Με νέες ιδέες στο τραπέζι αλλά με ελάχιστες προσδοκίες για σύγκλιση απόψεων στα «δύσκολα» και κρισιμότερα ζητήματα θα συζητήσουν σήμερα το μεσημέρι οι ηγέτες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας.


Ο Μάριο Μόντι είναι ο προσκεκλημένος του γεύματος που θα παραθέσει την Πέμπτη το μεσημέρι ο Νικολά Σαρκοζί στο Στρασβούργο και στο οποίο θα παραβρεθεί η Ανγκελα Μέρκελ. Δηλώσεις από τους τρεις ηγέτες αναμένονται μετά τις 2 μμ.
Η πρόσκληση και μόνο του γαλλογερμανικού ηγετικού διδύμου θεωρείται ένδειξη προόδου στις σχέσεις των τριών κρατών καθώς όπως θυμίζει το πρακτορείο Bloomberg ο απελθών (και μάλλον ήδη ξεχασμένος) πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι σπάνια δεχόταν πρόσκληση σε γεύμα επί γαλλικού ή γερμανικού εδάφους.
Όμως τα ευχάριστα νέα εξαντλούνται πιθανότατα στο επικοινωνιακό επίπεδο. Η γαλλίδα υπουργός Προϋπολογισμού και κυβερνητικός εκπρόσωπος Βαλερί Πεκρές δήλωσε χθες Τετάρτη ότι «η Γαλλία επιθυμεί να δώσει τη στήριξή της στον Μάριο Μόντι». Πέραν τούτου τίποτε άλλο δεν είναι βέβαιο.
Διότι οι αναλύσεις του διεθνούς τύπου χθες Τετάρτη και σήμερα Πέμπτη συγκλίνουν στο ότι ο Μόντι θα ασκήσει πίεση προς το γαλλογερμανικό άξονα προκειμένου να «χαλαρώσουν» έστω και λίγο οι αυστηρότατοι (στην πραγματικότητα αβάστακτοι) δημοσιονομικοί στόχοι των Βρυξελλών προς τις υπερχρεωμένες χώρες ενώ θα ζητήσει να του επιτραπεί η αύξηση των δημοσίων δαπανών για επενδύσεις προκειμένου να αναθερμανθεί η παγωμένη οικονομία της χώρας.
Οσο παγωμένη όμως είναι η οικονομία της Ιταλίας (και όχι μόνο αυτής) άλλο τόσο παγιωμένες είναι οι αντιλήψεις περί δημοσιονομικής πειθαρχίας του Βερολίνου. «Καθένας γνωρίζει τι πρέπει να κάνει η Ιταλία. Πρέπει να μειώσει το χρέος της αλλά κυρίως πρέπει να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» δήλωνε στις αρχές της εβδομάδας ο γερμανικός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το Βερολίνο. Και επ’αυτού το Παρίσι δεν φαίνεται να έχει καμία αντίρρηση ή τουλάχιστον την πρόθεση να την εκφράσει.
Μπούμερανγκ η επιμονή για το ευρωομόλογο
Βέβαια από την αρχή της εβδομάδας έχουν μεσολαβήσει γεγονότα που μόνο απαρατήρητα δεν μπορούν να περάσουν.

Η αποτυχημένη απόπειρα της Finanzagentur , δηλαδή του γερμανικού οργανισμού έκδοσης χρεογράφων να δημοπρατήσει ομόλογα στην χαμηλότερη τιμή της ιστορίας δείχνει δύο πράγματα.

Πρώτον ότι το Βερολίνο αντιλαμβάνεται (εσφαλμένα όπως φαίνεται) ότι είναι τόσο «προφυλαγμένο» από την κρίση των… υπολοίπων της ευρωζώνης ώστε να ζητά επιτόκιο κάτω του 2% από τους ιδιώτες επενδυτές. Οι αγορές δεν δελεάστηκαν όμως αναγκάζοντας την ομοσπονδιακή τράπεζα να αγοράσει η ίδια το 40% των ομολόγων.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Γερμανία δεν συνιστά και τόσο «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές. Τουλάχιστον όχι στο βαθμό που η ίδια νομίζει.

Ο αυστριακός κεντρικός τράπεζίτης ήταν από τους ελάχιστους που δεν επιχείρησε να αποδώσει την αποτυχία δανεισμού της Γερμανίας από τις αγορές σε «τεχνικά ζητήματα». Ο Εβαλντ Νοβότνι χαρακτήρισε «ανησυχητική ένδειξη» το γεγονός καλώντας τους αρμοδίους να το λάβουν υπόψη.
Το δεύτερο συμπέρασμα που απορρέει είναι ότι η επιμονή της γερμανίδας καγκελαρίου (ακόμα και αν οφείλεται σε ενδοκυβερνητικές ή εσωκομματικές πιέσεις) επιστρέφει ως μπούμερανγκ στη χώρα. Ενόψει της συνεδρίασης του Eurogroup την ερχόμενη εβδομάδα το Βερολίνο έχει ακόμα χρόνο να αναθεωρήσει τη στάση του έναντι του ρόλου της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης και της δυνατότητας έκδοσης ευρωομολόγου ως μέρος αυτής της λύσης.Κάτι τέτοιο δεν μοιάζει πάντως πιθανό.
Αντιθέτως η ισχυρογνωμοσύνη των γερμανών κυβερνώντων χαλυβδώνεται καθώς βλέπουν τους υπόλοιπους ηγέτες να παρακολουθούν σιωπηλοί ή ακόμα χειρότερα πειθήνιοι τις εξελίξεις.
Η επιμονή της Γερμανίας σε «έγγραφη δέσμευση» από όλα τα κόμματα που συμμετέχουν στην ελληνική κυβέρνηση για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων επιβραβεύθηκε. Μάλιστα η Γερμανία συνεχίζει ως και αυτή τη στιγμή, το πρωί της Πέμπτης, να τηρεί άτεγκτη στάση αρνούμενη να σχολιάσει επισήμως την επιστολή του Αντώνη Σαμαρά η οποία «δεν απευθυνόταν στο Βερολίνο».