Στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού παραμένει προφυλακισμένη, από την Πέμπτη, η Αρετή Τσοχατζοπούλου, κόρη του πρώην υπουργού Ακη Τσοχατζόπουλου, μετά την απολογία της ενώπιον του ανακριτή Γαβριήλ Μαλλή. Kατηγορείται για συμμετοχή στην υπόθεση νομιμοποίησης παράνομων αμοιβών του πατέρα της.

Η ίδια, νωρίτερα, παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 23 σελίδων στον ανακριτή της υπόθεσης, στο οποίο διατυπώνονται οι θέσεις της για την κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Oπως εξηγεί η Αρετή Τσοχατζοπούλου «δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι παρά την αρχική μου επιστροφή στην Ελλάδα το 1994 – σε εποχή που ο πατέρας μου είχε εκλεγεί βουλευτής και είχε αναλάβει εκ νέου υπουργικά καθήκοντα – επέλεξα να εργαστώ για το διάστημα 1997-1998 στις Βρυξέλλες, προκειμένου να προσφέρω τις υπηρεσίες μου υπέρ ατόμων με ειδικές ανάγκες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για να ξεφύγω από θλιβερές οικογενειακές διενέξεις, οι οποίες ξεκίνησαν μετά τη σύναψη της εξωσυζυγικής σχέσεως του πατέρα μου με την Βίκυ Σταμάτη και τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με την μητέρα μου ήδη από το έτος 1996.

Η σύναψη της σχέσεως αυτής, η οποία συνομολογείται εξάλλου και από την ίδια την κα Σταμάτη στην από 14 Ιουλίου 2011 ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών κας Κυβέλου, απασχόλησε και απασχολεί έντονα τη δημοσιότητα και έδωσε, δυστυχώς, άφθονη τροφή για σχόλια επί 15 συναπτά έτη. Καίτοι αφορά αμιγώς τον ιδιωτικό βίο της οικογένειας μου, αποτελεί κοινό κτήμα στη συνείδηση όλων των γνωστών και φίλων, αλλά και του κάθε πολίτη το γεγονός ότι εν όψει της σχέσης αυτής, της πικρίας που η μητέρα μου αντιμετώπισε, όλων των δυσάρεστων σχολίων, ενώπιον των οποίων η οικογένεια μου ήταν εκτεθειμένη επί δεκαετίες, οι σχέσεις μου με τον πατέρα μου από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με τη μητέρα μου και μετά έγιναν, δυστυχώς, περισσότερο τυπικές και λιγότερο ουσιαστικές».

Παρά ταύτα, η Αρετή Τσοχατζοπούλου σπεύδει να διευκρινίσει ότι «βεβαίως αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ότι φείδομαι συναισθημάτων έναντι του πατέρα μου, τον οποίο αγαπώ ειλικρινώς και για τον οποίο αγωνιώ. Ωστόσο, οι προσωπικές επιλογές του με έφεραν, δυστυχώς, αντιμέτωπη με τη νέα σύντροφό του και μου αποστέρησαν από πολύ νωρίς την καθημερινή επαφή μαζί του».

Μάλιστα, η Αρετή Τσοχατζοπούλου, θέλοντας να καταδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών της τονίζει ότι «δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι και μετά την οριστική επιστροφή μου στην Ελλάδα, τη γέννηση των τριών τέκνων μου και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως σήμερον οι κοινές εμφανίσεις μας είναι ανύπαρκτες και η προσωπική μας επικοινωνία έως ελάχιστη, δυναμιτιζόταν αυτή καθημερινά από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των γονιών μου. Συνειδητά δεν παρευρέθην στον δεύτερο γάμο του το έτος 2004, αλλά ούτε και προσκλήθηκα στη βάφτιση του υιού τους με τη Βίκυ Σταμάτη, ενώ η παρουσία του ιδίου στις βαπτίσεις των υιών μου ήταν ολιγόλεπτη κατά τη διάρκεια των μυστηρίων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι μετά τη γέννηση του πρωτότοκου υιού μου την 31η -12-1998 και την εγκατάσταση μου στο επίδικο ακίνητο της οδού Δεινοκράτους αρ. 60 ο πατέρας μου μας επισκέφθηκε δυο χρόνια μετά, με αφορμή τα γενέθλια του υιού μου».

Βάσει όλων των παραπάνω, η Αρετή Τσοαχατζόπουλου επισημαίνει ότι «είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ταύτιση του προσώπου μου με την ιδιότητα μέλους μιας οργανωμένης ομάδας ξεπλύματος χρημάτων υπό διερεύνηση παράνομες δραστηριότητας του πατέρα μου στο ΥΕΘΑ, τις οποίες παντελώς αγνοώ, αλλά και δεν θα μπορούσα καν να υποψιάζομαι εν όψει της μακράς διαβίωσής μου στην Γερμανία, της πολύχρονης επαγγελματικής προσφοράς μου, εντός κι εκτός Ελλάδος, στον ευαίσθητο χώρο των ατόμων με ειδικές ανάγκες, της αυτόνομης οικονομικής δραστηριότητας μου κατά την τελευταία 10ετία, όταν πια ο πατέρας μου είχε φύγει πλέον οριστικά από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας, αλλά και από την οικογενειακή εστία, τηρώντας μεγάλες αποστάσεις από την μητέρα μου, τον αδελφό μου κι εμένα, είναι αυθαίρετη τόσο δογματικά, καθώς θεμελιώνει μια νομικά πρωτόγνωρη έννοια «Οικογενειακής-Αντικειμενικής Ευθύνης», όσο και κατά τον κοινό νου».
Για το σπίτι της Δεινοκράτους
Για το επίδικο ακίνητο επί της οδού Δεινοκράτους στο Κολωνάκι η Αρετή Τσοχατζοπούλου υποστηρίζει ότι το αγόρασε με χρήματα από πώληση 5όροφου ακινήτου στην Καλλιθέα το οποίο αρχικά είχε αγοραστεί ως οικόπεδο και στη συνέχεια κτίστηκε με δανειοδότηση. Από την πώληση του σε μεγάλη εταιρία, έλαβε ποσό περίπου 2 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο, όπως αναφέρει έχει δηλώσει σε φορολογικές της δηλώσεις και έχει εξηγήσει επακριβώς τον τρόπο διάθεσης του.
Πριν προχωρήσει στην αγορά του το εκμίσθωνε από εταιρία που εκπροσωπούσε ο θείος της, προσωρινά κρατούμενος, Νίκος Ζήγρας.

«Αποδείξαμε με στοιχεία ότι το ακίνητο το αγόρασε με χρήματα από πώληση άλλου ακινήτου, έχει δηλωθεί στο πόθεν έσχες. Καμία σκιά δεν έμεινε στην υπόθεση. Αποδομήθηκε το κατηγορητήριο. Για μένα όλα έγιναν επειδή φέρει το όνομα του Ακη Τσοχατζόπουλου»,
δήλωσε ο συνήγορος υπεράσπισης της κ. Μιχάλης Δημητρακόπουλος.
Σύμφωνα, πάντως με το πόρισμα των εισαγγελέων, το ακίνητο, πριν φτάσει στα χέρια της κόρης του πρώην υπουργού, πέρασε πρώτα στην off-shore Bluebell, η οποία είχε ως έδρα τη Μονρόβια Λιβερίας. Διαχειριστής στην εν λόγω εταιρεία, κατά το πόρισμα ήταν ο εξάδελφος του Ακη Τσοχατζόπουλου, Νικόλαος Ζήγρας, με τον πρώην υπουργό να είναι ο πραγματικός δικαιούχος.