Οι σχέσεις Ελλάδας – Κίνας, αν και όχι συστηματικές και διαρκείς, ανάγονται στον 2ο αιώνα π.Χ., όταν έφθασε στην ελληνοκρατούμενη Βακτριανή ο πρώτος απεσταλμένος του κινέζου αυτοκράτορα. Πύκνωσαν επί Βυζαντίου (δρόμος της μετάξης), ενώ Ελληνας ήταν ο πρώτος διπλωματικός απεσταλμένος της τσαρικής Αυλής στο Πεκίνο. Αρχομένης της δεκαετίας του 1970 εμφανίζεται αίφνης ως προτεραιότητα στη διπλωματική ατζέντα της στρατιωτικής κυβέρνησης των Αθηνών η ανάγκη σύναψης διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου όχι μόνο εξαιτίας του κλίματος μυστικών συνεννοήσεων και επαφών που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις των δύο, αλλά κυρίως γιατί ο χρόνος συνέπιπτε με την αναγνώριση και αντιπροσώπευση της Λαϊκής Κίνας στον ΟΗΕ – τότε εδέχετο επίθεση φιλίας από τη Δύση, και πιο συγκεκριμένα από τις ΗΠΑ – η επίσκεψη Νίξον τον Φεβρουάριο του 1972 «ξεπάγωνε» τις διπλωματικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας ύστερα από 21 έτη.

Από την ανάγνωση διπλωματικών και ιστορικών φακέλων του ΥΠΕΞ για το θέμα, η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι η ειλικρίνεια και το κλίμα αμοιβαίας συνεργασίας που κατεβλήθη αρχικώς σε επίπεδο πρέσβεων (Δ. Καραγιάννη στα Τίρανα και Κινέζου Liu Xsen Hua, στην αλβανική πρωτεύουσα) και, βεβαίως, αργότερα σε υπουργικό επίπεδο, με αποκορύφωμα την επίσκεψη του τότε αντιπροέδρου Ν. Μακαρέζου, επικεφαλής ελληνικής αντιπροσωπείας στο Πεκίνο, αλλά και το αυστηρό πρωτόκολλο, όπως και η ευλαβική τήρηση μιας μακραίωνης παράδοσης στις επαφές των κινέζων επισήμων και της διπλωματίας τους με τους ξένους.

Οι αρχικές συνεννοήσεις

Το πρώτο βήμα στην προσέγγιση Αθηνών – Πεκίνου αποτέλεσε η σύναψη διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Αλβανίας, φιλικής χώρας με τη Λαϊκή Κίνα. Πρώτη κρούση για σύναψη εμπορικών σχέσεων στον τομέα θαλασσίων μεταφορών είχε φθάσει μέσω Βέρνης τον Νοέμβριο του 1969 από την εκεί ελληνική πρεσβεία, η οποία έκανε λόγο για δημιουργία «τριγωνικού κλήρινγκ» μεταξύ Ρουμανίας – Κίνας – Ελλάδας. Ακολούθησαν σε σύντομο διάστημα νύξεις για το θέμα και από άλλες ελληνικές πρεσβείες, τόσο της Ευρώπης όσο και της Ουάσιγκτον, ενώ την είδηση υπό μορφή φημών μετέδωσε τον Ιανουάριο του 1971 ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας.
Η είδηση, ωστόσο, δεν έγινε από παντού ευμενώς δεκτή, όπως άλλωστε αναμενόταν. Πρώτο αντέδρασε το Τόκιο. Στις 11 Ιουνίου 1971 επισκέπτεται το ελληνικό ΥΠΕΞ ο ιάπωνας επιτετραμμένος Kikochi, ζητώντας ενημέρωση από τον διευθυντή της Α’ Πολιτικής, πρέσβη Κ. Τσαμαδό, ενώ μία εβδομάδα αργότερα διατύπωνε σοβαρές επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο σύναψης σχέσεων Ελλάδας – Κίνας ο έλληνας πρέσβης στο Τόκιο Θ. Χρυσανθόπουλος.
Ωστόσο, παρά τη διάψευση στην οποία προέβη τον Αύγουστο του 1971 ο τότε ΥΦΥΠΕΞ Χρ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς, η προσέγγιση των δύο πλευρών συνεχίστηκε. Τον ίδιο μήνα, και συγκεκριμένα στις 19 Αυγούστου, το ελληνικό ΥΠΕΞ γίνεται αποδέκτης κινεζικού αιτήματος να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Λ. Κίνας στην Αντιπροεδρία της 26ης Συνόδου της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και να ψηφίσει υπέρ αποφάσεως περί αποπομπής της Εθνικιστικής Κίνας από τον εν λόγω Οργανισμό, αίτημα που ικανοποιήθηκε κατά το πρώτο του σκέλος – η χώρα μας απείχε κατά την ψηφοφορία επί του δευτέρου.
Στο μεταξύ, μεσούντος του Νοεμβρίου του 1971, ομάδα ελλήνων εμπόρων που εκπροσωπούσε το «Συμβούλιον Προωθήσεως Εξαγωγών» αναχώρησε για το Χονγκ Κονγκ. Σε οικείο έγγραφο του ΥΠΕΞ αναφερόταν: «Σκοπός του ταξιδίου είναι διερευνητικός, με τελικήν επιδίωξιν την σύστασιν εκεί ελληνικού γραφείου» (ΑΠ ΑΚΚ 40-36, πρέσβης Δ. Παπαϊωάννου, Α’ Πολιτική, 10 Νοεμβρίου 1971).
Το έδαφος, όπως όλα έδειχναν, προετοιμαζόταν κατάλληλα και το κλίμα εμπιστοσύνης χτιζόταν προσεκτικά και βήμα-βήμα. Οπως επεσήμαινε από το Τόκιο ο εμπειρότατος πρέσβης Δ. Χρυσανθόπουλος, η στάση της Ελλάδας στον ΟΗΕ ικανοποίησε καλύτερα «την κινεζικήν νοοτροπίαν, σε αντίθεση με κράτη ως η Τουρκία, το Ιράν και το Βέλγιο, άτινα προσέτρεξαν αναγνωρίσουν Πεκίνον τελευταίαν στιγμήν» (ΑΠ 2571/Β1-8, 27 Οκτωβρίου 1971), επεσήμαινε δε, υπό το φως νεωτέρων δεδομένων, την ανάγκη «ταχείας αναγνωρίσεως Πεκίνου κατόπιν εισδοχής εις Ηνωμένα Εθνη και ιδρύσεως αυτοτελούς πρεσβείας εν σινική πρωτευούση» (όπ. π.).

Οι πρώτες επίσημες διαβουλεύσεις

Υπό άκρα μυστικότητα, στις 3 Νοεμβρίου 1971 ο έλληνας πρέσβης στα Τίρανα Δ. Καραγιάννης αναλαμβάνει με εντολή της Αθήνας τη διεξαγωγή συνομιλιών με τον εκεί ομόλογό του Κινέζο Liu Xsen Hua. Ωστόσο, η είδηση όχι μόνο είχε διαρρεύσει σε κύκλους των ΗΠΑ, αλλά οι τελευταίοι έδειχναν να κατέχουν ακόμα και τον χρόνο ολοκλήρωσης των συνομιλιών (!), σύμφωνα με όσα η σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων της εν Αθήναις πρεσβείας Brown εξέθετε σε συνάντησή της με τον διευθυντή της αρμοδίας Διευθύνσεως, πρέσβη Παπαϊωάννου. Διαψεύδοντας τους πληροφοριοδότες των Αμερικανών ο τελευταίος ανέφερε σε εκείνη τη συνάντηση ότι «την στιγμήν ταύτην δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ ημών και Πεκίνου» και ότι «έχομεν αποστείλει some vague feelers, ουδέν όμως το συγκεκριμένον», παρακαλώντας θερμώς όπως «ουδέν διαβιβασθή εις ουδένα εκ μέρους της Αμερικανικής Πρεσβείας» (19 Νοεμβρίου 1971, αποδέκτης Χρ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς).
Χρειάστηκε να περάσουν μερικοί ακόμα μήνες διαβουλεύσεων και υπερμπόδιση ενδιάμεσων όρων, όπως η απαίτηση της Κίνας «να διακόψη τας σχέσεις της με την κλίκα του Τσανγκ Κάι Σεκ» (ΑΠ 147, 7 Δεκεμβρίου 1971), που η Ελλάς διά στόματος Καραγιάννη απέρριψε «λόγω ημετέρας μακράς παραδόσεως και ευπρεπείας», έως ότου τα δύο μέρη ανταλλάξουν επισήμως κείμενα αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων (24 Μαΐου 1972). Μέσα στην ίδια χρονιά, μετ’ ολίγον ανακοινώθηκε πρώτος έλληνας πρέσβης στο Πεκίνο ο Ν. Καταπόδης.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι σχέσεις των δύο χωρών κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1980, όταν μέσα στην ίδια χρονιά, τον μεν Απρίλιο του 1986 ο τότε πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου επισκέφθηκε το Πεκίνο, ο δε κινέζος ομόλογός του Zhao Ziyang την Αθήνα, τον Ιούλιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ο Α. Παπανδρέου, στο τέλος μιας πτήσης 13 ωρών μέσω Σιγκαπούρης, είχε δηλώσει μεταξύ άλλων στην ΕΡΤ-2: «Ηταν ένα από τα πιο σημαντικά ταξίδια που έχω ποτέ κάνει. Νομίζω ότι θα αποδώσει πολλαπλά με την πάροδο του χρόνου».
Σήμερα οι σχέσεις Ελλάδας – Κίνας ευρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, όπως επιβεβαιώνεται και από τις συχνές ανταλλαγές επισκέψεων υψηλού επιπέδου. Μετά τις επισκέψεις του Προέδρου Χρ. Σαρτζετάκη το 1988 και του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη το 2002, την Κίνα επισκέφθηκε τον Ιούνιο του 2008 ο Πρόεδρος Κ. Παπούλιας, και την Αθήνα μέσα στην ίδια χρονιά ο κινέζος ομόλογός του Hu Zintao.
Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή τον Ιανουάριο του 2006 στο Πεκίνο, όπου συνήφθη Συμφωνία περιέχουσα Κοινή Δήλωση Συνολικής Στρατηγικής Σχέσης. Η Συμφωνία εμβαθύνθηκε τον Οκτώβριο του 2010, στη διάρκεια επίσκεψης του κινέζου πρωθυπουργού Zianbao στην Αθήνα, όπου υπεγράφη Κοινή Δήλωση Εμβάθυνσής της (πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου).
Αιχμές
Ο «περίεργος» Καντάφι

Λόγου γενομένου περί διεθνών σχέσεων, στις συνομιλίες Μακαρέζου με τον κινέζο ομόλογό του Lee Sien Nien, ο τελευταίος χαρακτήρισε «περίεργον» τον ηγέτη της Λιβύης περιορισθείς να τονίσει ότι από όλες τις αραβικές χώρες η Λιβύη ήταν η μόνη που δεν διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Κατά τα άλλα, διαπιστώθηκε σύμπτωση απόψεων, τόσο για το Κυπριακό όσο και για το Μεσανατολικό, αν και επαναλήφθηκε η θέση της Κίνας ότι «η αεροπειρατεία δεν αποτελεί ορθόν μέσον διεκδικήσεως των δικαιωμάτων των παλαιστινίων προσφύγων». Σύμφωνα με το πρακτικό των συνομιλιών, ο κινέζος αξιωματούχος «δεν εφείσθη αιχμών κατά της Σοβιετικής Ενώσεως» και του ρόλου του στόλου της στη Μεσόγειο, η παρουσία του οποίου δεν ήτο δυνατόν «παρά να υποκρύπτη επεκτατικούς σκοπούς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ