– Κυρία Φραγκουδάκη, σας έχουν κατηγορήσει πολλές φορές οι εθνικιστικοί κύκλοι ότι έχετε μια ελαστική έννοια της πατρίδας ή ότι δεν πιστεύετε σε μια τέτοια έννοια γιατί τη θεωρείτε αναντίστοιχη της σύγχρονης εποχής.
«Εχουμε υποφέρει από αυτούς που οικειοποιούνται τον ρόλο του πατριώτη κατηγορώντας τους συμπατριώτες τους για ελλιπή πατριωτισμό. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η καπηλεία της έννοιας “πατρίδα” έριξε τη χώρα μας σε μεγάλες καταστροφές, όπως στη μεγάλη ήττα της Μικράς Ασίας. Πατριώτες είναι αυτοί που υπερασπίζονται την πατρίδα τους και όχι αυτοί που φωνάζουν ότι την υπερασπίζονται. Πρέπει να σας πω ότι όσοι με κατηγορούν για μειωμένο πατριωτισμό χρησιμοποιούν φράσεις (όπως “δεν υπάρχει ελληνικό έθνος”, “δεν είμαστε Ελληνες” κ.ά.) που ποτέ δεν έγραψα- τις βάζουν μάλιστα σε εισαγωγικά και τις αναπαράγουν δεξιά και αριστερά στο δίκτυο».
– Ανάμεσα στους επικριτές σας είναι και επιφανή πρόσωπα της ζωής του τόπου,όπως ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Ο Μίκης είναι ένας μεγάλος μουσικός, τον θαυμάζω, όπως και πολλοί άλλοι, έχω δακρύσει, έχω μεγαλώσει με τα τραγούδια του, αλλά κι εγώ, όπως πολλοί άλλοι Ελληνες, θεωρώ ότι δεν έχει σωστές πολιτικές θέσεις, ούτε παλαιότερα ούτε τώρα. Δημοσίευσε τελευταία μια πολιτική διακήρυξη, με αδιανόητες θέσεις, όπου μας καλεί να φύγουμε από το μνημόνιο και να δανειστούμε από τους Κινέζους και τους Ρώσους, μια και αυτοί, όπως λέει, θα μας δανείσουν χωρίς επιτόκια ή και χωρίς αντάλλαγμα! Με αυτές τις άκυρες προτάσεις καλεί σε πατριωτικό αγώνα. Τι πατριωτικό έχει αυτή η πολιτική, σε σύγκριση με τη δουλειά εκατοντάδων δασκάλων που καθοδήγησα επί δεκατέσσερα χρόνια στη Θράκη για να μάθουν την ελληνική γλώσσα στα παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας, με θεαματικά μάλιστα αποτελέσματα; Από την άλλη μεριά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος με κατηγόρησε ότι απαλείφω την έννοια του “εθνικού”. Αφορμή ήταν η κριτική που έγραψα- και εξακολουθώ να νομίζω ότι είχα δίκιο- στην πράξη του σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν να μετονομάσει το 1999 τη Γαλλική Δημοκρατία “πατρίδα”. Ο Ζοσπέν το έκανε για να σταματήσει τη ροή ψηφοφόρων του προς τον Λεπέν εγκαταλείποντας μια εμβληματική έννοια, ένα μετερίζι των σοσιαλιστών, κάτι που τελικά έκανε κακό».
– Πώς εξηγείτε το οξύμωρο σχήμα των τελευταίων χρόνων να έχουμε μια παγκοσμιοποίηση που θεωρητικά ρίχνει τα σύνορα, στην πραγματικότητα να τροφοδοτεί ένα κύμα εθνικιστικών εξάρσεων;
«Νομίζω ότι οι εθνικιστικές εξάρσεις οφείλονται στην κατάρρευση του σοσιαλιστικού κόσμου αλλά και στην ανασφάλεια που δημιουργήθηκε, καθώς ο μεν σοσιαλισμός ήταν πια ένα “άδειο κιβώτιο”, ενώ ο καπιταλισμός παρέμεινε ληστρικός και άδικος. Οι νέες γενιές έμειναν μετέωρες, και σε αυτή την περίπτωση οι παραδοσιακές αξίες είναι μια κάποια λύση. Ο εθνικισμός είναι μια από τις ισχυρές παραδοσιακές αξίες και αναβιώνει παντού».
– Τι είναι λοιπόν σήμερα ο πατριωτισμός; Πιστεύετε ότι χρειάζονται σήμερα οι παρελάσεις;
«Χρειάζεται σήμερα να κατανοήσουμε ότι ο πατριωτισμός δεν είναι μια αναλλοίωτη αξία, αλλά αλλάζει ανάλογα με τις εποχές. Ο πατριωτισμός επί Κατοχής είναι διαφορετικός από τον πατριωτισμό επί χούντας (Ελληνες εναντίον Ελλήνων). Αν η παρέλαση συμβολίζει έναν στρατιωτικό σκοπό, π.χ. να πάρουμε το Τεπελένι, τότε πρέπει να παρελάσουμε και τη σημαία δεν μπορεί να την κρατάει ένας Αλβανός. Αν όμως σήμερα θέλουμε να υπερασπιστούμε τη συνεργασία των λαών και την ειρήνη, πρέπει να καταργήσουμε τις παρελάσεις και να βρούμε γιορτές και τελετές άλλου τύπου, που θα προβάλλουν τα σημερινά ιδανικά μας».
– Γιατί όμως αυτό το τόσο απλό μήνυμα δεν περνάει σήμερα και βλέπουμε φαινόμενα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας;
«Ο ρατσισμός είναι παντού στην Ευρώπη ανάμεικτος με προκαταλήψεις και παραδόσεις. Σήμερα τον καλλιεργούν η οικονομική κρίση και η ανασφάλεια, το κενό των οραμάτων για έναν καλύτερο κόσμο, η έξαρση των εθνικισμών που είπαμε νωρίτερα, η μετανάστευση. Οι ρατσιστές στην Ελλάδα είναι, νομίζω, λίγοι. Εκμεταλλεύονται όμως το θέμα των μεταναστών και αγγίζουν τους φόβους και την ανασφάλεια των πιο αδικημένων κοινωνικών ομάδων».

«Μας πολεμούν ο ΛΑΟΣ και λίγοι Θρακιώτες»

– Τα αποτελέσματα των προγραμμάτων τα οποία υπηρετείτε εδώ και χρόνια για τα μουσουλμανόπαιδα είναι μετρήσιμα;
«Αρκετά είναι μετρήσιμα,όχι όλα.Στόχος ήταν και είναι η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας,που είναι προϋπόθεση για την ένταξη στην κοινωνία και στην εργασία.Ξεκίνησε το 1997 και έκανε καινούργια σχολικά βιβλία για αλλόγλωσσους μαθητές και εκατοντάδες τον χρόνο ώρες επιμόρφωσης εκπαιδευτικών.Οργάνωσε μαθήματα στα σχολεία σε ώρες πρόσθετες στο κανονικό σχολικό πρόγραμμα.Επίσης ίδρυσε Κέντρα ελληνομάθειας και κινητές μονάδες με φορητούς κομπιούτερ που επισκέπτονταν τα απομονωμένα μειονοτικά χωριά.Ολα αυτά είχαν πολλά αποτελέσματα. Σε αριθμούς,το 2000 π.χ.,η πρόωρη εγκατάλειψη του γυμνασίου έφτανε για τα παιδιά της μειονότητας το 65%.Το τεράστιο αυτό ποσοστό σε επτά μόλις χρόνια,το 2007, είχε πέσει στο μισό.Τα Κέντρα ιδίως είχαν μεγάλη επιτυχία.Οι μικροί μουσουλμάνοι λένε για αυτά ότι “εκεί μαθαίνεις εύκολα τα ελληνικά”. Μεγάλη ανταμοιβή.Τέλος,πετύχαμε κάτι πολύ σημαντικό: κερδίσαμε την εμπιστοσύνη των γονέων της μειονότητας».
– Γιατί όμως,αφού κάνετε τόση δουλειά για να ενταχθούν τα μουσουλμανόπαιδα στην ελληνική κοινωνία,δηλαδή μια πατριωτική δράση,αντιδρούν οι εθνικιστές;

«Αναγνώριση έχουμε από πολλές πλευρές.Από τις ελληνικές Αρχές επί σειρά διαφορετικών κυβερνήσεων.Επίσης από τον ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης,που αξιολόγησαν το πρόγραμμα ως “καλή πρακτική” της Ελλάδας.Ποιοι μάς πολεμούν; Το κόμμα του ΛΑΟΣ κυρίως και μικρό ποσοστό Θρακιωτών.Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και του Τύπου στη Θράκη είναι υπέρ μας.Το ποσοστό που μας πολεμάει,μάχεται ενάντια στη νέα πολιτική ισονομίας που εφαρμόζεται από το 1990.Βλέπετε,στη Θράκη εφαρμοζόταν για χρόνια μια πολιτική περιθωριοποίησης,που έφτιαξε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.Η διαίρεση σε πολίτες δύο κατηγοριών πάντα γεννάει ελλείμματα δημοκρατίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ