ΜΕΤΕΩΡΗ μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, τη μια φορά αισθάνεται μια προνομιούχος μετανάστρια την άλλη μια «κακή» μετανάστρια. Στο πρόσφατο βιβλίο της «Πώς να κρυφτείς» η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου ασχολείται με το ζήτημα της ταυτότητας. Ο ήρωάς της, έχοντας ζήσει τη μισή παιδική του ηλικία στην Αθήνα και την άλλη μισή στο Βερολίνο, δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι. Αναζητεί την ταυτότητά του ανασκαλεύοντας τα παιδικά του χρόνια. Κάτι ανάλογο σε πιο μικρή κλίμακα βίωσε και η Αμάντα Μιχαλοπούλου όταν πήγε να ζήσει για μερικά χρόνια στο Βερολίνο.

Είναι χαρούμενη που γύρισε, αλλά ανήσυχη για το μέλλον. « Ημουν στη Γερμανία ένας μετανάστης πολυτελείας.Είναι άλλο να φεύγεις από τη χώρα σου γιατί δεν αντέχεις να ζεις οικονομικά και άλλο για να ζήσεις με μια υποτροφία.Μετά τον πρώτο χρόνο μοιραία μπήκα στην ψυχολογία του ανθρώπου που έρχεται από αλλού, του μετανάστη. Στην αρχή ήταν γοητευτικό.Γνωρίζεις νέο κόσμο,φτιάχνεις φιλίες και μια νέα ταυτότητα,αλλά μετά το ξέσπασμα της κρίσης έγινα ξαφνικά εκπρόσωπος του ελληνικού λαού. Σαν να ήμουν πρωθυπουργός έπρεπε να απολογούμαι για τα γεγονότα στην Ελλάδα. Ακόμα και στο σουπερμάρκετ με ρωτούσαν:“Τι γίνεται με την Ελλάδα; Είναι αλήθεια όλα αυτά περί διαφθοράς;

Οτι δεν πληρώνετε τους φόρους σας;”. Εμπαινα ξαφνικά στη θέση του απολογούμενου».

Γυρνώντας στην Ελλάδα έζησε μια μετάλλαξη, μια «σχιζοφρένεια» όπως λέει η ίδια. «Οταν ήμουν στη Γερμανία έπρεπε να εξηγώ στους Γερμανούς τον διαφορετικό τρόπο ζωής και μια διαφορετική ιστορία που έχουμε, που αν δεν την ξέρεις δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε τη διαφθορά ούτε τίποτα άλλο, και όταν επέστρεφα στην Αθήνα έπρεπε να απολογούμαι για τους Γερμανούς, προσπαθώντας να εξηγήσω στους φίλους μου γιατί σκέφτονται έτσι όπως σκέφτονται. Οτι η Γερμανία είναι ένα κράτος πολύ ορθολογικό, οργανωμένο, πειθαρχημένο. Βρέθηκα μετέωρη ανάμεσα σε δύο χώρες.Και αναρωτιέμαι αν η απόφαση να γυρίσω πίσω έχει να κάνει και με τη λύση αυτής της σχιζοφρένειας του να μην ανήκεις πουθενά και να πρέπει να διαλέξεις».

Η επιστροφή ωστόσο δεν ήταν κάτι απλό. Μέσα στη δεκαετία η Ελλάδα είχε αλλάξει: σκάνδαλα, κρίση, άγονες αντιπαραθέσεις. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου προσπαθεί να αναγνωρίσει μια Ελλάδα που την έχασε κάπου ανάμεσα στις πτήσεις ΑθήναΒερολίνο. Και βέβαια σοκάρεται. Βατοπαίδι, Siemens, μειώσεις μισθών και συντάξεων, ανεργία και φυσικά μετανάστες. Η γερμανική εμπειρία την κάνει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. «Αλλαξε η ματιά μου προς τους μετανάστες. Αρχισα να τους βλέπω,να τους παρατηρώ.Εχω νιώσει σε έναν βαθμό μια ταύτιση με αυτούς. Βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά εδώ. Στη Γερμανία οι μετανάστες έχουν μια δική τους ζωή, μια δουλειά, ένα μαγαζάκι, έχουν πάει εκεί κυνηγώντας το γερμανικό όνειρο. Οι εδώ μετανάστες δεν έρχονται με το όνειρο της Ελλάδας.Ερχονται για να πάνε μετά κάπου αλλού, να κυνηγήσουν ένα άλλο όνειρο, σε μια άλλη χώρα. Εδώ βρίσκονται τράνζιτ, σαν θεατρικό του Γκοντό, περιφέρονται χωρίς σκοπό, χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον. Βέβαια αυτό είναι πρόβλημα πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Χρειαζόμαστε βοήθεια».

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι προβληματισμένη: « Το ότι τριακόσιοι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν απεργία πείνας, έχω την αίσθηση ότι ως πρόβλημα δεν ακούμπησε τα μέσα ενημέρωσης.Η συζήτηση γίνεται σε περιφερειακά ζητήματα, για το άσυλο, για τη βία, αλλά το βασικό θέμα που είναι το μεταναστευτικό δεν απασχολεί». Διαβάζει στα μπλογκ των εφημερίδων και ορισμένα σχόλια στη στήλη του Γκάζι Καπλάνι και συνειδητοποιεί ότι «ίσως και ο Ελληνας μέσα στην κρίση μοιάζει τυφλωμένος·δεν μπορεί να δει πέρα από το ατομικό του αδιέξοδο.Είμαστε μια κοινωνία σε κρίση και ο καθένας κοιτάζει το δικό του πρόβλημα».

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου αναρωτιέται γιατί δεν συζητάμε τα προβλήματα και σκέφτεται «το επόμενο πρόβλημα τύπου Νομικής πώς θα το λύσουμε;». Για αυτήν η κύρια αντίφαση σήμερα είναι ότι « ζούμε μια μεγάλη ανακολουθία ανάμεσα σε αυτό που ζητάει το κράτος από τον πολίτη και σε αυτό που του προσφέρει. Μια εποχή που το κράτος ζητάει απ΄ όλους εμπόρους, επιχειρηματίες, κ.ά.- να μειώσουν τις τιμές,έρχεται το ίδιο από την άλλη να αυξήσει κατά 40% την τιμή του εισιτηρίου. Τι μήνυμα σού δίνειλοιπόν;Οτι δεν σε υπολογίζει». Τη ρωτάω για το κίνημα «Δεν πληρώνω»· μου δηλώνει μια αμφιθυμία απέναντί του αλλά το δικαιολογεί . «Αισθάνομαι ότι κάπως πρέπει να αντιδράσει αυτός ο κόσμος. Αν ισχύει αυτό που είπε ο Ρέππας ότι οι τζαμπατζήδες είναι αντικοινωνικοί, τότε το κράτος τι είναι, κράτος δικαίου; Κάποιοι αντιδρούν σε μια αντικοινωνική πολιτική και από πάνω τους κατηγορούν;».

Στο τέλος της συζήτησης σκέπτεται ότι της αρέσει που βρίσκεται πάλι στην Αθήνα, αλλά την ενοχλεί αυτή η περιρρέουσα μελαγχολία. Ο κόσμος νιώθει ότι τίποτα δεν αλλάζει. Η διαφθορά, μου λέει, είναι πιο επινοητική και από τα μυθιστορήματα του Στιγκ Λάρσον· μόνο που εκεί υπάρχει στο τέλος κάθαρση. «Η αδικία συσσωρεύεται·η αναμονή δεν μας δικαιώνει.Αλλοι επιλέγουν τον θυμό κι άλλοι την αναδίπλωση στον εαυτό τους. Υπάρχει διάχυτη απαισιοδοξία:“Ορίστε,δεν γίνεται τίποτα,δεν τους πιάνουν τους κακούς”».

Οι μετανάστες στην Αθήνα δεν είναι «σέξι»

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου αναρωτιέται πώς θα λύσουμε το επόμενο πρόβλημα τύπου Νομικής

Οι Βερολινέζοι βλέπουν άραγε διαφορετικά τους ξένους; Η Αμάντα Μιχαλοπούλου τους διακρίνει σε κατηγορίες. Μου λέει ότι οι Γερμανοί θαυμάζουν τους Αμερικανούς, μιας και ένα κύμα αμερικανών μετοίκων έρχεται στο Βερολίνο βλέποντας σε αυτό μια πρωτεύουσα του κόσμου που αφουγκράζεται κάτι πολύ διαφορετικό. Οι άλλοι όμως μετανάστες; Ποια είναι η θέση τους στη σύγχρονη γερμανική κοινωνία; «Οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τους Τούρκους. Εχει να κάνει και με τις ενοχές τους·τους χρησιμοποίησαν ως εργατική δύναμη και τους οφείλουν πολλά.

Από την άλλη οι Τούρκοι έχουν δημιουργήσει ισχυρά οχυρά·γκέτο με την καλή έννοια του όρου.

Εχουν τις γειτονιές τους, τις μυρωδιές τους, τα καταστήματά τους. Είναι ενσωματωμένοι στην αγορά, έχουν μικρές επιχειρήσεις, μαγαζάκια που πουλάνε βότανα, τσάγια από την Τουρκία. Αλλά και πολιτισμικά βρίσκονται “μπλεγμένοι” με τους Γερμανούς, καθώς υπάρχουν τούρκοι συγγραφείς που γράφουν στα γερμανικά, τούρκοι μουσικοί που τραγουδάνε γερμανική ραπ, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, διανοούμενοι που είναι ενσωματωμένοι στη γερμανική κουλτούρα. Οι υπόλοιποι ξένοι, Βιετναμέζοι και άλλοι Ασιάτες, έχουν τις κοινότητές τους, τα μαγαζιά τους, είναι κι αυτοί ενσωματωμένοι και αποτελούν ένα κομμάτι του πολυπολιτισμικού παζλ του Βερολίνου. Η ταυτότητα της πόλης είναι όλοι αυτοί μαζί, “φτωχοί, αλλά σέξι”, όπως έλεγε ένα σύνθημα του δημάρχου».

Οι μετανάστες στην Αθήνα όμως «είναι φτωχοί, αλλά καθόλου “σέξι”».