Στο επίκεντρο μίας υπόγειας μεν, αλλά κατ’ ουσίαν μαινόμενης, εσωτερικής διελκυστίνδας έχει περιπέσει ο κ. Αλ. Τσίπρας, ο οποίος στο αμέσως προσεχές διάστημα καλείται να αποσαφηνίσει μία σειρά ζητήματα ως προς τη στρατηγική, τις επιδιώξεις, τις συμμαχίες και εν τέλει, την πολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το παράδοξο στοιχείο είναι ότι κατά την τρέχουσα περίοδο ο κ. Τσίπρας και η αποκαλούμενη «ηγετική ομάδα» περί αυτόν δέχονται πλέον σφοδρή (κατά περίπτωση) κριτική, τόσο από την αριστερή πτέρυγα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, όσο και από στελέχη που χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια στις τοποθετήσεις τους.
Στην πρώτη περίπτωση, η κριτική διατυπώνεται εν πολλοίς δημοσίως και είναι γνωστή, αν και διαφοροποιείται πλέον ποιοτικά, ειδικώς αφότου δημοσιοποιήθηκε ο διαχωρισμός της θέσης στελεχών, όπως η κυρία Σοφία Σακοράφα. Στη δεύτερη, παραμένει στο παρασκήνιο και αφορά την παροχολογία στην οποία διολισθαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αιχμές για την αξιοπιστία
Η αποστασιοποίηση της βουλευτού Β’ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία, καθώς πρόκειται για ένα στέλεχος που κατά την πρώτη μετεκλογική περίοδο βρέθηκε κατ’ επιλογήν του ιδίου του κ. Τσίπρα κοντά στην ηγεσία και μάλιστα με σημαντικές αρμοδιότητες εν όψει του ιδρυτικού συνεδρίου του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ. Μιλώντας προσφάτως στην Κεντρική Επιτροπή, η κυρία Σακοράφα εξομολογήθηκε πολιτικά, όπως η ίδια είπε, ότι έχει «χάσει λίγο την μπάλα» και εξέφρασε τον φόβο «ότι για το λαό αυτό μεταφράζεται σε ένα αίσθημα πολιτικής απογοήτευσης».

Με σαφείς αιχμές και προς τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, η κυρία Σακοράφα είπε μεταξύ των άλλων πως «βρισκόμαστε πλέον στην εποχή που ο λαός μας δεν εμπιστεύεται έναν ηγέτη ή ένα πολιτικό χώρο μέχρι αυτοί να φανούν αναξιόπιστοι.

Παρά εμπιστεύεται έναν ηγέτη ή έναν πολιτικό χώρο αφού πρώτα αποδείξουν ότι είναι αξιόπιστοι».

Τόνισε δε πως «θεωρώ ότι όχι απλώς δεν κάνουμε όσα πρέπει για να εδραιώσουμε την αξιοπιστία μας, αλλά πολλές φορές κάνουμε πράγματα που μας καθιστούν αναξιόπιστους. Αναξιόπιστους με την έννοια τόσο της πολιτικής ασυνέχειας του λόγου μας, όσο και της πολιτικής ασυνέπειας στις πράξεις μας».
Αφορμή για την κριτική αυτή, η οποία διατυπώθηκε πολύ πιο γλαφυρά ακόμη και από τους «ριζοσπάστες» όπως ο κ. Π. Λαφαζάνης και οι συμμετέχοντες στην Αριστερή Πλατφόρμα, δόθηκε τόσο από τα πρόσφατα ταξίδια του κ. Τσίπρα, όσο και από τη στροφή του σε μετριοπαθέστερες θέσεις και ρητορική ως προς το μνημόνιο και την πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ.

Ανησυχία «ρεαλιστών» για παράλογες υποσχέσεις
Και ενώ ο κ. Τσίπρας επιχείρησε αμέσως μετά, να «συνομιλήσει» σε νέα βάση με τους εξ αριστερών επικριτές του, με αναδιατυπωμένες υποσχέσεις περί αποκατάστασης των συντάξεων στα προμνημονιακά επίπεδα, άρχισε να προξενεί αντιδράσεις από στελέχη της μετριοπαθούς πτέρυγας.
Μέχρι στιγμής, οι αντιδράσεις αυτές έχουν παραμείνει σε επίπεδο παρασκηνιακών συζητήσεων και είναι άγνωστο αν, πώς και πότε θα αναδυθούν στην δημοσιότητα.
Πάντως είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ δύο στελεχών του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία
μάλιστα συνόδευαν τον κ. Τσίπρα στο πρόσφατο ταξίδι του στην Αμερική.
Το απόγευμα της προηγούμενης Παρασκευής στην Βουλή, αντικείμενο της μεταξύ τους συζήτησης ήταν η προσοχή που πρέπει να επιδιεχθεί στις δεσμεύσεις και τις υποσχέσεις που εμφανίζεται να μοιράζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένα εκ των στελεχών αυτών: «πρέπει να προσέχουμε πολύ τι υποσχόμαστε. Δεν μπορούμε ξαφνικά να μοιράζουμε 2 δισ. σε συνταξιούχους».
Είναι φανερό ότι η ανησυχία στην συγκεκριμένη πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ενδεχόμενο να περιπέσει ο κ. Τσίπρας σε μία άκαιρη και αβάσιμη παροχολογία, στην προσπάθειά του να μετριάσει, από την μία πλευρά την επίθεση που δέχεται από τα Αριστερά, και από την άλλη, την ανησυχία και αμφιβολία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού για την δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί σε έναν φορέα ρεαλιστικών και αξιόπιστων προτάσεων.
Παράλληλα και όσο ο κ. Τσίπρας θα εξακολουθεί κατά τα φαινόμενα να επιχειρεί να πατήσει σε δύο βάρκες, σε εξέλιξη βρίσκονται οι υπόγειες διεργασίες για την προσέλκυση ετερόκλητων πολιτικών ομάδων, κομμάτων, πρωτοβουλιών και προσώπων στο αντιμνημονιακό μπλοκ.
Κατά πολλούς, ένα από τα ερωτηματικά του επόμενου διαστήματος είναι το κατά πόσον στελέχη της ΔΗΜ.ΑΡ, όπως ο αποχωρήσας κ. Στ. Νεφελούδης ή και άλλοι αμφιταλαντευόμενοι από το κόμμα του κ. Φ. Κουβέλη θα ενταχθούν ή θα συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόσκληση από Λούκα
Εντός των προσεχών εβδομάδων και με ορόσημο το διήμερο 8-9 Μαρτίου, η κυρία Λούκα Κατσέλη, με την ιδιότητα της επικεφαλής της Κοινωνικής Συμφωνίας, διοργανώνει στην Αθήνα (με την σύμπραξη του Ινερποστ και του Levy Institute), ένα φόρουμ, με σαφή πολιτικό χαρακτήρα και ζητούμενο την συνεργασία πολιτικών δυνάμεων του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Στην εκδήλωση με θέμα «Εξοδος από την Κρίση: Η πρόκληση της εναλλακτικής πορείας», έχει προσκληθεί να παρασττεί και να μιλήσει και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες, ομιλητές θα είναι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κκ. Ι. Δραγασάκης και Ι. Μηλιός.
Στόχος της πρωτοβουλίας είναι να διευρυνθεί όσο είναι δυνατόν η συζήτηση για την δυνατότητα άσκησης εναλλακτικής πολιτικής, και χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ των προσκεκλημένων συγκαταλέγεται και ο καθηγητής κ. Ι. Πανούσης, εκ των κορυφαίων στελεχών της ΔΗΜ.ΑΡ.
Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό είναι πως η κυρία Κατσέλη, που δεν αρνείται ότι βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με τον κ. Τσίπρα και που αφήνει ανοιχτές τις δυνατότητες είτε για μία κυβερνητική συνεργασία είτε και για μία εκλογική σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, με όρους αυτονομίας, στους συνομιλητές της διευκρινίζει πως δεν (μπορεί να) τίθεται ζήτημα καταγγελίας του μνημονίου, παρά αλλαγής του και πολιτικής στροφής εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, στην λογική της εξυπηρέτησης του χρέους.
Υπό αυτήν την έννοια, η κυρία Κατσέλη συμπίπτει με την γραμμή Τσίπρα, και συγκεκριμένα με την λογική διαγραφής ενός σημαντικού τμήματος του χρέους, συμφωνίας για μία ρήτρα ανάπτυξης και λήψης συγκεκριμένων μέτρων για την ανακοπή της ύφεσης, στην λογική πάντα εξυπηρέτησης του χρέους χωρίς στραγγαλισμό της οικονομίας και της κοινωνίας.