Πέρασαν ακριβώς είκοσι χρόνια. Ηταν Μάρτιος του 1991όταν η 17χρονη τότε Νικόλ Εντουαρντς, κόρη του Ρόναλντ Στιούαρτ, αμερικανού λοχία που υπηρετούσε στην τότε αμερικανική βάση του Ελληνικού, είχε γυρίσει στις ΗΠΑ από το ταξίδι που είχε κάνει στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα της. Ανυπομονούσε να ξαναδεί τον πατέρα της που θα επέστρεφε σε λίγες εβδομάδες, καθώς η βάση του Ελληνικού έκλεινε και απέμεναν οι τελευταίες διαδικαστικές ενέργειες. Ο Ρόναλντ Στιούαρτ όμως δεν γύρισε ποτέ στη χώρα του. Στις 12 Μαρτίου 1991 δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» σε βομβιστική επίθεση με παγιδευμένο αυτοκίνητο. Είκοσι χρόνια αργότερα, η κόρη του – μητέρα πέντε παιδιών σήμερα – μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής» για τα βασανιστικά «γιατί» που παραμένουν αναπάντητα.

– Κυρία Εντουαρντς, πώς πληροφορηθήκατε στις ΗΠΑ τη δολοφονία του πατέρα σας και πώς αντιδράσατε εκείνη την ημέρα;

«Θυμάμαι ότι ήμουν στο σχολείο. Οι τηλεοράσεις άρχισαν να περιγράφουν την έκρηξη και η μητέρα μου πανικοβλήθηκε, δεν ήθελε να το μάθω έτσι. Ζήτησε να με φέρουν στο γραφείο της. Εκεί μου είπε τι είχε συμβεί. Θυμάμαι ότι την άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Την κοιτούσα χωρίς να τη βλέπω. Είχα μουδιάσει. Απέμεναν λίγες εβδομάδες για την επιστροφή του πατέρα μου στις ΗΠΑ, όμως δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ».

– Θυμάστε την τελευταία φορά που του μιλήσατε;

«Είναι πολύ σκληρό για μένα, γιατί την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο είχαμε καβγαδίσει. Ο λόγος ήταν ότι μόλις είχα γεννήσει το πρώτο μου παιδί και είχα αποφασίσει να παντρευτώ τον σύντροφό μου. Ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε, θεωρούσε ότι ήμουν πολύ μικρή (σ.σ.: 17 χρόνων) και ότι αυτό θα κατέστρεφε τις σπουδές μου. Στο τηλέφωνο ήταν πολύ οργισμένος».

– Δεν είχατε επικοινωνία ύστερα από εκείνον τον καβγά;
«Λίγες ημέρες μετά του έστειλα ένα γράμμα. Του έγραψα ότι είχε έναν πανέμορφο εγγονό, στον οποίο δώσαμε το όνομά του. Εβαλα και μία φωτογραφία στον φάκελο, γιατί δεν είχε δει ποτέ το μωρό. Του έγραψα ότι είχα κερδίσει μια υποτροφία και ότι θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο για να γίνω συγγραφέας, ότι είχα έναν καλό σύζυγο που θα υποστήριζε τις σπουδές μου».

– Ελαβε το γράμμα;

«Ποτέ δεν το έμαθα. Λίγες ημέρες αργότερα τον δολοφόνησαν. Για δέκα ολόκληρα χρόνια δεν άντεχα στην ιδέα ότι ο πατέρας μου πέθανε όντας θυμωμένος μαζί μου. “Επαιζα” τις σκηνές στο μυαλό μου, γυρίζοντας εμμονικά τον χρόνο πίσω. Ομως το 2001 συνάντησα έναν παλαιό φίλο των γονιών μου. Μου είπε ότι ο πατέρας μου γνώριζε πως είχα κερδίσει την υποτροφία για το πανεπιστήμιο! Κάποιος τον είχε ενημερώσει. Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που ανακουφίστηκα κάπως από τον τεράστιο θυμό που με βασάνιζε».

– Πριν από λίγες ημέρες σε επιστολή σας στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αναφέρατε ότι εδώ και είκοσι χρόνια προσπαθείτε να καταλάβετε τα «γιατί» για τον θάνατο του πατέρα σας. Η καταδίκη των μελών της «17 Νοέμβρη» αποτέλεσε για εσάς κάποια μορφή δικαίωσης;

«Οχι, τίποτε δεν μπορεί να με απελευθερώσει από την αίσθηση ότι ο πατέρας μου δολοφονήθηκε χωρίς καμία αιτία, ότι τον χρησιμοποίησαν ως “μέσο προς σκοπό”, ως ένα “νούμερο”. Ο πατέρας μου ήταν απλός λοχίας, δεν ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός, δεν λάμβανε πολιτικές ή επιχειρησιακές αποφάσεις. Είχε βρεθεί στη βάση του Ελληνικού μόνο και μόνο για να είναι κοντά στη μητέρα μου, η οποία δούλευε στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η “17 Νοέμβρη” είχε γράψει ότι η δολοφονία του σχετιζόταν με τη συμμετοχή αμερικανών στρατιωτών στον Πόλεμο του Κόλπου. Μα ο πατέρας μου δεν είχε πολεμήσει ποτέ, δεν είχε κρατήσει καν όπλο. Είναι τρομερό η ανθρώπινη ζωή να θεωρείται από κάποιους τόσο ασήμαντη».

– Οταν εξεταστήκατε ως μάρτυρας στη δίκη και αντικρίσατε τα μέλη της οργάνωσης, πώς νιώσατε;

«Ως τότε με κατέκλυζε ο πανικός στη σκέψη αυτών των ανθρώπων. Οταν όμως τους είδα, ένιωσα τον θυμό να με κυριεύει. Αυτά τα “τέρατα με υπεράνθρωπες δυνάμεις” που είχα πλάσει στο μυαλό μου τελικά ήταν… απλοί άνθρωποι. Δειλοί και μικροπρεπείς».

– Ο θυμός σας στρεφόταν μόνο προς τους δολοφόνους του πατέρα σας ή μήπως και προς την Ελλάδα και τους Ελληνες;

«Ομολογώ ότι για πολλά χρόνια και μόνο στο άκουσμα της λέξης “Ελλάδα” με κατέκλυζαν ο φόβος και η οργή. Είναι πολύ εύκολο να μετατρέψεις τον πόνο σε προκατάληψη απέναντι σε έναν ολόκληρο λαό. Ομως είναι άδικο να κατηγορείς τους Ελληνες για τις πράξεις ορισμένων κακοποιών. Εζησα στην Ελλάδα από τα 11 ως τα 16 μου χρόνια και έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τη χώρα σας. Μια μέρα, όταν θα είμαι συναισθηματικά έτοιμη, θέλω να επιστρέψω με τα παιδιά μου, για να τους δείξω τα μέρη όπου μεγάλωσα».

– Τι θυμάστε πιο έντονα από τα χρόνια της εφηβείας σας στην Ελλάδα;

«Τις βόλτες για φαγητό με τον πατέρα μου και τη θάλασσα το καλοκαίρι. Και ένα αστείο περιστατικό. Οταν ήμουν 16 χρόνων στην Αθήνα, ο πατέρας μου αποφάσισε να μου μάθει να οδηγώ. Θυμάμαι ότι οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί. Οι πάντες γύρω μου οδηγούσαν σαν τρελοί και εγώ είχα επιδοθεί σε ένα διαρκές “σταμάτα- ξεκίνα” γιατί δυσκολευόμουν να χειριστώ τον μοχλό των ταχυτήτων. Δεν θα ξεχάσω τους δυο μας στο αυτοκίνητο να ανεβαίνουμε με δυσκολία τις ανηφόρες και να κατρακυλάμε στις κατηφόρες τσιρίζοντας. Ηταν ωραίες στιγμές και η παρουσία του πατέρα μου τις έκανε ακόμη πιο ξεχωριστές. Γιατί ήταν άνθρωπος αστείος και γεμάτος ζωντάνια, είχε όρεξη να διασκεδάσει και να απολαύσει τη ζωή».

– Τι λέτε στα παιδιά σας για τον παππού τους;

«Εχω πέντε παιδιά, έναν γιο 20 ετών, μία κόρη 17 ετών, έναν γιο 15 ετών και δύο μικρά αγόρια, επτά και τριών ετών. Τους μιλάω για τον παππού τους, για το ήθος του και την καλοσύνη του. Ηταν ένας άνθρωπος που έβαζε την πατρότητα πάνω απ΄ όλα στη ζωή του. Μου δίδαξε να έχω αρχές και να είμαι σωστός γονιός. Δεν μπορώ να τον φέρω πίσω. Ωστόσο έχω χρέος να κρατήσω τη μνήμη του ζωντανή».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ