Οι εκλογές που διεξάγονται στην Τουρκία την Κυριακή 12 Ιουνίου έχουν ένα χαρακτηριστικό που σπάνια είχαν στο παρελθόν. Ο νικητής είναι γνωστός εκ των προτέρων. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πόσο μεγάλη θα είναι η νίκη του. Είναι όμως η έκταση της επικράτησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που θα κρίνει – σχεδόν – τα πάντα.

Ο τούρκος πρωθυπουργός είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της πολιτικής ζωής. Χαρισματικός για τους περισσότερους, λαϊκιστής και αυταρχικός για κάποιους άλλους, ο Ερντογάν προβάλει ως το απόλυτο φαβορί κυρίως χάρη στην οικονομική επιτυχία της Τουρκίας την τελευταία δεκαετία. Μία επιτυχία που έφερε την επιφάνεια την εκδοχή ενός «ισλαμικού καπιταλισμού» την οποία ενσαρκώνει η νέα οικονομική ελίτ της Ανατολίας. Η Τουρκία του Ερντογάν καμαρώνει για τη θέση της στο G20 και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, έχοντας όμως ακόμη να αντιμετωπίσει τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και υψηλή ανεργία.
Αλλαγή του Συντάγματος και προεδρικό σύστημα

Το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του τούρκου πρωθυπουργού αναμένεται να έρθει πρώτο στις κάλπες. Θα καταφέρει όμως να πιάσει τον μαγικό αριθμό 367; Αυτός αφορά στις έδρες που θα του έδιναν την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και θα έλυνε τα χέρια του Ερντογάν να προχωρήσει στο σχέδιο που έχει στο μυαλό του: σε μία ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος και ίσως σε αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρικό – πιθανότατα όμοιο με αυτό της Γαλλίας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν επιθυμεί ένα προεδρικό σύστημα» λέει στο «Βήμα» ο Χένρι Μπάρκι, αναλυτής για θέματα Τουρκίας του Carnegie Endowment for International Peace στην Ουάσιγκτον. «Ωστόσο», προσθέτει, «δεν πιστεύω ότι υπάρχει τόσο ευρεία στήριξη για ένα προεδρικό σύστημα. Η πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών στο Σύνταγμα τόσο για ένα προεδρικό σύστημα όσο και για την αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος ίσως να είναι πολλές για να τις αντέξει ο λαός. Πιστεύω», καταλήγει, «ότι θα ήταν λάθος να πιέσει ο Ερντογάν και για τα δύο ταυτόχρονα».
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών πάντως δείχνουν ότι ο κ. Ερντογάν δεν θα πιάσει τις 367 έδρες. Ισως κινηθεί λίγο πάνω από τις 330, κάτι που θα του δώσει τη δυνατότητα να θέσει τις συνταγματικές αλλαγές σε δημοψήφισμα όπως έκανε και πέρυσι.
Ορισμένοι έγκυροι αναλυτές όμως, όπως ο Ιχσάν Νταγί, καθηγητής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Αγκυρας και αρθρογράφος στην εφημερίδα «Zaman», προβλέπουν ότι ούτε το όριο των 330 εδρών δεν είναι εύκολο. «Σε αυτή την περίπτωση», λέει στο «Βήμα», «θα χρειαστεί η συνεννόηση με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Η στάση του όμως θα καθοριστεί από το πώς θα τα πάει στις εκλογές. Αν ο ηγέτης του, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, πάρει λιγότερο από το 30% των ψήφων, ίσως να αμφισβητηθεί εσωκομματικά, ακόμη και από τον προκάτοχό του Ντενίζ Μπαϊκάλ. Υπάρχουν επίσης νέο-εθνικιστικοί κύκλοι στο κόμμα που διαφωνούν μαζί του. Πάντως», εξηγεί ο κ. Νταγί, «και το CHP θέλει ένα πιο φιλελεύθερο Σύνταγμα. Βρίσκεται πλέον στη θέση που βρίσκονταν οι αντίπαλοί του επί χρόνια και θέλει διασφαλίσεις έναντι της αυξανόμενης ισχύος του ΑΚΡ».
Φόβοι για αυταρχισμό

Η επιθυμία πάντως του Ερντογάν να κινηθεί προς ένα προεδρικό σύστημα, στο οποίο ο ίδιος θα είναι κυρίαρχος, έχει προκαλέσει και ενστάσεις στο εσωτερικό του ΑΚΡ. Σύμφωνα δε με ορισμένες πληροφορίες, ακόμη και ο σημερινός πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, συνοδοιπόρος του Ερντογάν καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας προς την εξουσία, έχει εκφράσει αντιρρήσεις.
Ο τούρκος πρωθυπουργός είχε εμφανιστεί μετά το δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου για να πει ότι δεν θέλει να γίνει σουλτάνος ώστε να καθησυχάσει όσους άρχισαν να ανησυχούν για τις προθέσεις του. Ωστόσο, οι επιθέσεις εναντίον του στρατιωτικού κατεστημένου συνεχίζονται και δεν είναι λίγοι όσοι κατηγορούν την κυβέρνηση ότι έχει αξιοποιήσει τις υποθέσεις «Εργκένεκον», «Βαριοπούλα» κλπ για να κλείσει στη φυλακή πολλούς στρατιωτικούς, την ώρα που η Δικαιοσύνη κωλυσιεργεί τη διαδικασία παρατείνοντας την προφυλάκισή τους. Παράλληλα, ο κ. Ερντογάν δεν έχει φανεί πολύ ανεκτικός έναντι του Τύπου με περίπου 60 δημοσιογράφους να έχουν φυλακιστεί. Η στάση του Ερντογάν έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση και της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).
Το Κουρδικό

Μετά το συνταγματικό, το βασικότερο ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπιστεί μετεκλογικά είναι το Κουρδικό. Η κυβέρνηση Ερντογάν προσπάθησε και κατά τη διάρκεια της τρέχουσας θητείας της να το λύσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Αν δεν το κάνει τώρα όμως, θα είναι δυσκολότερο αργότερα» τονίζει ο κ. Μπάρκι.
Ουσιαστικά, ο πυρήνας του Κουρδικού περιστρέφεται γύρω από το να πάψουν να θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας και η έννοια του πολίτη να πάψει να ορίζεται με βάση την εθνικότητα – κατάλοιπο της κεμαλικής κληρονομιάς. «Ηδη οι Κούρδοι έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από την τουρκική κοινωνία, παρά το γεγονός ότι παράλληλα δεν ήταν ποτέ περισσότεροι ενσωματωμένοι σε αυτή από ό,τι είναι σήμερα» σχολιάζει ο κ. Μπάρκι. «Η Κωνσταντινούπολη είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη κουρδική πόλη και βάσει ορισμένων υπολογισμών ίσως να ζουν εκεί μέχρι και τέσσερα εκατομμύρια Κούρδοι. Οι Κούρδοι όμως είναι ξεκάθαροι στα αιτήματά τους και δεν δέχονται όχι για απάντηση. Αυτό», εξηγεί, «δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει διαχωρισμός. Το πιθανότερο θα είναι να δημιουργηθούν μακροπρόθεσμα δύο παράλληλες κοινωνικές δομές ή έστω δομές διακυβέρνησης: η κεντρική κυβέρνηση και μία σκιώδης».
Για να λυθεί το Κουρδικό όμως, «θα πρέπει όλες οι πλευρές να αισθάνονται ότι κάτι θα κερδίσουν» σύμφωνα με τον κ. Νταγί. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι καμία πλευρά δεν μπορεί να λύσει το θέμα μόνη της. Μέχρι σήμερα, το ΑΚΡ πίστευε ότι αντιπροσώπευε περισσότερο τους Κούρδους. Ωστόσο, αν δει ότι χάνει σε εκλογική δύναμη εφόσον προχωρήσει σε λύση, δεν θα το διακινδυνεύσει. Επίσης, αν τα υπόλοιπα κόμματα αντιληφθούν ότι ο κερδισμένος θα είναι το ΑΚΡ, θα σαμποτάρουν την όποια πρωτοβουλία. Να σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο Ερντογάν δεν μπορεί να εγγυηθεί προεκλογικά ότι θα παράσχει περιφερειακή αυτονομία στους Κούρδους, διότι τότε θα χάσει πολλούς ψηφοφόρους που ίσως κατευθυνθούν στο CHP ή στο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί».
Εξωτερική Πολιτική: Ο γρίφος της Συρίας, η ΕΕ και η Ελλάδα

Και μόνο λόγω της θέσεώς της, όλοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στα καθ’ ημάς, η Αθήνα αναμένει να δει κατά πόσον οι υποσχέσεις του Ερντογάν και του τούρκου «Κίσινγκερ» Αχμέτ Νταβούτογλου για επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο είναι βάσιμες. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να υπάρξει κατάληξη στις διερευνητικές ώστε να φανεί αν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μπορεί να πραγματοποιηθεί έστω και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αγνωστη παραμένει επίσης η έκβαση της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος. Κεφάλαια για άνοιγμα δεν υπάρχουν πλέον στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και η Αγκυρα δεν φαίνεται, παρά τις επίμονες δηλώσεις του Εγκεμέν Μπαγίς, να «καίγεται» να προσεγγίσει την Ευρώπη.

Ο ευρωπαϊκός δρόμος όμως είναι κρίσιμο για την επίλυση του Κυπριακού όπου από το καλοκαίρι θα πρέπει να αναμένονται εξελίξεις.

Αυτή τη στιγμή πάντως, ο γρίφος για τον «πολύ» Νταβούτογλου ακούει στο όνομα Συρία, όπου το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην εξουσία. Και δεν πρέπει να λησμονείται ότι η «θεωρία των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τη Συρία.
«Ο Ερντογάν είναι πραγματιστής» υπογραμμίζει ο Χένρι Μπάρκι. «Πρέπει να έχει καταλάβει ότι ο Μπασάρ αλ Ασαντ πνέει τα λοίσθια και είναι πλέον θέμα χρόνου πότε θα καταρρεύσει το καθεστώς του. Ακόμη και αν ο Μπασάρ επιβιώσει, δεν θα είναι ο ίδιος και ίσως γίνει πολύ εσωστρεφής. Αρα, η Συρία ίσως να μην είναι ελκυστική για επενδύσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα η Δαμασκός να υποχρεώσει την Τουρκία να διαλέξει ανάμεσα σε αυτή και στη Δύση, λόγω της συμπεριφοράς της. Ισως λοιπόν ο Ερντογάν να πιέσει τον Μπασάρ να αλλάξει τη στάση του και να συμβιβαστεί».