Η αυγή της δεκαετίας του ’90 βρήκε την ελληνική Αριστερά μπερδεμένη. Η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, η συνένωσή της, η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και η εκ νέου διάσπασή της, ο πολυτεμαχισμός της κραταιάς τότε ΚΝΕ, δημιουργούσαν ένα πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης καθεστώς ήττας και απογοήτευσης. Είναι σε αυτό το κλίμα που εναλλακτικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής δράσης –που ψήγματά τους είχαν ήδη εμφανιστεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 –απέκτησαν μεγαλύτερη επιρροή και πιο ορατό δημόσιο λόγο. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, το 1990, μια ομάδα με αναρχικές αντιλήψεις και σύνδεση με το κίνημα της πανκ μουσικής κατέλαβε το εγκαταλειμμένο κτίριο που στέγαζε από τη δεκαετία του 1920 το 2ο Γυμνάσιο Αθηνών και δημιούργησαν την κατάληψη «βίλα Αμαλία».

Η βίλα Αμαλία δεν ήταν το μόνο ανάλογο εγχείρημα: το ρεύμα των «καταλήψεων στέγης» αναπτύχθηκε μέσα στη δεκαετία του ’90, αποτελώντας ως έναν βαθμό ξεχωριστή –και ιδιαίτερα ανθεκτική –τάση μέσα στο αναρχικό κίνημα, παρ’ ότι δεν είχε ακόμα τη σημερινή του έκταση. Οι καταλήψεις στις οδούς Κεραμεικού, Φυλής και Φερών, Ακομινάτου, Λέλας Καραγιάννη συγκέντρωσαν πολύ κόσμο. Αρκετές επιβίωσαν και των πιο συντριπτικών χτυπημάτων που γνώρισε το αναρχικό ρεύμα στην αντιπαράθεσή του με την Αστυνομία. Η ίδια η βίλα Αμαλία εκκενώθηκε βίαια το 1994, επανακαταλήφθηκε όμως σχετικά γρήγορα και συνέχισε τη λειτουργία της.

Δεν επρόκειτο για ελληνικό φαινόμενο. Οι καταλήψεις στέγης, οι επονομαζόμενες «σκουάτ», ήταν συνήθης πρακτική των ελευθεριακών ρευμάτων σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά το 1968. Αλλες είχαν πολιτικό χαρακτήρα, κάποιες ήταν κυρίως τόπος διανομής, μερικές υπερασπίζονταν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, όπως η χορτοφαγία ή η άρνηση των εμπορευματικών σχέσεων. Στη Βόρεια Ευρώπη, στην Ολλανδία, την Ελβετία, τη Σουηδία και αλλού, πολλές από αυτές απέκτησαν έναν ημιεπίσημο χαρακτήρα και λειτούργησαν με επιδοτήσεις από τοπικές Αρχές. Μάλιστα, το είχε υπενθυμίσει αυτό και η Μελίνα Μερκούρη, όταν το 1991 είχε επισκεφθεί την κατάληψη στέγης της οδού Ακομινάτου, για να διαμαρτυρηθεί για τη βίαιη εκκένωσή της.

Το συμβολικό «οχυρό»


Η βίλα Αμαλία υπήρξε, πιθανότατα, το πιο συμβολικό «οχυρό» αυτού του κινήματος. Λειτουργώντας από το 1990, φιλοξένησε πολλές και διαφορετικές γενεές ανθρώπων. Με τα χρόνια, από μια «κατάληψη των πανκ» μετατράπηκε σε έναν χώρο που παρενέβαινε κοινωνικά στην περιοχή της πλατείας Βικτωρίας. Αρκετοί είναι εκείνοι, κάτοικοι της γειτονιάς αλλά και άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στην Αριστερά ή στον αναρχικό χώρο, που πιστώνουν στη βίλα Αμαλία την αποτυχία της Χρυσής Αυγής να επεκτείνει από τον Αγιο Παντελεήμονα τον «ζωτικό χώρο» της προς την πλατεία Βικτωρίας. Στο εσωτερικό της η βίλα είχε ως κύριο πρόταγμα τη μη εμπορευματική δράση. Ετσι, στον χώρο της λειτουργούσε καφενείο, στο οποίο η πληρωμή ήταν προαιρετική και είχε χαρακτήρα αλληλεγγύης, αλλά επίσης και δανειστική βιβλιοθήκη και τυπογραφείο, το οποίο χρησίμευε κυρίως σε εκδόσεις υλικού για «κινηματικούς σκοπούς», χωρίς αντίτιμο. Χωρίς αντίτιμο ήταν επίσης και η παρακολούθηση των συναυλιών που δίνονταν εκεί.

Ανάλογη ήταν η δράση και της δεύτερης κατάληψης που εκκενώθηκε από την Αστυνομία την περασμένη Τετάρτη, στη συμβολή των οδών Σκαραμαγκά και Πατησίων, στο σπίτι όπου ζούσε η Μαρία Κάλλας κατά την περίοδο της Κατοχής. Αυτή ξεκίνησε το 2009, μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Και αυτό το κτίριο ήταν εγκαταλειμμένο και «εστία μόλυνσης, μικροεγκληματικότητας, πρέζας και κλοπιμαίων», όπως το χαρακτήρισε πρόσφατα κάτοικος της περιοχής. Οι καταληψίες ξαναέφτιαξαν τους εσωτερικούς χώρους και ανέπτυξαν μέσα σε αυτούς σειρά δραστηριοτήτων χωρίς αντίτιμο: μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, μαθήματα μουσικής, εργαστήριο ραπτικής, οργάνωσαν προβολές κα γεύματα. Κάτοικοι της περιοχής βεβαιώνουν ότι η παρουσία των καταληψιών απομάκρυνε –έστω και μερικές εκατοντάδες μέτρα –το εμπόριο ναρκωτικών, που «περιορίστηκε» στον πεζόδρομο της οδού Τοσίτσα και στην οδό Στουρνάρα.

Υπερασπιστές και αντιρρησίες


Με δεδομένο το καθεστώς ημιπαρανομίας και μερικής ανοχής και με το ενδεχόμενο της εκκένωσής τους να είναι πάντα ανοιχτό, οι καταλήψεις στέγης «δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι «αποθήκες οπλισμού», όπως κατηγορούνται σήμερα», λένε όσοι έχουν περάσει την πόρτα τους. «Οι άνθρωποι που τις διαχειρίζονταν είχαν πάντα στον νου τους ότι η μηδενική θεσμική κάλυψή τους τούς καθιστούσε εξαιρετικά ευάλωτους απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή παραβατικότητας». Μάλιστα, υπήρξαν φάσεις που είχαν κατηγορηθεί ακριβώς για αυτό από θιασώτες του «εξεγερσιακού μηδενισμού», που θεωρούσαν ότι «οι… ανώδυνες καταλήψεις μετατρέπονται σε μια άλλη μορφή «τάξης»». Πάντως οι περισσότεροι από τους καταληψίες που εμπλέκονται στα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν ανησυχούν πρωτίστως για τις νομικές συνέπειές τους. Θεωρούν ότι οι κατηγορίες που τους αποδίδονται είναι ασήμαντες ή διάτρητες και θα καταρρεύσουν. Περισσότερο τους ενδιαφέρει η προάσπιση του «κινήματος των καταλήψεων», όπως λένε. Η συμβολική ανακατάληψη της βίλας Αμαλία –την Τετάρτη –ανέδειξε τη διάθεσή τους να σηκώσουν το γάντι που τους πέταξε η κυβέρνηση. Μένει να φανούν οι συνέπειες αυτού του μπρα ντε φερ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ