Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας και η χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό ESM και όχι από το Δημόσιο επανέρχονται στο τραπέζι ως μέτρα για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Αν και στην παρούσα φάση δεν αναμένονται εξελίξεις στο θέμα της αντιμετώπισης του χρέους, ωστόσο στη διάρκεια του επόμενου έτους δεν ακοκλείεται να τεθεί θέμα αναδιάρθρωσης.

Το ζήτημα άνοιξε και επισήμως στο μακρινό Τόκιο όπου πραγματοποιείται η ετήσια σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ τάχθηκε υπέρ ενός νέου κουρέματος, τη φορά αυτή των ομολόγων που κατέχει ο επονομαζόμενος επίσημος τομέας, δηλαδή τα κράτη, οι διεθνείς οργανισμοί και οι κεντρικές τράπεζες, πρόταση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του γερμανού υπουργοί Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Το ΔΝΤ θεωρεί ότι η βαθύτερη και παραταταμένη ύφεση που προκαλεί η πολιτική σκληρής λιτότητας καθιστά ανέφικτο τον στόχο για υποχώρηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 120%. Ως εκ τούτου η Κριστίν Λαγκάρντ πρότεινε τη χαλάρωση του προγράμματος με την επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής και νέο κούρεμα των ομολόγων. Ωστόσο αφήνει απ’ έξω τα δάνεια που έχει χορηγήσει το ΔΝΤ στην Ελλάδα. Από την πλευρά του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμμένει στους στόχους που έχουν τεθεί και δεν θεωρεί ότι θα πρέπει να αναθεωρηθούν στη μέση του προγράμματος επειδή στην παρούσα φάση η ύφεση είναι μεγαλύτερη της αναμενομένης.
Το ΔΝΤ θέτει πιεστικά προς την ΕΕ και την ΕΚΤ θέμα βιωσιμότητας του χρέους, καθώς με τα σημερινά δεδομένα (μεγαλύτερη ύφεση, μηδενικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις κ.λπ.) ο στόχος για διαμόρφωση του χρέους στο 120% το ΑΕΠ το 2020 φαίνεται ανέφικτος. Το Ταμείο, το οποίο αναμένει να εισπράξει από την Ελλάδα περίπου 9,5 δισ. ευρώ το 2014 και 10,8 δισ. ευρώ το 2015, συνδέει τη συγκατάθεσή του στην εκταμίευση της επόμενης δόσης με την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Τραπεζικές πηγές αναφέρουν ότι η στάση του Ταμείου σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας του. Οπως εξηγούν «το ΔΝΤ από το καταστατικό του δεν μπορεί να δανείζει χώρες με μη βιώσιμο χρέος και έχει ένα εσωτερικό ζήτημα».
Το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Παράμοιο ζήτημα έχει προκύψει και για άλλες χώρες. Μάλιστα όσο οι ρυθμοί ανάπτυξης αναθεωρούνται προς τα κάτω και το φάσμα της ύφεσης πλανάται πάνω από την Ευρώπη, οι προσπάθειες χωρών να μειώσουν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ υπονομεύονται. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία στις αρχές του μήνα ήλθε σε συμφωνία με πιστωτές της να επιμηκύνει τη λήξη ομολόγων κατά τρία χρόνια ως τον Οκτώβριο του 2015. Ανάλογες συμφωνίες έχει κάνει και η Ιρλανδία, ανταλάσσοντας βραχυπρόθεσμους τίτλους με μακροπρόθεσμα ομόλογα. Οι κινήσεις αυτές των δύο χωρών αποσκοπούν στο να κερδίσουν χρόνο, ευελπιστώντας σε μια πανευρωπαϊκή λύση.
Ομως η επιτυχία αυτής της στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την πορεία της ανάπτυξης. Διότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ιρλανδία προβλέπεται ότι θα κορυφωθεί στο 120% του ΑΕΠ το 2013 και στη συνέχεια να αρχίσει να υποχωρεί. Η εκτίμηση αυτή όμως στηρίζεται σε σενάρια που προβλέπουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από αυτούς που απολαμβάνουν σήμερα οι οικονομίες των δύο χωρών και από αυτούς που προβλέπεται ότι θα έχουν τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, η οικονομία της Πορτογαλίας το 2013 προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 1%, όταν τον περασμένο Ιούνιο το ΔΝΤ προέβλεπε οριακά θετικά ανάπτυξη. Οι προς τα κάτω αναθεωρήσεις του ΑΕΠ είναι πλέον συνεχείς. Το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία και την Ισπανία, για τις οποίες τώρα προβλέπεται μεγαλύτερη και παρατεταμένη ύφεση.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, οι επιλογές της ευρωζώνης είναι τρεις: είτε να συνεχίσει τις πολιτικές λιτότητας είτε να προχωρήσει στην αμοιβαιοποίηση του χρέους, που σημαίνει ότι οι βορειοευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα η Γερμανία, άμεσα ή έμμεσα (μέσω ΕΚΤ), θα πρέπει να αναλάβουν μέρος των βαρών των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, είτε να καταφύγουν σε δημιουργική αναδιάρθρωση του χρέους με μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση των λήξεων και χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό ESM και όχι από το Δημόσιο, που επιβαρύνει το χρέος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ