Στα χαρακώματα βρίσκονται οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι, ΝΔ, ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο εξακολουθεί και ταλαπωρεί την τρικομματική κυβέρνηση που εμφανίζει μια διαλυτική εικόνα.

Η κάθε πλευρά έχει τη δική της στρατηγική, σε αυτό τον πόλεμο, ο οποίος αφήνει βαθύ τραύμα στην κυβερνητική συνοχή. Παράλληλα, αποτυπώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, όχι μόνο την ιδεολογική απόσταση που τους χωρίζει σε καίρια ζητήματα, αλλά και τις διαφορετικές επιιδιώξεις.

Η κίνηση του Πρωθυπουργού κ. Αντ. Σαμαρά την Πέμπτη, εν μέσω της έντασης που υπάρχει με το ΠαΣοΚ και τη ΔΗΜΑΡ, να ανάψει το πράσινο φως και να καταθέσει η ΝΔ δική της πρόταση, προωθώντας στη Βουλή, βελτιωτικές ρυθμίσεις στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο του 1979, έριξε λάδι στη φωτιά, σύμφωνα με τους άλλους δυο εταίρους.

Ο Πρωθυπουργός επέλεξε για καθαρά πολιτικούς και επικοινωνικούς λόγους, να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις, προχωρώντας σε δυο στοχευμένες κινήσεις, ώστε να φανεί στα μάτια της κοινής γνώμης, ότι αυτός ηγείται του αντιναζιστικού αγώνα στην Ελλάδα, από την προεκλογική περίοδο ακόμα.

Από τη μια πλευρά ζήτησε την άμεση σύνταξη και κατάθεση στη Βουλή ρυθμίσεων που αυστηροποιούν την υπάρχουσα νομοθεσία, ενώ από την άλλη πλευρά έστειλε απαντητική επιστολή στον ποιητή κ. Νάνο Βαλαωρίτη, προβάλλοντας την άποψη ότι το κόμμα του και ο ίδιος προσωπικά είχαν ξεκινήσει τον πόλεμο στη Χρυσή Αυγή, πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός.

Ο κ. Σαμαράς, κατόπιν εισηγήσεων και μακράς συζήτησης στα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου με τους στενούς του συνεργάτες, έκρινε ότι πρέπει να αλλάξει η εικόνα στην κοινή γνώμη ότι ο ίδιος αρνήθηκε προσωπικά να κατατεθεί το νομοσχέδιο του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Αντ. Ρουπακιώτη, ώστε να μην απομακρυνθεί και άλλο από σκληρούς δεξιούς ψηφοφόρους που μετοίκησαν πολιτικά στη Χρυσή Αυγή.

Με την πρόταση της ΝΔ που κατατέθηκε στη σκιά των πιέσεων διεθνών παραγόντων (ΕΕ, ΗΠΑ και το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι) που ζητούν να ληφθούν μέτρα κατά της Χρυσής Αυγής, αυστηροποιούνται οι ποινές για ρατσιστικά αδικήματα και ποινικοποιούνται συμπεριφορές που είτε υποτιμούν, είτε επιδοκιμάζουν τα ναζιστικά εγκλήματα, το Ολοκαύτωμα ή τις γενοκτονίες που έχουν αναγνωριστεί από τη Βουλή.

Η επιλογή του κ. Σαμαρά να επιλέξει την κατάθεση «γαλάζιας» πρότασης, πυροδότησε όπως ήταν αναμενόμενο νέα ένταση και τροφοδότησε μεγαλύτερη ενδοκυβερνητική αναταραχή, με εκατέρωθεν πολεμικές ανακοινώσεις.

Σε μια χρονική περίοδο που προέχει η προώθηση του κυβερνητικού έργου και η επιτάχυνση των ρυθμών της κυβέρνησης σε πολλούς τομείς, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι συμμετέχουν σε έναν ιδεολογικό εμφύλιο, δίνοντας την εικόνα ενός κυβερνητικού εμφυλίου.

Αυτή τη στιγμή έχουμε τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους που έχουν καταθέσει δυο διαφορετικές προτάσεις – η ΝΔ τη δική της και από κοινού ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ- και βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν. Καμία πλευρά δεν δείχνει διάθεση να υποχωρήσει.

Διεξάγεται ένας πόλεμος επιθετικών ανακοινώσεων, ενώ η ΝΔ καλεί τα κόμματα του συνταγματικού τόξου να στηρίξουν την πρότασή της και το ΠαΣοΚ και η ΔΗΜΑΡ, ανταπαντούν ότι η κίνηση του Πρωθυπουργού επιβεβαίωσε την ανάγκη να υπάρξει ένας νέος νόμος.

Με βάση το συσχετισμό δυνάμεων στη Βουλή και με δεδομένο ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δική του πρόταση και δεν επιθυμεί να στηρίξει την κίνηση του ΠαΣοΚ και της ΔΗΜΑΡ, καμία πρόταση δεν έχει τύχη.

Σχετικά με το χρόνο έναρξης της συζήτησης των προτάσεων στη Βουλή, πιθανολογείται ότι θα τεθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων στη Βουλή την επόμενη εβδομάδα, αλλά κανείς δεν μπορεί να κάνει πρόβλεψη, εάν θα αποφασισθεί να ξεκινήσει γρήγορα η κοινοβουλευτική διαδικασία.

Πάντως, εκτιμάται ότι σε ύστερο χρόνο θα υπάρξει νέα επιχείρηση συμβιβασμού και εξεύρεσης κοινού τόπου μεταξύ, τουλάχιστον των τριών κυβερνητικών εταίρων.