Με «καζάνι που βράζει» μοιάζει ο προσυνεδριακός διάλογος εν όψει του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, με τις «αιρετικές» απόψεις που αμφισβητούν την ορθότητα της προωθούμενης «σκληρής γραμμής» της ηγετικής ομάδας του Περισσού περί συγκρότησης «λαϊκής συμμαχίας» για την κατάκτηση της «λαϊκής εξουσίας» να πληθαίνουν. Τα επιχειρήματα που διατυπώνονται από πλειάδα στελεχών, μελών ή οπαδών του ΚΚΕ για τα αίτια που οδήγησαν στην εκλογική ήττα του περασμένου Ιουνίου, αλλά κυρίως για τις προγραμματικές και καταστατικές αλλαγές που εισηγείται η απερχόμενη Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) και θα τεθούν υπό την έγκριση του συνεδρίου που θα συνέλθει σε έναν μήνα, πολλαπλασια΄ζονται. Ισως είναι η πρώτη φορά μετά τα ταραγμένα χρόνια της «συγκατοίκησης» των δύο αντίπαλων εσωκομματικών ρευμάτων που συγκρούστηκαν το 1991, με αποτέλεσμα τη διάσπαση του ΚΚΕ, που διατυπώνονται τόσο διαμετρικά αντίθετες θέσεις, βεβαίως από εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, για ζητήματα αιχμής που αφορούν τη σχέση τακτικής και στρατηγικής, καθώς και την πολιτική συμμαχιών.

Ενα στα τέσσερα περίπου προσυνεδριακά άρθρα που δημοσιεύονται στον «Ριζοσπάστη» καταπιάνεται με τη διάσταση που παρατηρείται ανάμεσα στο ισχύον πρόγραμμα του ΚΚΕ (εγκρίθηκε στο 15ο Συνέδριο του 1996) και στις αλλαγές που προωθεί τώρα η ηγεσία («λαϊκή συμμαχία» για την «εργατική λαϊκή εξουσία»). Για «σοβαρότατο κενό τακτικής» κάνει λόγο ο πρώην βουλευτής του κόμματος, ο οποίος «καρατομήθηκε» από την ΚΕ στο 18ο Συνέδριο, κ. Αντ. Σκυλλάκος. Οπως αναφέρει στο κείμενό του, η ανάγκη προσέγγισης του ζητήματος της «σοσιαλιστικής επανάστασης καθιστά αναγκαία πέρα των άλλων και την πολιτική των συμμαχιών του κόμματος». «Πρόκειται για τακτική μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Σε αυτή την ανάγκη απαντούσε σωστά το 15ο Συνέδριο με την τακτική του Αντιιμπεριαλιστικού-Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ)» αναφέρει, διαπιστώνοντας ότι «οι θέσεις του 19ου Συνεδρίου ανατρέπουν αυτή τη λογική και αντιπροτείνουν τη Λαϊκή Συμμαχία, που έχει διαφορετικό χαρακτήρα». «Αυτό που πρέπει να απορρίψουμε είναι μια «στενή πολιτική», που οδηγεί μαθηματικά στη στασιμότητα και τη συρρίκνωση» συστήνει.

Αλλο ένα πρώην στέλεχος που «εξοστρακίστηκε» από την ΚΕ πριν από τέσσερα χρόνια, ο κ. Ι. Νάκης, διαπιστώνει ότι «το κόμμα απομακρύνεται από τον στρατηγικό του στόχο, στερείται της επεξεργασμένης πολιτικής συμμαχιών, αφήνοντας τον λαό έκθετο στην πολιτική συμμαχιών της αστικής τάξης για την αναδιάταξη του αστικού πολιτικού σκηνικού, αλλά και του οπορτουνισμού, που κατάφερε να εκτοξευθεί εκλογικά αποσπώντας πολλές δικές μας δυνάμεις». Ενώ το πρώην μέλος του Πολιτικού Γραφείου, επίσης εκ των καρατομηθέντων στελεχών από την κυρία Παπαρήγα, κ. Β. Καλαματιανός, με δεύτερο άρθρο του επανήλθε στον διάλογο ασκώντας κριτική στην αντίληψη του «παντογνώστη και κριτή των πάντων» και του «όλοι και όλα να κρίνονται στη δική μας λογική». «Αστοχες τοποθετήσεις για το «κίνημα της πλατείας», «της πατάτας», «ο λαός να αλλάξει την ψήφο του», καθώς και έλλειψη πρόβλεψης, αλλά και σχέδιο αντιμετώπισης του ΣΥΡΙΖΑ για τη συσπείρωση και τα ποσοστά του» αναφέρει.
«Διαβάζω από ορισμένα στελέχη ότι επιτέλους ξεκαθαρίζουμε πως μόνο με ένοπλη σύγκρουση λύνεται το ζήτημα της εξουσίας, ότι για πρώτη φορά δεν αφήνουμε περιθώρια σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Δηλαδή, πότε ακριβώς και σε ποιο πρόγραμμα ή συνέδριο της ιστορίας του το ΚΚΕ ισχυρίστηκε κάτι διαφορετικό;» διερωτάται ο κ. Κ. Αδαμόπουλος, ενώ προσθέτει: «Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το πει, όποιος το πιστεύει, ανοιχτά ότι «ο Χαρίλαος ήταν και λίγο οπορτουνιστής»». Ενώ ο κ. Δ. Τσιμπινός σημειώνει: «»Το ζήτημα δεν είναι να ξέρεις ανακατωτά κι απέξω τον Μαρξ και τον Λένιν. Αυτό μπορεί να το κάνει κι ο πρώτος ηλίθιος αριθμομνήμων. Το ζήτημα είναι να κάνεις ζωντανή, δημιουργική λαϊκή πολιτική» (Ν. Ζαχαριάδης). Εμείς αποτύχαμε και στα δύο, υποδυόμενοι το πρώτο, ότι ενεργούμε «κατά τας γραφάς». Τώρα επισημοποιούμε τη διάσταση με την πραγματικότητα, την Ιστορία και την κοσμοθεωρία μας».
Για αρκετούς αρθρογράφους υπάρχει σαφής προγραμματική μετατόπιση του ΚΚΕ: «Οι θέσεις της ΚΕ για το 19ο Συνέδριο επισημοποιούν την αλλαγή της πορείας του κόμματος τα τελευταία χρόνια, η οποία αντανακλάται στο κίνημα ως αδυναμία αντιμετώπισης των μέτρων του κεφαλαίου, ως μείωση δυνάμεων στη νεολαία, ως μείωση της εκλογικής του βάσης στο μισό» επισημαίνει ο κ. Χρ. Τσάκωνας, ενώ ο κ. Θ. Λαπαναΐτης θέτει το ερώτημα: «Γιατί η ΚΕ δεν δίνει συγκεκριμένες και αιτιολογημένες εξηγήσεις για την αλλαγή του προγράμματος του 15ου Συνεδρίου;». Και σημειώνει: «Η ΚΕ είναι υποχρεωμένη να δώσει εξηγήσεις στα μέλη του κόμματος, όταν εγκαταλείπει βασικές και θεμελιώδεις θέσεις που χαρακτηρίζουν ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα. Αντιλαμβάνεται η ΚΕ ότι αυτή η στάση της χτίζει μια Βαβέλ, στην οποία ενώ φαίνεται να μιλάμε την ίδια γλώσσα, τελικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο;» συμπληρώνει ο αρθρογράφος, ασκώντας κριτική για εγκατάλειψη του ισχύοντος προγράμματος, κάτι που όπως αναφέρει «δικαιολογήθηκε μέσα από ένα «κυνήγι μαγισσών» που περιόρισε εντέχνως τη «συζήτηση» στα περί συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηρίζοντας με ταχυδακτυλουργίες τη διεκδίκηση Αντιιμπεριαλιστικής-Αντιμονοπωλιακής Δημοκρατικής κυβέρνησης ως αστική διαχείριση!».
Για «διολίσθηση στην εφαρμογή της πολιτικής γραμμής του κόμματος σε «αριστερή» κατεύθυνση» κάνει λόγο ο κ. Γ. Ντόγκας, επισημαίνοντας ότι ως αποτέλεσμα αυτού ήταν «ένα κόμμα που είχε κεντρικό του στόχο τη δημιουργία της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας (ΑΑΔ Μετώπου) και ενώ είχε πολύ μεγάλη μαζική, πολιτική και ιδεολογική δράση όλα αυτά τα χρόνια και έβαλε τη βασική «πλάτη» στο να αλλάξει το κλίμα στην ελληνική κοινωνία και για τον ρόλο της ΕΕ, αλλά και για να ξεπεραστεί η ηττοπάθεια μετά τις ανατροπές το ’89-’91, στην πράξη να αναλώνεται σε πολιτική χαρακωμάτων».
Ενώ ο κ. Γ. Φέκας υπογραμμίζει ότι «δεν αρκεί να ευαγγελιζόμαστε την επανάσταση, τοποθετώντας τη μάλιστα στο μακρινό μέλλον, όταν θα ικανοποιούνται οι ιδανικές συνθήκες, όταν ο κόσμος ζητάει απάντηση για το παρόν». «Πρόκειται για θεολογική προσέγγιση, η οποία ακυρώνει την όποια διάθεση του πολίτη να συμπορευθεί με το ΚΚΕ. Και ταυτόχρονα υποβιβάζει στη συνείδηση των πολιτών το όραμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε ιδεολόγημα ρομαντικών» αναφέρει ο αρθρογράφος.

Τα λαϊκά μέτωπα
Οι εκλογικές «αυταπάτες»

Το θέμα των πολιτικών συμμαχιών ανέκαθεν αποτελούσε κομβικό πολιτικό ζήτημα για το ΚΚΕ και βρέθηκε στο επίκεντρο των κατά καιρούς συγκρούσεων, με τον Περισσό να δέχεται κριτική για τακτική περιχαράκωσης και απομόνωσης. «Οσο και αν ψάξει κανείς δεν θα βρει γραμμένο σε καμιά σελίδα του μαρξισμού ότι την πρόταση συμμαχίας την απευθύνεις μόνο στο τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που έχει «προλεταριακές αντιλήψεις» και έχει αποδεχθεί τους σκοπούς και την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος (λαϊκή εξουσία)» αναφέρει ο κ. Γ. Κολλιάς, συμπληρώνοντας ότι «όλη η ιστορία του κινήματος είναι ιστορία μετωπικών δράσεων των κομμάτων και των οργανώσεων της εργατικής τάξης», από την εποχή της Κομμούνας του Παρισιού.
Στην κυρίαρχη άποψη, άλλωστε, αποδίδεται και το επιχείρημα ότι «αποκλείεται σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, να προκόψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών-αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το Κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα». «Συνεπώς η συμμετοχή του ΚΚ Χιλής στο Λαϊκό Μέτωπο (το 1970) ήταν λάθος, γιατί δεν έβαζε στόχο τον σοσιαλισμό και γι’ αυτό ανατράπηκε. Επρεπε το κόμμα εκεί να αρνηθεί τη συμμετοχή του σε μια τέτοια κυβέρνηση γιατί ο Αλιέντε ήταν οπορτουνιστής…» αναφέρει δηκτικά ο κ. Π. Αλεξόπουλος, παρατηρώντας: «Η λογική αυτή φοβάμαι ότι θα μας οδηγήσει και σε αποχή από εκλογικές διαδικασίες στο όνομα να απαλλαγεί το κόμμα από εκλογικές αυταπάτες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ