στην αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις, στα σχολεία κ.ο.κ.».

Στην ίδια ανακοίνωση ξεκαθαρίζεται, επίσης, ότι «σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν πρόκειται να γίνει δεκτό από το ΠΑΣΟΚ να προταχθεί η συζήτηση της πρότασης νόμου της ΝΔ που κατατέθηκε δεύτερη» και τονίζεται:

«Η ΝΔ πρέπει να αντιληφθεί ότι η ομαλή εξέλιξη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας στο αντιρατσιστικό είναι προϋπόθεση για την ομαλή προώθηση του συνολικού νομοθετικού έργου της κυβέρνησης και την αποτελεσματική συνεργασία των ΚΟ των τριών κομμάτων». Παράλληλα, θεωρεί υποκριτική τη στάση της αντιπολίτευσης, από την οποία, το κάθε κόμμα οχυρώνεται πίσω από το πρόσχημα της δικής του πρότασης.

«Η κρίση γύρω από το αντιρατσιστικό αναδεικνύει ως επιτακτική προτεραιότητα την επικαιροποίηση της προγραμματικής συμφωνίας των τριών κομμάτων, που δεν μπορεί να περιορίζεται στην εφαρμογή του μνημονίου και τις σχέσεις με την τρόικα, αλλά πρέπει να συνιστά το ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης με σαφές χρονοδιάγραμμα και εξειδίκευση ανά υπουργείο».

Θέτει, επίσης, γενικότερα ζητήματα κυβερνητικής πολιτικής αναφέροντας τα ζωτικής σημασίας θέματα. Ειδικότερα, αναφέρεται:

«Ο κατάλογος των θεμάτων που το ΠΑΣΟΚ θεωρεί ζωτικής σημασίας είναι τα προγράμματα ανάσχεσης της ανεργίας, η οριστικοποίηση των ρυθμίσεων του ενιαίου φόρου ακινήτων, χωρίς επιβάρυνση των πραγματικών αγροτών, η άμεση μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, η υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η ιατροφαρμακευτική κάλυψη όλων των ανέργων, η ομαλή λειτουργία του ΕΟΠΥΥ κ.ο.κ.».

Οι διαφωνίες της ΔΗΜΑΡ

Η πρόταση της ΝΔ για τροποποίηση του αντιρατσιστικού νόμου του 1979 ουσιαστικά εισάγει νέο νόμο, σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΔΗΜΑΡ, ωστόσο σημειώνει ότι υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ της πρότασης της ΝΔ και της νομοθετικής πρότασης του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με την ΔΗΜΑΡ, οι κύριες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο προτάσεων είναι οι εξής:

  • «Στο αρθ. 1 του σχεδίου νόμου της ΝΔ τιμωρείται η υποκίνηση ή πρόκληση βίας ή μίσους μόνον όταν στρέφεται με ρατσιστικό κίνητρο κατά μεμονωμένου προσώπου και όχι όταν στρέφεται κατά ομάδας προσώπων. Αυτό ακυρώνει κάθε πιθανότητα εφαρμογής του νόμου, αφού η υποκίνηση σε βία ή μίσος δεν αφορά ποτέ ένα άτομο, αλλά κατηγορίες ατόμων.
  • » Τιμωρεί στο αρθ. 2 του σχεδίου νόμου την επιδοκιμασία ή υποτίμηση γενοκτονιών και του ναζιστικού ολοκαυτώματος, όχι όμως και την άρνησή τους.
  • » Εξαλείφει τη δυνατότητα προστασίας αλλοδαπών θυμάτων και μαρτύρων ρατσιστικών εγκλημάτων, με αποτέλεσμα τα θύματα ή οι μάρτυρες να μην παρίστανται κατά τη δίκη, αφού θα έχουν απελαθεί και διευκολύνεται έτσι η αθώωση των δραστών τέτοιων εγκλημάτων.
  • » Εξαλείφεται η πρόβλεψη να τιμωρείται και η διέγερση σε φθορές ή βλάβη πραγμάτων των θυμάτων ρατσιστικής δράσης. Δηλαδή, αν υπάρξει πρόκληση να καούν τα καταστήματα των αλλοδαπών ή χώροι λατρείας στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να υπάρξει βία κατά των προσώπων των αλλοδαπών, αυτό δεν θα τιμωρείται σύμφωνα με την πρόταση της ΝΔ.
  • » Απαλλάσσει από την ποινική ευθύνη το κράτος και τα όργανά του, που με οποιοδήποτε τρόπο προκαλούν ρατσιστική βία, επιτρέποντας δηλαδή τη δημόσια υποκίνηση ρατσιστικού μίσους από το κράτος και τους υπαλλήλους του. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 της πρότασης νόμου της ΝΔ, προβλέπεται ότι οι βασικές διατάξεις ποινικοποίησης της πρόκλησης ή υποκίνησης ρατσιστικής βίας ή μίσους κατά προσώπων και της επιδοκιμασίας γενοκτονιών ‘δεν εφαρμόζονται στο Κράτος και τα όργανά τους και στους διεθνείς οργανισμούς’.
  • » Εξαλείφει από το πεδίο προστασίας του νόμου τη βία ή το μίσος κατά προσώπων με βάση το γενετήσιο προσανατολισμό, επιτρέποντας δηλαδή τη ρατσιστική βία κατά ομόφυλων ατόμων».