Τα δυσάρεστα νέα διαδέχονταν καθημερινά το ένα το άλλο για την Ανγκελα Μέρκελ τις τελευταίες εβδομάδες. Το κακό ξεκίνησε το πρωί της 29ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες, όταν η κυρία Μέρκελ άκουσε ότι ο Μάριο Μόντι «ασέλγησε» εις βάρος της και εις βάρος της αλήθειας με πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα τρόπο. Ο ιταλός πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι κατάφερε να πετύχει όλους τους «μεγάλους» στόχους του εις βάρος των χωρών του «πλούσιου» Βορρά, με πρώτο την ανακεφαλαίωση των τραπεζών από τον Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης (ESM) – χωρίς ελέγχους, και κυρίως χωρίς ανάμειξη της ανεπιθύμητης τρόικας.
Εις μάτην διαβεβαίωναν οι γερμανοί διπλωμάτες ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, με μάρτυρα γι’ αυτό τα ντοκουμέντα της Συνόδου. Το κακό είχε γίνει. Ο κ. Μόντι είχε πάρει το χρίσμα του θριαμβευτή, η κυρία Μέρκελ, αντίθετα, είχε – για πρώτη φορά – το στίγμα του χαμένου.
Η συνέχεια ήταν εξίσου αποκαρδιωτική. Η δήλωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης ότι θα χρειαστεί περί τους 2-3 μήνες για να αποφασίσει για τα ασφαλιστικά μέτρα που αιτήθηκαν ομάδες πολιτών κατά του ESM και του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου και άλλους τόσους για την ουσία του νόμου τίναξε στον αέρα την ευρωπαϊκή ατζέντα της Μέρκελ.
Ετσι, ο αρχικός σχεδιασμός της, να ενεργοποιηθούν οι συμφωνίες από 1ης Ιουλίου, έμεινε ανεφάρμοστος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεώρησε ορθότερο να μην υπογράψει πριν από την απόφαση των συνταγματικών δικαστών, επικαλούμενος σχετική παράκλησή τους.
Η γερμανική κυβέρνηση δηλώνει σίγουρη ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο θα εγκρίνει τελικά – με μικρές ίσως αλλαγές – τον νόμο. Αλλά από τους συνταγματικούς δικαστές όλα να τα περιμένεις. Το ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν είναι δύσκολο: παραβιάζει η εκχώρηση δικαιωμάτων των βουλευτών σε μη δημοκρατικά νομιμοποιημένους μηχανισμούς των Βρυξελλών τη δημοκρατία; Και σε τέτοια θέματα είναι πολύ ευαίσθητοι – γι’ αυτό εξάλλου χρειάζονται και πολύ χρόνο για να αποφασίσουν.
Εκπλήξεις λοιπόν δεν αποκλείονται. Και αυτό επιβάλλει προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα. «Ας διανοηθούμε το αδιανόητο» έγραψε η «Süddeutsche Zeitung» – τυχόν απόρριψη του νόμου θα έφερνε τα πάνω κάτω στο ευρώ και στην Ευρώπη.
Ωστόσο και σε περίπτωση έγκρισης ο χαμένος χρόνος είναι αναντικατάστατος. «Οι αγορές είναι σε νευρική υπερένταση» δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Οσο ταχύτερα ενεργοποιηθούν οι συμφωνίες, τόσο ευκολότερα θα καταπολεμήσουμε την κρίση».
Η μόνη ίσως παρηγοριά για την καγκελάριο είναι ότι στο εσωτερικό μέτωπο δεν έχει υπολογίσιμο αντίπαλο. Σύμφωνα με το «πολιτικό βαρόμετρο» του τηλεοπτικού σταθμού ZDF, η κυρία Μέρκελ είναι πάλι (ύστερα από μεγάλο διάλειμμα) η δημοφιλέστερη πολιτικός της χώρας, ενώ το κόμμα της αναρριχήθηκε στο 36% – το υψηλότερο ποσοστό των δύο τελευταίων ετών.
Ο μοναδικός μεγάλος καβγάς στη Γερμανία σχετικά με το ευρώ γίνεται στον επιστημονικό τομέα: στους 200 οικονομολόγους γύρω από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου Χανς-Βέρνερ Σιν, που κατήγγειλαν προ δύο εβδομάδων την κυρία Μέρκελ για «ξεπούλημα» των συμφερόντων της Γερμανίας, αντιπαρατίθενται τώρα 100 άλλοι, οι οποίοι την υπερασπίζονται, και δη στο πιο επίμαχο σημείο της πολιτικής της: τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής ένωσης τραπεζών», η οποία θα αναλάβει τον ρόλο τόσο του «βοηθού» των προβληματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσο και του ελεγκτή και εν ανάγκη και «τιμωρού» τους.
«Οι απόψεις του Σιν έχουν εθνικιστική υπόκρουση» λέει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας στην Κολονία Μίχαελ Χούτερ. Επιπλέον εμφορούνται από άκρατο λαϊκισμό εις βάρος των χωρών του Νότου. «Η Ελλάδα, παρά τις όποιες υστερήσεις της, έχει μειώσει τις πρωτογενείς δαπάνες της κατά 17%» προσθέτει. «Το επιχείρημα λοιπόν ότι η χώρα αυτή προσπαθεί να μας ξεγελάσει αποτελεί ανοησία».
Η αντιπαράθεση δεν είναι απλώς «ακαδημαϊκή». «Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ερώτημα αν η Γερμανία βλέπει το μέλλον της στο ευρώ ή αν θα ξαναγυρίσει στο γερμανικό μάρκο» λέει το μέλος του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης (κοινώς επονομαζομένων και «σοφών») Πέτερ Μπόφινγκερ. Η δική του απάντηση: Στήριξη του ευρώ στη βάση μιας πιο ισόρροπης ανάπτυξης των χωρών-μελών της νομισματικής ένωσης.
Υπέρ του κοινού νομίσματος είναι η απάντηση που δίνουν και οι εκπρόσωποι της γερμανικής οικονομίας. «Αν ισχύει έστω και κατά προσέγγιση ότι η χώρα μας θα χάσει πάνω από 3 τρισ. ευρώ σε περίπτωση κατάρρευσης της ευρωζώνης, τότε δεν πρέπει να ρισκάρουμε την κατάργησή του» λέει ο πρόεδρος των γερμανών εργοδοτών Ντίτερ Χουντ.
Το ρίσκο έχει όνομα: Ελλάδα. «Σε περίπτωση εξόδου της από το ευρώ, ο κίνδυνος για αλυσιδωτή αντίδραση θα ήταν μεγάλος» τονίζει ο κ. Μπόφινγκερ. Το αποτέλεσμα θα ήταν η μαζική φυγή κεφαλαίων από την Ιταλία και την Ισπανία, με καταστρεπτικές για όλους επιπτώσεις.
«Χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό οικονομικό πρόγραμμα γι’ αυτή τη χώρα» λέει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων BDI Xανς-Πέτερ Κάιτελ. «Εμείς θα συμμετάσχουμε σε αυτό».
Και το ίδιο θα κάνει τελικά μάλλον και η κυρία Μέρκελ. Οχι βέβαια επειδή βλέπει ένα τέτοιο πρόγραμμα ως «ηρεμιστικό» για τα κλονισμένα νεύρα της. Ούτε επειδή νιώθει ξαφνικά εμπιστοσύνη στη νέα ελληνική κυβέρνηση. Αλλά επειδή προφανώς υπολογίζει ότι αργά ή γρήγορα θα την εξαναγκάσει να εφαρμόσει όλους τους όρους της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ