Σε δύο άξονες κινήθηκε η ομιλία του κ. Κ. Σημίτη, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής σε εκδήλωση του ιδρύματος Χαινριχ Μπελ, υπο το τίτλο «Ελλάδα quo vadis;». Από τη μια πλευρά υπερασπίστηκε την αξιοπιστία των στοιχείων με τα οποία μπήκε η Ελλάδα στην ΟΝΕ, καταγγέλοντας το «τέχνασμα» της ΝΔ το 2004, η οποία αντί να εγγράψει τις στρατιωτικές δαπάνες στον χρόνο παράδοσης των υλικών τις ενέγραψε στο χρόνο της παραγγελίας.

«Η υστέρηση στη λειτουργία θεσμών έδωσε αφορμή στον ισχυρισμό, ότι η Ελλάδα αλλά ίσως και άλλες περιφερειακές χώρες δεν θα ‘πρεπε να είχαν γίνει μέλη της ΟΝΕ. Η ΟΝΕ δεν είναι όμως μια παρέα προηγμένων χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα αντίθετα προς εκείνα των χωρών που υστερούν», σημείωσε ο πρώην πρωθυπουργός. «Είναι κοινό σχέδιο προόδου», πρόσθεσε.

Από την άλλη πλευρά, καυτηρίασε την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ επειδή όπως είπε «το μνημόνιο συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση». «Οι συντάκτες του Μνημονίου είχαν παραλείψει επίσης να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος», υπογράμμισε.

Η πρότασή του είναι ότι η «έξοδος από την κρίση επιβάλλει «την φυγή προς τα εμπρός» δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».