Στην άνοδο της Χρυσής Αυγής -κυρίως ανάμεσα σε στρώματα του πληθυσμού που έχουν πληγεί από την κρίση και αισθάνονται ότι το κράτος δεν τους συμπαραστέκεται αρκετά- και την συστηματική προσπάθεια της να υποκαταστήσει το κράτος αναφέρεται σε εκτενέστατο δημοσίευμα στο ηλεκτρονικού της πρωτοσέλιδο η βρετανική εφημερίδα The Guardian.

«Στην χτυπημένη από τη λιτότητα Ελλάδα, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε άνοδο. Οι βουλευτές της χαιρετούν φασιστικά, ενώ στους δρόμους τάγματα εφόδου ξυλοκοπούν μετανάστες. Και κάποιοι από τους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές τους ανήκουν στην αστυνομία» αναφέρει η εφημερίδα στο άρθρο υπό τον τίτλο «Φόβος και βδελυγμία στην Αθήνα: Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και της ακροδεξιάς» (Fear and loathing in Athens: the rise of Golden Dawn and the far right).

Η Χρυσή Αυγή είναι «ένα κόμμα, ένα κίνημα, μια υποκουλτούρα, τάγματα εφόδου· και ένα δίκτυο μέσα στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα», το οποίο «συνειδητά και αναπόφευκτα» γεμίζει τα κενά «που άφησε η παράλυτη πολιτεία», τονίζεται από τη συντάκτρια του άρθρου, Μαρία Μαργαρώνη -η οποία είχε υπογράψει και το πρόσφατο άρθρο του Guardian σχετικά με τις καταγγελίες βασανιστηρίων από την ΕΛ.ΑΣ.

Μετά από αρκετά χρόνια περιθωριακής παρουσίας, το Μακεδονικό και το κύμα αντιμεταναστευτικών αισθημάτων στις αρχές της δεκαετίες του ’90 έδωσαν την πρώτη ώθηση στο κόμμα. Σταδιακά προς το τέλος της περασμένης δεκαετίας, τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής «άρχιζαν να ‘’καθαρίζουν’’ τις πλατείες με γροθιές, ρόπαλα και μαχαίρια, να κάνουν έφοδο σε τζαμιά, να πουλάνε προστασία και να συνοδεύουν τις γριούλες στο σουπερμάρκετ».

Εστιάζοντας στο άνοιγμα ενός νέου παραρτήματος του κόμματος στα Μέγαρα (όπου τα εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής ήταν διπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο, όπως σημειώνεται) και σε όσους επισκέπτονται τα γραφεία του κόμματος στην Αθήνα, η συντάκτρια βλέπει καθημερινούς ανθρώπους -«που ποτέ δεν νόμιζα ότι θα έπεφταν θύματα της φασιστικής ρητορικής», όπως αναφέρει.

Πολλοί ψήφισαν Χρυσή Αυγή για να τιμωρήσουν τα κόμματα που έφεραν την χώρα στην κατάσταση που την έφεραν, διαπιστώνει η συντάκτρια. «Μόνο τα παιδιά με τα μαύρα πουκάμισα δεν φοβάμαι», λέει στην συντάκτρια μια γυναίκα και η μητέρα της συμπληρώνει (αρκετά μεγάλη για να θυμάται την απριλιανή χούντα) «δεν ξέρω άλλους που να μοιράζουν φαγητό»

Η στρατηγική του κόμματος -«ένα κόμμα νομιμοποιημένο από τη δημοκρατία και τα μέσα ενημέρωσης»- είναι μείγμα σαγήνης και εκβιασμού, «η εκμετάλλευση της ανάγκης που υποστηρίζεται από την απειλή της βίας». Η Χρυσή Αυγή υπόσχεται φαγητό, αίμα και δουλειές μόνο για Έλληνες, έχει γυμναστήρια που δεν δέχονται ξένους, αλλά «η μεγαλύτερη επιτυχία της είναι η παροχή ‘’ασφάλειας’’ με τη συμπαιγνία των Αρχών».

«Είναι γνωστό σε όλους ότι αν έχεις καταληψίες στο διαμέρισμά σου, μπορείς να φωνάξεις την Χρυσή Αυγή να τους διώξει, όχι την αστυνομία που στην καλύτερη περίπτωση θα σου δώσει διακριτικά ένα τηλεφωνικό αριθμό της Χρυσής Αυγής», σημειώνει το δημοσίευμα.

«Μέσα από ένα φονικό κοκτέιλ πρόθεσης, ανικανότητας και αδράνειας, η πολιτεία άφησε μία βίαιη, αντιδημοκρατική δύναμη να ελέγξει την επιβολή του νόμου», τονίζεται από τον Guardian.

Και ενώ «είναι δύσκολο να μετρήσει κανένας πόσο βαθιά είναι η διείσδυση στην αστυνομία» καταγράφονται πολλές καταγγελίες «συνεργασίας» Χρυσαυγιτών με αστυνομικούς και φιλοξενούνται δηλώσεις της δικηγόρου Ιωάννας Κούρτοβικ που μιλά ανοιχτά για κάλυψη από τις Αρχές.

Βουλευτές που μιλούν στον Guardian εκφράζουν τουλάχιστον τον προβληματισμό τους για την κατάσταση. «Με την χούντα ήξερες τον εχθρό» λέει ο βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς Βασίλης Μαστρογιάννης και συμπληρώνει «αυτοί οι άνθρωποι δρουν μέσα στην κοινωνία και υπονομεύουν το σύστημα από μέσα.. […] Η κατάσταση μπορεί να κρατήσει 15-20 χρόνια».