Η χώρα έπειτα από μακρά περίοδο διαρκούς κατάρρευσης και απόλυτης ανασφάλειας δείχνει να έχει εξασφαλίσει μια μορφή επιφανειακής σταθερότητας. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι διατηρεί τη συνοχή της και αποκρούει τις όποιες απειλές διάλυσης του τρικομματικού συνεταιρισμού, καθώς οι κυβερνητικοί εταίροι θέλουν να κερδίσουν χρόνο.

Επιπλέον η οικονομία πήρε κάποιες ανάσες χρηματοδότησης, το κράτος άρχισε να εξοφλεί σιγά – σιγά τις οφειλές του και οι ξένοι αρχίζουν να ξαναβλέπουν την Ελλάδα, έστω ακούνε τους εκπροσώπους της ή καλύτερα παρακολουθούν με ενδιαφέρον όσα εδώ διαμορφώνονται.

Όπως μεταφέρουν τραπεζίτες, επιχειρηματίες και επενδυτικοί σύμβουλοι οι πόρτες έχουν ξανανοίξει, οι συζητήσεις για τις πιθανές ευκαιρίες που δημιουργεί το νέο περιβάλλον πυκνώνουν, αλλά για την ώρα δεν μεταφράζονται σε επενδύσεις και εισροή κεφαλαίων.

Αν εξαιρέσει κανείς το εκδηλωθέν ενδιαφέρον κάποιων ήδη εγκατεστημένων πολυεθνικών στην Ελλάδα για επιπρόσθετες επενδύσεις, τίποτε άλλο δεν είναι απτό και συγκεκριμένο. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πολύ συζήτηση αλλά τα λεφτά ελάχιστα και τέλος πάντων μη ικανά να μεταβάλουν τις συνθήκες.

Την ίδια στιγμή η εξασφαλισθείσα σχετική δημοσιονομική ισορροπία μοιάζει ασταθής εξαιτίας της διατήρησης των υφεσιακών συνθηκών στην οικονομία. Παρ’ ότι οι δαπάνες φαίνονται ελεγχόμενες οι επιδόσεις στο σκέλος των εσόδων είναι πολύ κατώτερες των προσδοκιών, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική θέση της χώρας να παραμένει εύθραυστη και εκτεθειμένη σε οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους.

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν το αίσθημα της λεγόμενης επιφανειακής σταθερότητας, η οποία στηρίζεται στην όποια συντελεσθείσα πρόοδο και στις προσδοκίες που αυτή διαμορφώνει. Κάτω απ’ αυτή όμως δρουν παράγοντες ικανοί να ανατρέψουν τα πάντα, αν η πρόοδος δεν διατηρηθεί και οι προσδοκίες δεν επιβεβαιωθούν. Οι οποίοι συνδέονται με τη συνεχώς επιδεινούμενη θέση των νοικοκυριών, την υπερυψηλή ανεργία των νέων, τα πολλά φαινόμενα εξτρεμισμού και εκείνα της νεοναζιστικής ακροδεξιάς βίας, που παραπέμπει σε συνθήκες Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Αυτή τη στιγμή πέραν των πληβειακών πτωχοποιημένων λαϊκών στρωμάτων την απειλή βιώνουν και τα μεσαία στρώματα,τα οποία αποτέλεσαν τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Οικογένειες που μέχρι πρότινος ζούσαν άνετα σήμερα κινούνται στο όριο και βιώνουν την απειλή της απόλυτης ένδειας, κοινώς την βγάζουν με ελάχιστους πόρους και δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει. Συνδυαζόμενα τα παραπάνω ευνοούν την ένταση, καλλιεργούν τη σύγκρουση και τη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής αγριότητας. Και μαζί δίδουν τροφή στον λαϊκισμό, ο οποίος ρίχνει στην κυριολεξία λάδι στη φωτιά και είναι ικανός να αποτελέσει τη βάση ανατίναξης των πάντων.

Κάπως έτσι διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή το ελληνικό περιβάλλον. Η εμφανιζόμενη πολιτική και οικονομική σταθερότητα είναι επιφανειακή ή καλύτερα ασταθής.

Στο ορατό μέλλον τα πράγματα θα κριθούν από την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και ιδιαιτέρως από την συνεχή ανανέωση και αναγέννηση των προσδοκιών. Αυτές εξασφαλίζουν τον απαιτούμενο χρόνο και αμβλύνουν τα αισθήματα οργής και αμφισβήτησης, τα οποία μαζί με τον λαϊκισμό είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη των εκρηκτικών και διαλυτικών φαινομένων του εξτρεμισμού και της νεοναζιστικής βίας.

Η χώρα έχει ανάγκη από χρόνο ικανό να αναγεννά τις προσδοκίες και να δημιουργεί προοπτικές παραγωγής και ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα επέλθει κοινωνική ειρήνευση και θα περιθωριοποιηθούν οι δυνάμεις του μίσους και της καταστροφής.