Mια προσεκτική ανάγνωση της νεότερης ιστορίας του τόπου μας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αντίδοτο σε όσους έχει αποκαρδιώσει η σημερινή κρίση. Από την απελευθέρωσή της ως σήμερα υπέφερε όσο καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη: έζησε δύο εμφυλίους, έναν ατυχή πόλεμο το 1897, τρεις δικτατορίες, έναν εθνικό διχασμό και μια σειρά στρατιωτικά κινήματα, μία εθνική καταστροφή στη Μικρασία, δύο Βαλκανικούς και δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Και όμως άντεξε. Σ’ ένα ατελείωτο ρέκβιεμ οδύνης αλλά και εθνικής ανάτασης με αναγνωρισμένη διεθνώς τη συμμετοχή της στα πολεμικά πεδία, εισήλθε στην ΕΕ, γνώρισε ικανοποίηση από την επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους και αρίθμησε μερικά Νομπέλ. Σήμερα η ανάγνωσή μας θα επικεντρωθεί σ’ έναν ισχυρό πόλο της δημόσιας ζωής στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου: εκείνο του υπουργείου των Εξωτερικών και της Διπλωματικής Υπηρεσίας.

Με την ολοκλήρωση της εχθρικής εισβολής στη χώρα ορκίσθηκε η πρώτη κυβέρνηση των δωσιλόγων. Πρωθυπουργός, υπουργός Επισιτισμού και αργότερα (Νομοθετικό Διάταγμα 143, 10 Ιουνίου 1941) των Εξωτερικών διορίσθηκε ο γνωστός Ιωάννης Τσολάκογλου. Αντιπρόεδρος ο Γεώργιος Λογοθετόπουλος. Στο δωδεκαμελές αποκαλούμενο υπουργικό συμβούλιο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Γκοτζαμάνης ως υπουργός Οικονομικών και οι Ραγκαβής και Λουλακάκης ως γενικοί διοικητές Μακεδονίας και Κρήτης, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο «Α’ Δελτίο Πληροφοριών εξ Ελλάδος», το οποίο ανατυπούμενο διά πολυγράφου συνέταξε και διένειμε μυστικώς σε αριθμημένα αντίτυπα η εν Αγκύρα ελληνική πρεσβεία, σε μέλη κυρίως της εξόριστης κυβέρνησης και πρεσβείες μη καταληφθεισών χωρών, πληροφορούμεθα ότι ο Τσολάκογλου, που είχε πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο του «νομίζων προφανώς ότι οι Γερμανοί θα του απέδιδαν σημασίαν τινά συγκάλεσε σε σύσκεψη προσωπικότητας της εποχής για να τους συμβουλευθή».
Με υπογραφή ενός επίορκου
Ανάμεσά τους, οι Στ. Γονατάς, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος, οι οποίοι τού «συνέστησαν να περιορισθή εις το επισιτιστικόν πρόβλημα», ενώ ο πρεσβευτής Ι. Πολίτης τού συνέστησε να διατάξει να παραμείνει το υπουργείο Εξωτερικών κλειστό. Ο Πολίτης που, όπως και η πλειοψηφία των ανώτερων διπλωματικών υπαλλήλων, παραιτήθηκε επιδεικνύοντας υψηλό πατριωτικό φρόνημα (ΦΕΚ Ελληνικής Πολιτείας αριθμ. 120, 17 Ιουνίου 1951), ανάμεσά τους και ο τότε τμηματάρχης Β’ Γ. Σεφεριάδης (ο γνωστός ποιητής Σεφέρης), φοβόταν ότι στα επόμενα σχέδια των Γερμανών θα ήταν να συγκαλέσουν Διάσκεψη, στην οποία θα εκαλούντο αντιπρόσωποι των υποδουλωθέντων κρατών «οπότε μοιραίως θα εχρησιμοποιούντο οι διπλωματικοί των υπάλληλοι».
Ας σημειωθεί ότι τον Απρίλιο ήδη του 1941 ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης Εμμ. Τσουδερός διερωτάτο από τα Χανιά με κρυπτογραφικό τηλεγράφημά του προς το ΥΠΕΞ: «Φρονείτε άφιξις Γερμανών Αθήνας πρέπει να εύρη τα Υπουργεία πλήρη ανωτάτων υπαλλήλων; Μήπως άδειαι και διαθεσιμότητες θα ενεδεικνύοντο;» (Α.Π. 10414 Η/2). Εν τω μεταξύ, ο Τσολάκογλου, που αδιαφορούσε για τις υποδείξεις που του έγιναν, χρησιμοποιούσε στην αρχή ως σύνδεσμό του στο ΥΠΕΞ τον Επ. Πανά και, μετά την παραίτησή του, έναν γραφέα της ελληνικής πρεσβείας στην Πράγα, ονόματι Σαραντόπουλο, ο οποίος «απολυθείς επί καταχρήσει» (όπ.π.), προήχθη εν μια νυκτί σε «πρεσβευτή»! Στο εξής, πλην λίγων σχετικά εγγράφων του ΥΠΕΞ με υπογραφή του Τσολάκογλου, θα δέσποζε η υπογραφή του επίορκου υπαλλήλου…
Εδιωξε υπαλλήλους ο νέος όρκος
Ολοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανάμεσα σε αυτούς και εκείνοι του ΥΠΕΞ, εκλήθησαν την 23η Ιουνίου από τον Τσολάκογλου να δώσουν «τον νέον όρκον του άρθρου 7, του υπ’ αριθμ. 1 Νομ. Διατάγματος της 30ής Απριλίου / 2 Μαΐου 1941». Ο όρκος αυτός, όπως πληροφορούσε από την Αγκυρα ο έλληνας πρέσβης Ραφαήλ, αποτέλεσε «για πολύν καιρόν το ζήτημα της ημέρας». Και προσέθετε: «Η σκέψις όπως ο όρκος δοθή εις τον Βασιλέα της Ιταλίας εδέησε να εγκαταλειφθή ενώπιον της σθεναράς αντιστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων, ιδία δε των αστυνομικών, οι οποίοι επέβαλον ομαδικώς τας παραιτήσεις των». Τελικά, με Νομοθετικό Διάταγμα το υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε διάταγμα προς όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, προκειμένου να δώσουν τον εξής όρκο: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού και της Πατρίδος να εκτελώ πιστώς και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου και να εξυπηρετώ τα συμφέροντα του Εθνους και του Λαού».
Με συμπληρωματική εγκύκλιο διαταγή προς όλα τα «Πολιτικά Υπουργεία και Γεν. Διοικήσεις», ο Τσολάκογλου εντελλόταν να του υποβληθούν «ονομαστικαί καταστάσεις των μη συμμορφωθέντων υπαλλήλων ίνα οι τελευταίοι απολυθώσιν αμέσως της υπηρεσίας των» (αρ. 63). Με νέο διάταγμα και ημερομηνία 14 Αυγούστου 1941 σε ΦΕΚ της «Ελληνικής Πολιτείας», όπως μετονομάσθηκε το «Βασίλειον της Ελλάδος», όσοι υπάλληλοι του αργούντος υπουργείου Εξωτερικών επιθυμούσαν να τεθούν σε διαθεσιμότητα ελάμβαναν το ήμισυ του οργανικού τους μισθού. Με δύο θλιβερές εξαιρέσεις, τους Τζιρακόπουλο και Δημ. Αργυρόπουλο, όλοι οι πρεσβευτές και ανώτεροι υπάλληλοι του ΥΠΕΞ ετέθησαν σε διαθεσιμότητα, οι δε μη συμμορφωθέντες να δώσουν τον γνωστό όρκο απελύθησαν.
Με διάταγμα (αρ. πρωτ. 50/Ε/14, 11 Ιουνίου 1941), ο Τσολάκογλου και τα μέλη της εγκάθετης κυβέρνησης απελύθησαν «ως αυτογνωμόνως εγκαταλείψαντες τας θέσεις των οι κάτωθι υπάλληλοι του ΥΠΕΞ: Βασίλειος Παπαδάκης, πρόσεδρος Υπουργός, Δημήτριος Αβραμίδης, Αριστείδης Πηλαβάκης και Θεόδωρος Μπάιζος, ακόλουθοι, ο Δημήτριος Νικολαρεΐζης και Αλέξανδρος Βεϊνόγλου με βαθμό γραμματέα Β’ και ο Γεώργιος Σεφεριάδης, τμηματάρχης Β’».
Οι διπλωμάτες στα όπλα!
Με έγγραφό του το ΥΠΕΞ (Α.Π. 41444Η/2) στις 20 Νοεμβρίου 1940, ενημέρωνε τη Διεύθυνση Εκκαθαρίσεως Δαπανών ότι οι κάτωθι 20 διπλωματικοί και τρεις διοικητικοί υπάλληλοι κατετάγησαν στις τάξεις του στρατού στις 29 Οκτωβρίου 1940. Ησαν οι Πολύβιος Σαραντόπουλος (τμηματάρχης Α’), οι γραμματείς Ερμύλος Βελώνιας και Μιχαήλ Δεικτάκης, οι ακόλουθοι Μάρκος Ζαφειρίου, Αγις Καψαμπέλης, Λύσανδρος Καυταντζόγλου, Σωτήρης Μπουφίδης, Μιλτιάδης Δελιβάκης, Γεώργιος Βαρσούμας, Νικόλαος Καμπαλούρης, Θεόδωρος Μπάιζος, Δημήτρης Μπίτσιος, Αγγελος Βλάχος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Ελευθέριος Γεωργιάδης, Λεώπουλος Ιωάννης, Αλέξανδρος Βεϊνόγλου, οι γραφείς Φαίδων Σπαθάρης, Γουλιέλμος Κόκκορης και Πραξιτέλης Αθανασίου και οι κλητήρες Στυλιανός Καρυστινός, Ζαχαρίας Μώρος και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος.
Από σαπούνια μέχρι 200φυλλα βιβλία!
Το πλιάτσικο και οι… ποντικοί

Λίγους μόλις μήνες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης των δωσιλόγων, άρχισε και το πλιάτσικο με εντολές του ίδιου του Τσολάκογλου στο ΥΠΕΞ. Από έπιπλα, χαλιά και πίνακες (24553 Π/5 Λεωνίδας Τσιριγώτης, υφυπουργός παρά τω Τσολάκογλου), μέχρι χαρτί γραφής, μηχανές δακτυλογράφησης και άλλα αναλώσιμα (Α.Π. 11454, συνταγματάρχης Μπαλής, Επιτροπή Συνδέσμου μετά Ιταλικής Διοικήσεως), ακόμη και βιβλία. «Εχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως μεριμνήσητε δια την προμήθειαν δύο βιβλίων, του ενός εξ 150 και του ετέρου εκ 200 φύλλων, αναγκαιούντων δια την καθ’ ημάς υπηρεσίαν» (Α.Π. 4816, Ι. Φαρμακίδης από το γραφείο Τσολάκογλου). Η «υπηρεσία», που δεν ήταν άλλη από το γραφείο του Τσολάκογλου, είχε προφανώς κάποιο κενό στη βιβλιοθήκη της που ήθελε να καλύψει για λόγους… αισθητικής (!), γι’ αυτό και περιοριζόταν στον όγκο και όχι σε τίτλους βιβλίων!
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι, ενώ καμία υπηρεσία δεν λειτουργούσε στο ΥΠΕΞ και οι περισσότεροι διοικητικοί υπάλληλοι είχαν αποσπασθεί σε άλλες υπηρεσίες, όλως περιέργως νυχθημερόν δούλευαν τα… Αρχεία, για τα οποία ο προβιβασθείς από γραφέα σε πρεσβευτή Σαραντόπουλος ζητούσε «ποσότητα σάπωνος διά να εφοδιασθώσιν οι εν τοις Αρχείοις του Υπουργείου Εξωτερικών διά την τακτοποίησιν τούτων εργαζόμενοι υπάλληλοι», ενώ παρακάτω αναφερόταν στην ανάγκη διαθέσεως «…μπλουζών προς προστασίαν των ενδυμάτων των» (όπ.π.). Φυσικά, η τακτοποίησις δεν ήταν άλλη από τη λεηλασία των αρχών κατοχής που έγινε στα Αρχεία του ΥΠΕΞ. Την ίδια τύχη, για διαφορετικούς λόγους, είχε και η Βιβλιοθήκη του ΥΠΕΞ, για την οποία είχε ιδιαίτερο «ενδιαφέρον» ο ίδιος ο Τσολάκογλου, διορίζοντας για τον σκοπό αυτόν εγκαθέτους του (Α.Π. 4662/Η/13) για την… τακτοποίησή της.
Για την εξυπηρέτηση των… ποντικών που πλιατσικολογούσαν το ιστορικό μέγαρο του ΥΠΕΞ, τους χώρους του οποίου ενίοτε χρησιμοποιούσε για λόγους μεγαλείου ο Τσολάκογλου, υπήρξε και μέριμνα «χορηγήσεως ζακχάρεως και καφέ εις την ιδιοκτήτριαν του καφενείου του αργούντος Υπουργείου των Εξωτερικών, χήρα Κωνσταντίνα Μπαξεβανάκη, διά την εξυπηρέτησιν των υπαλλήλων του» (Α.Π. 957, 5 Οκτωβρίου 1941).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ