Με αφορμή την καθιέρωση Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος την 27η Ιανουαρίου σε διεθνές επίπεδο, το ίδιο και στη χώρα μας, το παρόν άρθρο εξετάζει το αντισημιτικό κλίμα παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια από το οποίο επωφελήθηκε ο Χίτλερ προτού προχωρήσει στην «τελική λύση», όρο που χρησιμοποίησε η ναζιστική ιδεολογία, στην εξόντωση δηλαδή 6 εκατομμυρίων Εβραίων από την κατεχόμενη Ευρώπη.

Οι διακρίσεις και οι διωγμοί του εβραϊκού στοιχείου από την Κεντρική Ευρώπη, τον γερμανόφωνο κυρίως χώρο, είχαν ξεκινήσει από τον Μεσοπόλεμο ήδη, δίνοντας μια καλή αφορμή στο ναζιστικό κόμμα και στον καγκελάριο Χίτλερ να προχωρήσει στην εφαρμογή του αντισημιτικού προγράμματός του λίγα μόλις χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο (30 Ιανουαρίου 1933), με αποκορύφωμα το πογκρόμ της γνωστής έκτοτε ως «Νύχτας των Κρυστάλλων», στις 9-10 Νοεμβρίου 1938, εις βάρος των Εβραίων της Γερμανίας, όταν μέσα σε μία νύχτα κάηκαν ολοσχερώς σχεδόν 267 συναγωγές, λεηλατήθηκαν 7.500 εβραϊκές επιχειρήσεις, νοσοκομεία, σχολεία και νεκροταφεία και φονεύθηκαν 91 πολίτες.

Η δυσμένεια που είχαν προκαλέσει οι φρικαλέες ακρότητες στις οποίες είχε αποδυθεί τόσο το ίδιο το ναζιστικό κόμμα όσο και η νεολαία του είχε ως αποτέλεσμα τη διοργάνωση συλλαλητηρίων στην πέραν του Ατλαντικού γη των Ηνωμένων Πολιτειών και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, όπου, ήδη ένα έτος νωρίτερα, ο ιταλοεβραίος δήμαρχος Φιορέλο Λαγκάρντια ηγήθηκε του Αμερικανο-Εβραϊκού Συνεδρίου (απ 490, πρεσβευτής Δ. Σισιλιάνος από Ουάσιγκτον) την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου 1937 και ακολούθως μεγάλου συλλαλητηρίου τουλάχιστον 20.000 ατόμων στη γνωστή πλατεία Μάντισον της Νέας Υόρκης αποσκοπώντας στην αφύπνιση της διεθνούς κοινής γνώμης για όσα, δυστυχώς, ακολούθησαν.
Στο συνέδριο εκείνο, που προκάλεσε μίνι διπλωματικό επεισόδιο στις αμερικανογερμανικές σχέσεις, ο δήμαρχος Λαγκάρντια προέβη σε δριμείς χαρακτηρισμούς κατακρίνοντας «την γερμανικήν δικτατορίαν, απεκάλεσε δε τον Αρχικαγκελλάριον Χίτλερ φανατικόν (brown – shirted fanatic), προσθέσας ότι εις την έκθεσιν της Ν. Υόρκης του 1939 θα έδει να κατασκευασθή Αίθουσα Φρίκης εν τη οποία να εκτεθή ο Χίτλερ ως έκθεμα, αρ. 1» (όπ.π).
Με δεδομένο ότι, όπως έγραφε ο Σισιλιάνος, «εις την Εκθεσιν ταύτην έχει προσκληθεί όπως συμμετάσχη η Γερμανία», η αντίδραση του γερμανικού ΥΠΕΞ ήταν αναμενόμενη, αλλά η ανακοίνωση του γερμανού υπουργού των Εξωτερικών, που έκανε λόγο για «προσβλητικές εκφράσεις προς άλλην Κυβέρνησιν μεθ’ ης είμεθα εις επισήμους», αντί των «εθισμένων φιλικών σχέσεων», όπως επεσήμαινε στο έγγραφό του ο έλληνας διπλωμάτης, για τις οποίες μάλιστα το Βερολίνο εξέφραζε «την λύπην του», δεν φάνηκε να ικανοποιεί ούτε τη γερμανική πρεσβεία στην αμερικανική πρωτεύουσα ούτε τους περί αυτήν γερμανικούς κύκλους. Ηταν όμως ενδεικτική των ύπουλων προθέσεων της κατά τα άλλα σκληρής γερμανικής πολιτικής για το θέμα, όπως επεσήμαινε ο αμερικανικός Τύπος των ημερών, με τον γερμανικό να αντεπιτίθεται αποκαλώντας τον δήμαρχο Λαγκάρντια «αναίσχυντον Ιουδαίον»!
Μία εβδομάδα αργότερα η ελληνική πρεσβεία ενημέρωνε την Αθήνα ότι νέες επιθέσεις ξέσπασαν στην αμερικανική μεγαλούπολη κατά της Γερμανίας και του ναζισμού.
Με νέο του έγγραφο (ΑΠ 555) ο Σισιλιάνος αναφερόταν σε ογκώδες συλλαλητήριο στο οποίο συμμετείχε και η Επιτροπή Εβραίων Εργατών της Νέας Υόρκης στο οποίο ο Τζον Λιούις, πρόεδρος της Οργάνωσης Βιομηχανικών Εργατών, ξεσήκωσε το πλήθος με ένα δριμύ κατηγορητήριο κατά της Γερμανίας που «επέστρεψεν εις τον μεσαίωνα, οι δε εκεί εργάται υπεβιβάσθησαν εις δούλους», προσθέτοντας ότι «ο φόβος βασιλεύει σήμερον εν Γερμανία», η δε γερμανική κυβέρνησις εφήρμοζε «θανατηφόρον τρομοκρατίαν» εναντίον των εργατών και των μειονοτήτων (όπ.π.).
Στο ίδιο έγγραφο γινόταν λόγος για τις ζωηρές επιδοκιμασίες του πλήθους όταν στο βήμα ανήλθε ο δήμαρχος Λαγκάρντια, ο οποίος έκλεισε χαρακτηριστικά την ομιλία του λέγοντας σχετικά με τον Χίτλερ ότι «δεν αξίζει τις να τον συναντήση επί του πεδίου της τιμής».
Τον Λαγκάρντια διαδέχθηκε τότε στο βήμα ο υποστράτηγος εν αποστρατεία Χιου Τζόνσον, προσωπικός φίλος του προέδρου Ρούζβελτ και διατελέσας προϊστάμενος της υπηρεσίας προς εφαρμογήν του Νόμου της Εθνικής Ανορθώσεως (NRA).
Η ομιλία του ξεσήκωσε τους συγκεντρωμένους, ειδικά όταν αναφέρθηκε στον Χίτλερ και στους «ναζιπαθείς» (sic) επιτελείς του, τους οποίους χαρακτήρισε «έν είδος τέρατος απειλούντος την ειρήνην του κόσμου», επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του ολοκληρωτικού κράτους του Χίτλερ και της Αυτοκρατορίας του Κάιζερ, εκτός της αποκοπής του μύστακος της ανωτάτης εξουσίας». Ο ίδιος παρομοίασε «το κράτος της βίας» της Γερμανίας με εκείνο της Ρωσίας, χαρακτηρίζοντάς το «πολιτική κτηνωδία». Προσέθεσε μάλιστα ότι «υπάρχει τι το σαδιστικόν, το διεφθαρμένον, το ανώμαλον, το ρυπαρόν εις τους κυλιόμενους εις το ανθρώπινον αίμα, του Συβαρίτας τούτους της σκληρότητος, τους ηδυπαθείς της αθλιότητος της ανθρωπότητος».
Αναφερόμενος στον υποστράτηγο Τζόνσον, ο έλληνας πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον πληροφορούσε με το ίδιο έγγραφο ότι και όταν βρισκόταν εν ενεργεία ο πρώτος, προ τριετίας είχε μιλήσει καυστικότατα κατά της Γερμανίας και της πολιτικής της, προκαλώντας νέο επεισόδιο στις αμερικανογερμανικές σχέσεις.
Στο συλλαλητήριο εκείνο, τέλος, με τηλεγραφήματά τους διαδήλωναν τη συμπαράστασή τους κατά του ναζισμού 7 κυβερνήτες Ομοσπονδιακών Πολιτειών, 13 γερουσιαστές και 37 αμερικανοί βουλευτές.

Το ταξίδι που δεν έγινε
Ο αρχαιολάτρης Χίτλερ στην Ελλάδα
Μία επίσκεψη που τελικά δεν έγινε ήταν αυτή του Αδόλφου Χίτλερ (φωτογραφία) την άνοιξη του 1937, σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο του τότε έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (ΑΠ 63). Εγραφε ο Ραγκαβής στις 7 Ιανουαρίου του συγκεκριμένου έτους:

«Εχω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν υμών ότι ο παρά τω Υπουργείω της Προπαγάνδας Τμηματάρχης των ελληνικών υποθέσεων, κ. von Weyssenhof εν ιδιωτική συνομιλία είπε προ τινων ημερών εις τον Α’ Γραμματέα της Πρεσβείας ότι εγένετο λόγος περί προθέσεως του Αρχικαγκελλαρίου κ. Χίτλερ να επιχειρήση την προσεχή άνοιξιν ταξείδιον εις Ελλάδα εις εκπλήρωσιν παλαιάς του επιθυμίας όπως εκ του σύνεγγυς γνωρίση την χώραν μας, εφόσον η διεθνής κατάστασις ήθελεν επιτρέψη αυτώ την εκ Γερμανίας απομάκρυνσίν του. Ο κ. Weyssenhof είπε περαιτέρω ότι ο Αρχικαγκελλάριος κ. Χίτλερ, εφόσον θα κατήρχετο εις Ελλάδα, θα διέμενεν επί του γερμανικού πολεμικού δι’ ου θα επιχειρήση το ταξείδιόν του, έχει δε υπ’ όψει όπως επισκεφθή τας Αθήνας, τους Δελφούς, την Ολυμπίαν κ.λπ.».
Αλλά η προαναγγελία της επίσκεψης δεν σταματούσε εκεί: προτεινόταν από τον αρμόδιο του γερμανικού ΥΠΕΞ «αντί παρασήμου θα ήτο ίσως σκοπιμώτερον εάν προσεφέρετο εις τον κ. Χίτλερ αρχαιολογικόν τι αντικείμενον, γνωστού όντος του θαυμασμού ον ο Αρχικαγκελλάριος τρέφει προς την αρχαίαν ελληνικήν τέχνην».
Η επίσκεψη δεν έγινε βεβαίως ποτέ, αλλά ο Χίτλερ και ο στρατός του φρόντισαν διά της βίας να αδειάσουν μερικά από τα μουσεία της χώρας με αρχαιολογικούς θησαυρούς, που μεταφέρθηκαν σε γερμανικό έδαφος και ακόμη αναζητούνται όπως σε προηγούμενα άρθρα έχει αναφερθεί από το βήμα αυτό.

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ