Μοιάζει πολύ νέος έτσι που τον βλέπω απέναντί μου με ένα λινό σακάκι και μπλου τζιν, αλλά με εντυπωσιάζει όταν μου λέει ότι έχει εργαστεί αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στην Ινδία και στο Λονδίνο, ενώ η εταιρεία του έχει έδρα τη Γενεύη. Ο Jason (Ιάσων) Μανωλόπουλος, γεννημένος στον Καναδά, κοσμοπολίτης, είναι γενικός διευθυντής μιας εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων και ο ίδιος διαχειρίζεται ένα fund που επενδύει στις αναδυόμενες αγορές. Το 2010 δημοσίευσε στα αγγλικά ένα βιβλίο με τίτλο «Το επαχθές χρέος της Ελλάδας» που έκανε ντόρο, το οποίο σήμερα κυκλοφορεί στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Μελάνι, αλλά και στη Γαλλία σχεδόν ταυτόχρονα. Το βιβλίο του, συμπληρωμένο, αναφέρεται στα «σαθρά θεμέλια της ευρωζώνης και στην ευθύνη της πολιτικής ελίτ και της επενδυτικής κοινότητας».

Πώς σας ήρθε η ιδέα για τη συγγραφή ενός βιβλίου ενώ ήσασταν τόσο πολυάσχολος;

«Από τις αρχές του 2004 έλεγα στους γνωστούς μου στη Wall Street και στο Λονδίνο ότι η Ελλάδα θα φαλιρίσει, αλλά μου αντέτασσαν ότι «την προστατεύει η ευρωζώνη». Το 2007 θέλησα να αγοράσω ένα εξοχικό στην Επίδαυρο και μου ζήτησαν 700.000 ευρώ. Τότε σκέφτηκα να κάνω ένα ντοκυμαντέρ που θα έδειχνε τα σημεία που στοιχειοθετούσαν τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρισκόμασταν. Ο σκηνοθέτης της ταινίας με προέτρεψε να γράψω πρώτα ένα βιβλίο. Ετσι γεννήθηκε αυτό το βιβλίο, που συζητήθηκε αρκετά στο εξωτερικό».

Πώς αλήθεια την «πατήσαμε» εμείς οι Ελληνες;
«Στην αρχή υπήρχε ένας ενδοοικογενειακός δανεισμός. Εσύ φροντίζεις τα παιδιά σου μέχρι μεγάλη ηλικία και αυτά σ’ το ανταποδίδουν, σε κρατούν μαζί τους αντί να σε στείλουν στο γηροκομείο, όπως κάνουν οι Αγγλοσάξονες. Μετά ήρθαν οι τράπεζες και αρχίσαμε να δανειζόμαστε για τις σπουδές των παιδιών, για ιδιόκτητο σπίτι, για συμμετοχή στο χρηματιστήριο, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη παιδεία ή εμπειρία. Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι στιγμής δεν βλέπω να θέλουμε να αλλάξουμε».
Μήπως έχουμε ακόμη «λίπος» να κάψουμε;
«Με 175 δισ. ευρώ στις τράπεζες και 85% ιδιοκατοίκηση μοιάζει να έχουμε αρκετό «λίπος» να κάψουμε ακόμη. Η Ιρλανδία με 6 εκατ. κατοίκους έχει στεγαστικά δάνεια 117 δισ. ευρώ, η Ελλάδα με διπλάσιους σχεδόν κατοίκους έχει τα μισά. Σε όλες τις χώρες όταν υπάρχει λιτότητα ο κόσμος υποφέρει. Εδώ το 10% των πολύ φτωχών έγινε 20% αλλά ένα 60% της μεσαίας και ανώτερης τάξης δεν μπορούμε να πούμε ότι υποφέρει».

Ποιο είναι το ερώτημα που τίθεται κατά τη γνώμη σας σήμερα μπροστά στους Ελληνες;
«Το ερώτημα για μένα είναι ποιος είναι ο στόχος μας. Π.χ., η Αμερική θέλει να ηγεμονεύει στον κόσμο, η Ρωσία να ξαναγίνει δυνατό κράτος, η Ιταλία θέλει να κατέχει τα πρωτεία στη φινέτσα κτλ. Εμείς τι ακριβώς θέλουμε να είμαστε; Κάποιοι λένε ότι εμείς δώσαμε τη δημοκρατία στην Ευρώπη και αυτοδικαίως είμαστε Ευρωπαίοι. Σωστά, αλλά αυτός δεν είναι στόχος, είναι ένα γεγονός που συνέβη παλιά. Ποιος είναι λοιπόν σήμερα ο στόχος μας; Τι θέλουμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας και στους άλλους; Αν έχουμε στόχο, θα χαράξουμε και την αντίστοιχη στρατηγική. Και επιπλέον υπολογίστε ότι όλοι οι άλλοι τρέχουν, ο Κινέζος, ο Ινδός, ο Ρώσος… Εμείς έχουμε μπροστά μας δύο δρόμους: ή να γίνουμε κράτος με έξυπνους πολίτες που θα πουλάμε την καινοτομία και την εξυπνάδα μας, όπως η Ταϊβάν ή το Ισραήλ, ή να γίνουμε κράτος που θα αφήνει να ανθούν κάθε λογής μαφίες. Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία».
Γιατί να αλλάξει νοοτροπία ο κόσμος; Πώς θα γίνει αυτό;
«Να δώσουμε κίνητρα στον κόσμο έτσι ώστε να τον συμφέρει να αλλάξει. Χρειάζεται να επιβραβεύεται αυτός που κάνει κάτι καλό επιχειρηματικά και να τιμωρείται αυτός που φοροκλέπτει ή κάνει απατεωνιές. Δυστυχώς η Ελλάδα έχει ασθενείς θεσμούς που τροφοδοτούν τη διαφθορά και επιβραβεύουν την ατιμωρησία. Πρέπει να επιτρέψουμε σε μια νέα γενιά επιχειρηματιών που ίσως δεν έχει γεννηθεί ακόμη να καλύψουν το κενό που θα αφήσει ο υπερτροφικός τομέας του Δημοσίου μετά τη μείωσή του. Το πολιτικό σύστημα έχει τις κύριες ευθύνες. Απαιτείται η μείωση του κράτους ώστε να πάψει να είναι επιχειρηματίας και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι: πάροχος υπηρεσιών. Ως τώρα γίνεται το αντίθετο: το κράτος τραβάει χρήματα από όλη την αγορά και δεν δίνει υπηρεσίες».
Βλέπετε επιδείνωση της κατάστασης στη χώρα μας;
«Κάθε χρόνο μας λένε ότι έπειτα από ενάμιση χρόνο όλα θα πάνε καλά. Τίποτα δεν εγγυάται ότι θα πάμε καλύτερα αν δεν καθορίσουμε στόχους. Το 1950 η Αργεντινή ήταν ανάμεσα στις 10 καλύτερες οικονομίες του κόσμου και σήμερα, 60 χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμη υπό πίεση, για να μη σας πω για τους Αιγυπτίους, που «κατρακυλάνε» εδώ και 2.000 χρόνια. Το «κούρεμα» δεν μείωσε το χρέος μας, πάλι θα μας δανείσουν, ήταν μάλλον ένα μάρκετινγκ παρά ουσιαστικό «κούρεμα». Ωσπου να φύγει το βάρος του χρέους από πάνω μας θα ήταν τρελός κάποιος να επενδύσει στη χώρα μας. Χρειάζεται ένα πραγματικό «κούρεμα» με περαιτέρω μείωση επιτοκίου, μακρόχρονη αποπληρωμή και ταυτόχρονα να επενδύσουμε στην επιχειρηματικότητα. Και θα πρέπει να δουλέψουμε 10, 20 ή 30 χρόνια για να πετύχουμε».

Τι βλέπετε σε παγκόσμιο επίπεδο;
«Παγκοσμίως το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4% ενώ το χρέος 12%. Το χρέος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μελλοντικό χρήμα που κάποια στιγμή θα μας πνίξει. Οσο και αν τυπώσουμε χρήμα απλώς μπαλώνουμε μια απύθμενη τρύπα. Με αυτή την έννοια τουλάχιστον στην Ευρώπη σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει τραπεζικός δανεισμός, το τραπεζικό μοντέλο της οικονομίας θα χρεοκοπήσει. Οι τράπεζες θα γίνουν ζόμπι παντού. Αλλά και γενικότερα οι αναπτυγμένες χώρες σε όλον τον κόσμο σήμερα ζουν καλύτερα από ό,τι επιτρέπει το εισόδημά τους. Αυτό θα αλλάξει κάποια στιγμή. Η Ευρώπη είναι 3.000 χρόνια στην κορυφή, μπορεί να μην είναι πάντα έτσι, υπάρχουν νέες δυνάμεις που ανατέλλουν».

Στο βιβλίο σας μιλάτε για ένα αδιέξοδο μακρινό μέλλον για το ευρώ. Είναι έτσι;
«Είναι θέμα χρόνου να διαλυθεί το ευρώ. Μπορεί να κρατήσει και 20 χρόνια ακόμα, αλλά η κοινή λογική λέει ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Μπορεί σε πενήντα χρόνια να υπάρξει μια άλλη ανάγκη για ενότητα της Ευρώπης. Η εξέταση των βασικών αιτιών δείχνει ότι η Ευρώπη πρέπει να θέσει στον εαυτό της κάποια μεγαλύτερα ερωτήματα από το νόμισμα και το δημόσιο χρέος όπως είναι η ανταγωνιστικότητα, η γήρανση των κοινωνιών, η ανισότητα, οι ρυθμίσεις της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ