Δεν είναι τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενόσω συνεχίζει να ασχολείται ενεργά με τη διαχείριση της κρίσης, ταυτοχρόνως υιοθετεί μια μακροπρόθεσμη προοπτική με τις προτάσεις της για την ανοικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Χρειάζεται να επιδιωχθεί με την ίδια αποφασιστικότητα η λήψη τόσο βραχυπρόθεσμων όσο και μακροπρόθεσμων μέτρων προκειμένου να συνεχιστεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και να τονωθούν οι επενδύσεις και η ανάπτυξη για όλους τους πολίτες μας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα για την Ελλάδα, η οποία κατάφερε να πετύχει μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή αλλά που πρέπει να συνεχίσει ακόμη τις προσπάθειές της για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βοηθήσουν την οικονομία να μπει σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα με το θαρραλέο όραμά μας για το μέλλον της ΟΝΕ, η Επιτροπή παρουσίασε αυτή την εβδομάδα τις καίριες βραχυπρόθεσμες δράσεις που πιστεύουμε ότι χρειάζεται να αναλάβει η Ευρώπη για να επιτύχει διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη.
Κατ’ αρχάς είναι αναγκαίο να ολοκληρώσουμε την αποκατάσταση και τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δεν πρόκειται για «διάσωση των τραπεζιτών» αλλά για τη διασφάλιση πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις που συγκροτούν την πραγματική οικονομία, ιδίως τις ΜΜΕ. Η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις μας, όπου κι αν βρίσκονται στην Ευρώπη, είναι απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθούν τα θεμέλια για τις εξαγωγές και τη βιομηχανική παραγωγή.
Για να τεθεί πάλι σε κίνηση ο τροχός της ευρωπαϊκής οικονομίας χρειάζεται να ενισχύσουμε τις παραγωγικές επενδύσεις, τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές. Καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί να μη λειτουργεί όπως θα έπρεπε, οι δημόσιες τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο εν προκειμένω. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να αυξηθεί το καταβεβλημένο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κατά 10 δισ. ευρώ, πράγμα το οποίο αναμένεται να δώσει τη δυνατότητα στην ΕΤΕπ να στηρίξει συνολικές επενδύσεις της τάξεως των 180 δισ. ευρώ για χρονικό διάστημα τριών ετών στους τομείς της καινοτομίας και των δεξιοτήτων, της πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση, της αποδοτικότητας των πόρων και των στρατηγικών υποδομών.
Η ΕΤΕπ βρίσκεται επίσης σε προχωρημένο στάδιο προετοιμασίας έργων για χρηματοδότηση με ομόλογα έργων τα οποία θα επιτρέψουν σε επενδυτές στις κεφαλαιαγορές, όπως ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, να επενδύσουν μακροπρόθεσμα σε βασικές ευρωπαϊκές υποδομές.
Οι πρωτοβουλίες αυτές αναμένεται, επιπλέον, να λαμβάνουν στήριξη από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, που θα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για την κινητοποίηση ιδιωτικής χρηματοδότησης για στόχους πολιτικής της ΕΕ, μεγιστοποιώντας τον αντίκτυπο του προϋπολογισμού ως κινητήριας δύναμης για την ανάπτυξη.
Η Επιτροπή εργάζεται επίσης με σκοπό να βελτιώσει σημαντικά το ρυθμιστικό περιβάλλον για τις ΜΜΕ προωθώντας την άμεση πρόσβασή τους σε επιχειρηματικά κεφάλαια, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας.
Δεύτερον, χρειάζεται να συνεχίσουμε την πορεία όσον αφορά το κύμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρώπη. Από την αρχή της κρίσης πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν προχωρήσει αλματωδώς για να εξαλείψουν τα συσσωρευμένα εδώ και καιρό νομικά και ρυθμιστικά εμπόδια που αναχαιτίζουν την ανάπτυξη μιας πιο δυναμικής οικονομίας. Αυτή η κεκτημένη ταχύτητα πρέπει να διατηρηθεί και, όπου είναι αναγκαίο, να υπάρξει επιτάχυνση.
Πρέπει να γίνουν περισσότερα για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε να είναι πιο εύκολο για τους επιχειρηματίες να δημιουργούν νέες επιχειρήσεις και να επεκτείνουν τις υπάρχουσες. Αυτή η βελτίωση θα βοηθήσει την Ελλάδα να προσελκύσει ξένους επενδυτές που θα μπορούν να επωφεληθούν από τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα. Είναι ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων και να ανεβεί το γενικό επίπεδο δεξιοτήτων, διότι, αν θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστές στην παγκόσμια σκηνή, χρειάζεται να επενδύσουμε στους «εγκεφάλους» της Ευρώπης. Χρειάζεται ακόμη να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα και τα εμπόδια στον ανταγωνισμό στους τομείς των υπηρεσιών και της ενέργειας.
Οσο για την ανεργία, πρέπει να αναλάβουμε δράση αναλόγων διαστάσεων με την κλίμακα του προβλήματος. Οι άνεργοι στην ΕΕ φθάνουν σήμερα τα 25 εκατομμύρια και η ανεργία είναι όλο και περισσότερο μακρόχρονη. Στην Ελλάδα ένας στους τέσσερις πολίτες είναι άνεργος. Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη από κάθε άποψη.
Ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι εξαιρετικά υψηλά και όπου οι αγορές εργασίας είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένες, προέβησαν σε θαρραλέες και πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις κατά τους τελευταίους 18 μήνες. Αν και αμφιλεγόμενες, οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικά βήματα προς τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας. Στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις που ήδη έγιναν της επέτρεψαν να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της που είχε χαθεί την προηγούμενη δεκαετία.
Οι εταιρείες πρέπει να αισθάνονται σε θέση να δημιουργήσουν μόνιμες θέσεις απασχόλησης, ιδίως για τους νέους. Οσοι χάνουν τη δουλειά τους πρέπει να μπορούν να υπολογίζουν σε αποτελεσματικές, προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους, υπηρεσίες υποστήριξης ώστε να τους βοηθήσουν να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Χρειάζεται να διευκολύνουμε την κινητικότητα και να προωθήσουμε πιο ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις.
Τρίτον, καθώς εργαζόμαστε για να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών μας, θα πρέπει να προβούμε στη δημοσιονομική εξυγίανση με ευφυή τρόπο –διατηρώντας τις επενδύσεις σε τομείς ουσιαστικής σημασίας για τη μελλοντική μας ανάπτυξη, όπως η έρευνα και η καινοτομία, η εκπαίδευση και η ενέργεια.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που αναμορφώθηκε και ενισχύθηκε πέρυσι, προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο για την επάνοδο των δημοσίων οικονομικών σε βιώσιμα επίπεδα και μας επιτρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιομορφίες της κάθε χώρας. Το πιο σημαντικό είναι ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα –που εκμηδενίζει τον αντίκτυπο των έκτακτων μέτρων και του οικονομικού κύκλου –θα πρέπει να διατηρείται σε σταθερή πτωτική τροχιά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικεντρώνεται, πρώτον και κυριότερον, στη διαρθρωτική δημοσιονομική προσπάθεια που καταβάλλεται όταν αξιολογεί τη συμμόρφωση κάθε χώρας προς τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του Συμφώνου.
Τα υγιή δημόσια οικονομικά αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να έχει επίδραση στην ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, αλλά ο αντίκτυπος της διατήρησης μη βιώσιμων ελλειμμάτων σε βάθος χρόνου είναι πολύ χειρότερος: η παρούσα κρίση το απέδειξε με το παραπάνω.
Η Επιτροπή θα διερευνήσει με ποιους τρόπους, παραμένοντας πάντοτε εντός του πλαισίου των υφισταμένων κανόνων του Συμφώνου, θα μπορούσε να κάνει δεκτή κατά την αξιολόγηση των εθνικών δημοσιονομικών σχεδίων τη συμπερίληψη επενδυτικών προγραμμάτων. Συγκεκριμένα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα μη επαναλαμβανόμενα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, με αποδεδειγμένο αντίκτυπο στη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, θα μπορούσαν να είναι επιλέξιμα για προσωρινή απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του διαρθρωτικά ισοσκελισμένου προϋπολογισμού ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του στόχου αυτού. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, π.χ., για ορισμένα έργα δημοσίων επενδύσεων συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ.
Θα πρέπει, ωστόσο, να καταστήσουμε σαφές ότι η ειδική μεταχείριση των δημοσίων επενδύσεων θα πρέπει να συνεπάγεται μόνο προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο. Με άλλα λόγια, οι ειδικές διατάξεις για ορισμένα επενδυτικά έργα δεν θα πρέπει να συγχέονται με τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα», δηλαδή δικαίωμα μόνιμης εξαίρεσης για όλες τις δημόσιες επενδύσεις. Τέτοια προσέγγιση, αδιακρίτως, θα μπορούσε εύκολα να διακυβεύσει τον πρωταρχικό στόχο του Συμφώνου, υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Εν ολίγοις, υπάρχουν πολλά που μπορούμε –και πρέπει –να κάνουμε για να επιτύχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Δεν υπάρχει παράκαμψη που να οδηγεί πιο σύντομα πίσω, στα επίπεδα ευημερίας που γνωρίζαμε ώσπου να εκδηλωθεί η τωρινή κρίση, ούτε κάποιος από μηχανής θεός. Υπάρχει απλώς και μόνο η ανάγκη να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας στο επίπονο έργο με προοπτική την επίτευξη σταθερότητας και ανάπτυξης μέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των στοχοθετημένων επενδύσεων. Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να έχει ως οδηγό τους στόχους αυτούς καθώς θα εργαζόμαστε από κοινού με τα κράτη-μέλη της ΕΕ ώστε να θέσουμε πιο γερά θεμέλια για τη μελλοντική ευημερία των Ευρωπαίων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ