Τέλος εποχής για τις «απεργίες μειοψηφιών», τα ανεξέλεγκτα δικαιώματα συνδικαλιστών, την υφιστάμενη οργάνωση των συνδικάτων, αλλά και «επιστροφή-επαναφορά» του απαγορευμένου εργοδοτικού δικαιώματος της ανταπεργίας, γνωστού και ως «λοκ άουτ». Η κυβέρνηση γυρίζει σελίδα στον τρόπο λειτουργίας του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας και στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας έπειτα από 30 χρόνια ισχύος του πλέον φιλελεύθερου συνδικαλιστικού νόμου της Ευρώπης, του 1264/1982. Ηδη στα συρτάρια του υπουργείου Εργασίας υπάρχουν διαμορφωμένες προτάσεις για αναμόρφωση του συγκεκριμένου συνδικαλιστικού νόμου, γεγονός που θεωρείται αναγκαιότητα πρώτης προτεραιότητας κατά τη σημερινή κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα.

Απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες του «Βήματος» φέρουν την κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ως το τέλος του 2013, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. «Δεν μπορεί να υποχρεωνόμαστε σε συνεχείς επιστρατεύσεις απεργών για να λειτουργήσει η κοινωνία και την ίδια στιγμή να διατηρούμε τη δυνατότητα ολιγομελών σωματείων να ακινητοποιούν δημόσιες επιχειρήσεις» τόνιζε προς «Το Βήμα της Κυριακής» κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης.

Οι κεντρικοί άξονες των αλλαγών αφορούν τον υφιστάμενο τρόπο κήρυξης μιας απεργιακής κινητοποίησης, τη σύσταση – συγκρότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως και την οργάνωση του κινήματος σε νέες βάσεις, που να ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες. Ακόμη και την επανεξέταση των δικαιωμάτων των συνδικαλιστών, όπως είναι οι συνδικαλιστικές άδειες. Ταυτοχρόνως συζητείται η επαναφορά της ανταπεργίας (κλείσιμο της επιχείρησης από τον εργοδότη σε περιπτώσεις απεργιών διαρκείας των εργαζομένων), την οποία προέβλεπε ο νόμος 330/1976 (του τότε υπουργού Εργασίας Κωνσταντίνου Λάσκαρη) και την απαγόρευσε ο νόμος 1264 το 1982, επί υπουργίας κ. Απ. Κακλαμάνη.
Οι αλλαγές


Οι αλλαγές που συζητούνται στο επιτελείο του υπουργείου Εργασίας αφορούν όλη τη δομή του νόμου, τη λειτουργία των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων κ.λπ. Τα βασικά σημεία επικεντρώνονται στα εξής:
Αλλαγή στον τρόπο λήψης της απόφασης για την κήρυξη απεργίας. Οι προτάσεις-ιδέες που βρίσκονται στο τραπέζι έχουν ως κεντρικό στοιχείο την «έννοια της πλειοψηφίας» για τη λήψη απεργιακής απόφασης. Ωστόσο την πλειοψηφία των εργαζομένων σε μια επιχείρηση και όχι των συμμετεχόντων στη γενική συνέλευση. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το γεγονός ότι ένα μικρό σωματείο του μετρό (μηχανοδηγοί) ή της ΔΕΗ μπορεί να ακινητοποιήσει ολόκληρη την επιχείρηση.
Στις «ιδέες» που έχουν ακουσθεί περιλαμβάνεται και το «περίφημο άρθρο 4» του νόμου 1365/1983 για τις «κοινωνικοποιήσεις» των δημοσίων επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Αρσένη, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το άρθρο 4 προέβλεπε για τη λήψη απόφασης την απόλυτη πλειοψηφία (50% + 1) των εγγεγραμμένων στο πρωτοβάθμιο σωματείο μιας ΔΕΚΟ.
Σημειωτέον ότι στις ΔΕΚΟ όλοι οι εργαζόμενοι είναι εγγεγραμμένοι από την πρόσληψή τους στο σωματείο. Ως εκ τούτου, η επίτευξη τέτοιας πλειοψηφίας είναι μάλλον αδύνατη. Το υπουργείο Εργασίας πάντως αναζητεί μια ρύθμιση που «δεν θα επιτρέπει την «εύκολη απόφαση» ούτε θα οδηγεί στην «αδύνατη λήψη» της». Στον νόμο 1264/82 για την κήρυξη απεργίας προβλέπονται τα εξής: «Απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης. Για ολιγόωρες στάσεις εφόσον δεν πραγματοποιούνται την ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα αρκεί απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, όπως και οι απεργίες των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων».
Αλλαγή στο καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών. Ενας μεγάλος αριθμός συνδικαλιστικών στελεχών –κυρίως στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα –δεν εργάζεται, κάνοντας χρήση των λεγόμενων συνδικαλιστικών αδειών. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις ΔΕΚΟ, οι άδειες αυτές (χιλιάδες εργατοώρες) «μοιράζονται – κατανέμονται» με αποφάσεις της διοίκησης των συνδικάτων «με απολύτως αδιαφανή τρόπο» και για «προφανείς σκοπούς».
Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των συνδικαλιστών προέρχεται από τον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Και αυτό γιατί ποιος επιχειρηματίας στον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσε να «συντηρεί» υψηλόβαθμους συνδικαλιστές που δεν εργάζονται ποτέ; Κοινή είναι η πεποίθηση τόσο στην κυβέρνηση όσο και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις ότι «το σύστημα αυτό πρέπει να επανεξεταστεί».
Ο νόμος 1264/82 για τις συνδικαλιστικές άδειες προβλέπει τα εξής: «Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διευκολύνει τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, των ελεγκτικών επιτροπών και τους αντιπροσώπους των πρωτοβαθμίων στις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Την ίδια υποχρέωση έχει για τα διοικητικά συμβούλια, τις ελεγκτικές επιτροπές και τους αντιπροσώπους των δευτεροβαθμίων στις τριτοβάθμιες, όπως και για τα διοικητικά συμβούλια και τις ελεγκτικές επιτροπές των τριτοβαθμίων οργανώσεων. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να παρέχει: α) Στα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης άδεια απουσίας όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους. β) Στα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβαθμίων οργανώσεων άδεια απουσίας ως 9 μέρες τον μήνα και ως 15 για τον πρόεδρο, αντιπρόεδρο, γεν. γραμματέα και ταμία. γ) Στους πρόεδρο, αντιπρόεδρο, γενικό γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων άδεια απουσίας έως 5 μέρες τον μήνα αν τα μέλη τους είναι 500 και πάνω, και ως τρεις μέρες αν είναι λιγότερα. δ) Στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις άδεια απουσίας για όλη τη διάρκεια συνεδρίων που συμμετέχουν».

Οργάνωση, δοµή και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Απαιτείται άλλη οργάνωση στη δομή του κινήματος. Τα Εργατικά Κέντρα θεωρούνται –ήδη –μια παρωχημένη μορφή οργάνωσης και «αμφισβητείται η δυνατότητά τους –που σήμερα διαθέτουν –να κηρύσσουν απεργιακές κινητοποιήσεις». Μόνο σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να διατηρήσουν την παρέμβασή τους και μάλιστα σε «θέματα τοπικού ενδιαφέροντος». Αλλαγές σχεδιάζονται και σε πρωτοβάθμιο επίπεδο (σωματεία), γεγονός που επιβάλλει η συνεχιζόμενη μείωση της αντιπροσωπευτικότητας των σωματείων.
Ανταπεργία (λοκ άουτ). Πρόκειται για τη ρύθμιση που προκαλεί τις περισσότερες αντιδράσεις. Στις προτάσεις θα υπάρχει η επαναφορά –υπό όρους –του δικαιώματος των εργοδοτών στην ανταπεργία. Δηλαδή στο κλείσιμο της επιχείρησης σε περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων. Το «δικαίωμα της ανταπεργίας» καταργήθηκε με τον νόμο 1264/82, ωστόσο ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς θέτουν –από καιρού εις καιρόν –το αίτημα της επαναφοράς του.
Ι. Βρούτσης
«Ωρα να ανοίξει η συζήτηση»

Ο σημερινός υπουργός Εργασίας κ. Ι. Βρούτσης ούτε διέψευσε ούτε επιβεβαίωσε το ενδεχόμενο αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου δηλώνοντας στο «Βήμα» ότι «δεν υπάρχει τίποτα σχετικό αυτή τη στιγμή». Ωστόσο διατύπωσε τον προβληματισμό ότι «έχουν περάσει 30 χρόνια από τη θέσπιση του υφιστάμενου νόμου και οι εποχές, οι συνθήκες, αλλά και οι ανάγκες του συνδικαλιστικού κινήματος επιβάλλουν –τουλάχιστον –να ανοίξει η συζήτηση».
Την αναγκαιότητα αλλαγών στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του συνδικαλιστικού κινήματος υποστηρίζουν και οι συνδικαλιστές, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δυνατόν σε έναν νομό να λειτουργούν τρία ή και τέσσερα εργατικά κέντρα, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν παρά ελάχιστους εργαζομένους.
Ο κατακερματισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, η περιορισμένη αντιπροσωπευτικότητά του, η χαμηλή πυκνότητα στις τάξεις των συνδικάτων, η οικονομική τους κατάσταση, είναι μερικά από τα στοιχεία που επιβάλλουν την αναζήτηση αλλαγών στην οργάνωση του κινήματος. Ωστόσο, οι συνδικαλιστές διαφωνούν με τις κυοφορούμενες αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργία, αλλά και στην επαναφορά του λοκ άουτ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ